Οι Morphine υπήρξαν τη δεκαετία του ’90 ένα από τα συγκροτήματα με τον πιο ξεχωριστό ήχο, συνδυάζοντας τη χαμηλόφωνη τζαζ αισθητική με έναν υπόγειο δυναμισμό, και ρυθμούς που έκαναν τους πάντες να χορεύουν. Ξαφνικά, τον Ιούλιο του 1999, τους χτύπησε η συμφορά: σε ένα φεστιβάλ λίγο έξω από τη Ρώμη, ο τραγουδιστής τους Mark Sandman, κατέρρευσε επί σκηνής. Λίγο αργότερα διαπιστώθηκε ο θάνατός του από έμφραγμα.
Οι δύο εναπομείναντες συνοδοιπόροι του συνεχίζουν τη μουσική κληρονομιά του τρίο από τη Βοστώνη ως Vapors of Morphine. O Dana Colley, ο σαξοφωνίστας με το γλυκόλαλο κλαυθμικό βαρύτονο, μίλησε στην Popaganda για όλη την πορεία του γκρουπ, από τη γνωριμία του με τον Mark τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα…
Ας πάρουμε τα πράγματα απότην αρχή. Θυμάστε πώς γνωριστήκατε μεταξύ σας και δημιουργήθηκαν οι Μorphine; Ναι, θυμάμαι πολύ καλά. Πρέπει να βάλω στο μυαλό σας την εικόνα της Βοστώνης τη δεκαετία του ’80. Υπήρχε μια πολύ ζωηρή καλλιτεχνική σκηνή, γύρω από το post punk, υπήρχαν πολλά venues που μπορούσες να παίξεις, οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν κι έβγαιναν για να δουν πράγματα, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, συναυλίες, πάρτυ σε λοφτ… Ήταν μια πολύ ζωντανή, ζωηρή εποχή. Στα κλαμπ και τα μπαρ υπήρχαν άπειρα συγκροτήματα, πολλοί νεαροί μουσικοί που προσπαθούσαν να βρουν τον τρόπο να εκφραστούν με τη μία μορφή ή με την άλλη. Ο Mark Sandman κι εγώ διασταυρωθήκαμε σε ένα μπαρ που λεγόταν The Rathskeller, στην πλατεία Kenmor της Βοστώνης. Εμείς για συντομία το λέγαμε The Rat. Ήταν ένα διάσημο μπαρ εκείνη την εποχή. Ο Sandman έπαιζε εκεί με μια μπάντα, κι εγώ ήμουν σε μια άλλη που λεγόταν Three Colors. Κι έτυχε μια μέρα να είμαστε στο ίδιο line-up. Θυμάμαι να βλέπω έναν τύπο που έπαιζε κάτι πιο bluesy και soulful από τα περισσότερα πράγματα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Μου άρεσε αμέσως ο ήχος του. Είπα, αυτός ο τύπος κάνει κάτι πολύ cool. Γίναμε φίλοι, με κάλεσε να περάσω από το σπίτι του να αράξουμε, κι αρχίζαμε να παίζουμε. Εκείνος έπαιζε εκείνη την εποχή με ένα μονόχορδο slide μπάσο, κι εγώ πειραματιζόμουν με το βαρύτονο σαξόφωνο, γιατί μέχρι τότε έπαιζα τενόρο. Κι όλα έμοιαζαν να ταιριάζουν πολύ, είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις που ξέρεις πως έχεις στα χέρια σου κάτι πολύ καλό, έναν ήχο που ήταν μοναδικός. Δεν ξέραμε βέβαια πόσο μακριά στον κόσμο θα έφτανε να ακουστεί… Αλλά δεν το αφήναμε αυτό να μας σταματήσει. Ήμασταν νέοι κι έτοιμοι να κάνουμε κάτι.
Και το τρίτο μέλος; Ο Jerome Deupree έπαιζε κι αυτός σε διάφορα συγκροτήματα κι ήταν ένας απο τους καλύτερους ντράμερ στην πόλη, αν όχι στη χώρα, αν όχι στον κόσμο, κατά τη γνώμη μου… Και το αυτί του Mark που πάντα ξεχώριζε το ταλέντο, εντόπισε αμέσως τον Jerome. Αρχίσαμε να κάνουμε πρόβες μαζί του σε ένα χώρο που είχε και πριν περάσει πολύς καιρός αρχίσαμε να ηχογραφούμε. Αυτή η πρώτη ηχογράφηση ήταν το Good και μας καθιέρωσε ως συγκρότημα και ως ήχο. Ο Billy Conway αντικατέστησε τον Jerome αφού ηχογραφήθηκε το Cure For Pain. Και το πράγμα συνέχισε να κυλάει…
Ξέρω πως ετικέτες στα συγκροτήματα βάζουν συνήθως οι κριτικοί/ μουσικοί δημοσιογράφοι. Όμως αν δεν κάνω λάθος εσείς οι ίδιοι περιγράψατε τη μουσική σας ως low rock… Ναι, είναι αλήθεια.
Θέλετε να μου μιλήσετε γι αυτό; Γιατί;
Γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον ως όρο! Ξέρετε, οι συγγραφείς, όταν γράφουν για κάποια πράγματα, προσπαθούν να τα περιγράψουν σε κάποιον που δεν είναι εκεί. Η ορολογία, λοιπόν, έχει χρησιμεύσει στο να κατηγοριοποιεί τη μουσική και να δίνει μια ιδέα του τι είναι τι, με όρους που δεν είναι απαραίτητα ικανοποιητικοί σε σχέση με τη συνολική εμπειρία. Δεν είναι επαρκείς για να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει. Αυτοί που γράφουν, όμως, προσπαθούν να βρουν τέτοιους και παντα θα το κάνουν. Η ιδέα του να μιλάς για ένα μεμονωμένο είδος μουσικής είναι ήδη κάπως περιοριστική. Κάποιος δημοσιογράφος λοιπόν θα σε ρωτήσει: «Πώς ονομάζεις τη μουσική σου;». Αντί λοιπόν να του πούμε «μα αυτό δεν είναι δική σου δουλειά;», του απαντήσαμε «ορίστε, μπορείς να γράψεις αυτό, έτσι θα λυθεί το πρόβλημα, τη λέμε low rock». Στον Mark άρεσε να την ονομάζει και fuck rock – δεν είμαι σίγουρος αν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αυτό, αλλά ήταν ένας τρόπος να πει «ξέρεις, είναι απλώς μουσική κι ο προορισμός της είναι να κάνει το σώμα να κινείται»… και την καρδιά και την ψυχή επίσης.
Ε λοιπόν θα το χρησιμοποιήσω! Eίναι αλήθεια πως ο ήχος του γκρουπ, αποτέλεσμα κυρίως της φωνής του Mark και του δικού σας σαξοφώνου, είναι μοναδικός. Τι μουσική ακούγατε πριν δημιουργήσετε τη μπάντα και σας ώθησε προς τα εκεί; Μεγαλώσαμε τη δεκαετία του ’70 και υπήρξε πολλή μουσική που προηγήθηκε της δικής μας γενιάς, ο απόηχός της υπάρχει ακόμα στην κουλτούρα μας. Κι ήταν σαν να ανοίγουμε το σεντούκι του θησαυρού όταν στρεφόμασταν στο παρελθόν και βρίσκαμε αυές τις εκπληκτικές μουσικές που δεν γνωρίζαμε. Θυμάμαι πως όταν ήμουν πολύ νέος είχα ένα φίλο που ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε μια συλλογή δίσκων. Και μέσω αυτών των δίσκων, που ήδη ήταν κάπως παλιοί και ταλαιπωρημένοι, είχα την αίσθηση πως έχανα κάτι που δεν τους είχα ακούσει. πως κάτι συνέβαινε εκεί που δεν το γνώριζα ως νεαρό παιδί. Κι αυτό το ενδιαφέρον ήταν διαρκές, το να ακούς και να ανακαλύπτεις πράγμματα πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, πίσω στη τζαζ… Κι υπήρχαν πράγματα κι από την άλλη μεριά, από την οικογένειά μου. Οι γονείς μου αγαπούσαν πολύ τις big bands και τη μουσική τους και τη χόρευαν. Άκουσα λοιπόν πολλή τέτοια μουσική μεγαλώνοντας. Και ύστερα ήταν κι η κουλτούρα της δεκαετίας του ’60 την οποία επίσης γνώρισα. Ήταν λοιπόν σαν να πηγαίνω πίσω και μπροστά ταυτόχρονα: έμαθα τις φάσεις της διάσπασης των big bands σε μικρότερα σύνολα, το be-bop, τη τζαζ της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής, τη free jazz και πώς αυτή πέρασε στο noise rock, το τι έκανε με την κιθάρα ο Jimi Hendrix κι από την άλλη τι έκανε ο John Coltrane με το σαξόφωνο… Γενκά το τι συνέβαινε πάνω από τον ορίζοντα, πίσω μας, στο παρελθόν. Κατάλαβα λοιπόν πως όλοι αυτοί μέσω των οργάνων τους και της μουσικής τους μιλούσαν για το ποιοι είναι πραγματικά, αυτή ήταν η αλάνθαστη φωνή τους. Αυτό με οδηγούσε να θέλω να παίξω μουσική, να προσπαθήσω να ανακαλύψω τη δική μου φωνή.
Έχουν περάσει δεκαεπτά χρόνια από τότε που έφυγε ο Mark, ο χαμός του υπήρξε μεγάλο σοκ για τους οπαδούς των Μorphine. Προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν για σας; Υπήρξε κάποια προειδοποίηση, είχε προβλήματα ή ήταν εντελώς ξαφνικό; Ήταν κάτι που απλώς συνέβη, εντελώς ξαφνικό. Όταν συμβαίνει κάτι έτσι, απροειδοποίητα, δεν περιμένεις πως θα το ζήσεις ποτέ. Πέρασε πολύς καιρός, και, βέβαια, μέσα από αυτόν τον καιρό οι ζωές μας προχωράνε και μπορούμε να σταματήσουμε τα δάκρυα από το να κυλούν τόσο πολύ, αλλά η ιδέα ότι μας λείπει είναι πάντοτε παρούσα. Η ζωή είναι παράξενο πράγμα. Όπως είπε κάποιος, κανείς δεν φεύγει από αυτήν ζωντανός. Νά’ μαστε λοιπόν… Έχεις μια επιλογή: να ζήσεις τη ζωή σου και να κάνεις ό,τι μπορείς με το χρόνο που έχεις, να αγαπάς αυτούς που είναι μαζί σου και να προσπαθήσεις να κάνεις καλό στον κόσμο, αυτό είναι όλο που μπορείς να κάνεις. Να είσαι καλός με τους ανθρώπους με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή. Και να μη θεωρείς τίποτα οριστικό. Μην θεωρείς δεδομένη ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή. Κάθε μια είναι μια ευλογία.
Μου μιλήσατε πριν για το πώς ηταν η Βοστώνη τη δεκαετία του ’80. Πώς είναι αλήθεια σήμερα; Έχει αλλάξει; Κι είναι αλήθεια ότι παίζετε ακόμα μια φορά την εβδομάδα στο ίδιο κλαμπ, στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης; Έχει αλλάξει πολύ. Οι εποχές άλλαξαν, το ίντερνετ έχει αλλάξει πολύ τα πράγματα. Τότε, προ-ίντερνετ, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί υποστήριζαν τα τοπικά συγκροτήματα κι έτσι άκουγες μουσική από το ραδιόφωνο. Τη Δευτέρα κάποιος σταθμός έπαιζε μια μπάντα της περιοχής, ο κόσμος το άκουγε και του άρεσε πολύ, την Παρασκευή πήγαινε να το δει να παίζει. Υπήρχε λοιπόν εγγυημένα κάποιο κοινό, αρκετό για να συντηρήσει πολλά διαφορετικά. Τώρα οι άνθρωποι δεν έχουν το ίδιο πάθος να βγουν και να βιώσουν κάτι, γιατί μπορούν να το δουν στα γρήγορα στο τηλέφωνό τους και να κάνουν πως μπορούν να κατανοήσουν την εμπειρία βλέποντάς το στο βίντεο. Αυτό έχει αλλάξει την κουλτούρα τους ριζικά. Η σκηνή λοιπόν άλλαξε, έχει μετακινηθεί σε μικρότερα μπαρ στη Βοστώνη, σε μικρές ιρλανδέζικες παμπ με μικροσκοπικές σκηνές. Εμείς κάνουμε μια εβδομαδιαία συναυλία σε μια μικρή ταβέρνα στο Κέιμπριτζ που είναι σαν το σπίτι μας. Εκεί κάνουμε πρόβες, δοκιμάζουμε καινούρια πράγματα, μας ταίζουν και μας φέρνουν κρύες μπύρες! Ευτυχώς, η μουσική μας εξακολουθεί να εκτιμάται αρκετά ώστε να μπορούμε να παίζουμε κι αλλού, και να έχουμε τη Βοστώνη ως βάση όπου δουλεύουμε καινούρια πράγματα και ξεκουραζόμαστε.