Τι συμβαίνει όταν έχουμε να συναντήσουμε κάποιον παλιό μας γνώριμο για πάρα πολλά χρόνια -είκοσι, τριάντα; Τις περισσότερες φορές είναι σα να ανταμώνουμε έναν καινούργιο άνθρωπο. Γιατί αλλιώς υπάρχει στο μυαλό μας -αλλιώς είναι ο καθένας στα χρόνια της νιότης- κι αλλιώς τον βρίσκουμε στα χρόνια της ωριμότητας. Τα χρόνια που έχουν περάσει έχουν εγγράψει πάνω στον παλιό μας γνώριμο όχι μόνο τα αποτυπώματα της αναπόφευκτης φυσικής φθοράς, αλλά και τις διαφοροποιήσεις της συμπεριφοράς, των απόψεων, του βλέμματος ασφαλώς. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ό,τι έχει συμβεί στον καθένα χαράσσεται στις απόψεις του, στις επιλογές του, στον χαρακτήρα του, στον ψυχισμό του κυρίως. Και όχι σπάνια, ξανασυνταντούμε έναν νέο άνθρωπο.
Αυτό ήταν το αρχικό και βασικό σκεπτικό του σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά, που μας κάλεσε να συναντηθούμε με τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ, κάμποσα χρόνια μετά από τη στιγμή που περιγράφεται στο τσεχωφικό κείμενο. Ετσι, στη σκηνή του θεάτρου «Βεάκη», βλέπουμε τις «Τρεις αδελφές», την Όλγα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), τη Μάσα (Μαρία Κεχαγιόγλου) και την Ιρίνα (Αθηνά Μαξίμου) σε ώριμη ηλικία. Με ψαρά μαλλιά, κουρασμένες, στραγγιγμένες, γκρινιάρες, χωρίς υπομονή, προσδοκία και αντοχές. Η Όλγα είναι σε εμβρυακή στάση σε μία από τις εσοχές – ράφια του γυμνού ξύλινού τοίχου, του μόνου σκηνικού που αντικρίζουμε στην αρχή της παράστασης. Η Μάσα και η Ιρίνα αλληλοστηρίζονται καθισμένες σε μια άλλη εσοχή-ράφι. Αποσυρμένες. Ακούγεται το συνεχόμενο κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής που κρατάει στα χέρια του ένας νέος άνθρωπος (το σήμερα που καλείται να γνωρίσει το χθες). Και αμέσως μετά οι τρεις αδελφές, με τα σώματα και τη διάθεση του παρόντος, διαφορετικοί άνθρωποι δηλαδή, επιστρέφουν στα γεγονότα τα παλιά, στις μνήμες εκείνης της μέρας που γιόρταζε η Ιρίνα, που ήταν η επέτειος ενός χρόνου από το θάνατο του πατέρα τους, που σχεδίαζαν όλο χαρά να φύγουν για τη Μόσχα και να αφήσουν πίσω τους την τελματωμένη ζωή της επαρχίας. Και όπως οι μνήμες αναδύονται άναρχα, ανακατεμένες, έτσι και η σκηνή αρχίζει να γεμίζει πρόσωπα και αντικείμενα. Ανακατεμένα κι αυτά, το ένα πάνω στ’ άλλο, το ένα μέσα στο άλλο, όπως οι αναμνήσεις. Και τα πρόσωπα ανακατεύονται και στριμώχνονται ανάμεσα στα αντικείμενα: ο άτολμος και εξαρτημένος αδελφός τους ο Αντρέι (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), ο Κουλίγκιν, ο βαρετός με τη μεγάλη καρδιά σύζυγος της Μάσα (Γιάννης Κλίνης), η αχτίδα της ελπίδας, του έρωτα και της ζωής, αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν (Αιμίλιος Χειλάκης), ο ονειροπόλος και αθώος βαρόνος Τούζενμπαχ (Ορφέας Αυγουστίδης), ο διακριτικός ανθυπολοχαγός Φεντότικ (Νίκος Μάνεσης), ο προκλητικός λοχαγός Σολιόνι (Αινείας Τσαμάτης), ο θυμόσοφος στρατιωτικός γιατρός Τσεμπουτίκιν (Δημήτρης Πιατάς), η παραμάνα, η 80χρονη Ανφίσα (Υβόννη Μαλτέζου), ο φύλακας Φεραπόντ (Ευδοξία Ανδρουλιδάκη) και η συνεσταλμένη στην αρχή και δεσποτική και υστερική στην πορεία Νατάσα (Σύρμω Κεκέ), η λαϊκή γυναίκα που ανέβηκε κοινωνικό status κάνοντας σύζυγό της τον Αντρέι. Όλοι είναι εκεί διαφορετικοί από ό,τι τους θυμόμαστε. Γιατί τους έχουμε γνωρίσει αυτούς τους ήρωες, κάποιοι τους γνωρίζουμε πολύ καλά, αφού οι «Τρεις αδελφές» είναι από τα έργα που παίζονται πολύ συχνά, και οι περισσότεροι το έχουμε δει πάνω από μία φορά (προσωπικά δεν θυμάμαι πια πόσες). Μας είναι γνώριμη λοιπόν αυτή η παρέα, μας έχει συστηθεί από παλιότερες παραστάσεις.
Αλλά στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά τη ξανασυναντούμε αλλαγμένη αυτή την παρέα. Γιατί την ξαναβλέπουμε μέσα από τις αναμνήσεις των «Τριών αδελφών», που δεν είναι πια ίδιες. Η Όλγα μιλάει με κοφτερή και σαρκαστική πίκρα· η Μάσα κατακλύζεται από θυμό· η Ιρίνα έχει παραδοθεί στην παραίτηση. Κι έτσι οι αναμνήσεις τους δεν έχουν νοσταλγία, έχουν πίκρα· την πίκρα της γνώσης για ό,τι επακολούθησε, τη συνειδητοποίηση της ματαίωσης των ονείρων που δεν πραγματοποιήθηκαν. Ακούμε από την Όλγα, τη Μάσα και την Ιρίνα τους διαλόγους του τότε, αλλά στο μεταξύ έχουν αποτιμήσει διαφορετικά εκείνα τα γεγονότα και έτσι τα αφηγούνται, με διαφορετική διάθεση. Τίποτα δεν ακούγεται το ίδιο. Είναι χρωματισμένα διαφορετικά πια όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα στις μνήμες της καθεμιάς. Γιατί όσο περνούν τα χρόνια, όσο αλλάζουμε εμείς οι ίδιοι, αλλάζει και η ματιά μας και η κρίση μας για τους ανθρώπους που ήδη έχουν περάσει από τη ζωή μας. Και οι άνθρωποι που γνωρίσαμε μπορεί ή να ξεθωριάσουν, ή να γίνουν πιο λαμπεροί. Επανεκτιμούνται. Και οι Τρεις αδελφές έχουν επανεκτιμήσει στα χρόνια που πέρασαν τους ανθρώπους που μετείχαν στη ζωή τους. Και κάπως έτσι τους ανασύρουν στις αναμνήσεις των στιγμών που ξαναζούν. Γι’ αυτό και συχνά τα ρήματα που χρησιμοποιούν είναι σε αόριστο διαρκείας και τα λόγια τους ακούγονται με τη φόρτιση της τωρινής τους διάθεσης. Όπως συχνά φανταζόμαστε ότι θα θέλαμε να τα είχαμε πει.
Ήταν ένα εγχείρημα που είχε απόλυτη συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος, είχε πολλή δουλειά πίσω της σε κάθε επίπεδο, και αρκετές ιδιαίτερες θεατρικές στιγμές. Οπως εκείνες που η Μάσα και ο Βερσίνιν ή η Ιρίνα και ο Τούζενμπαχ απομονώνονται μέσα στο πλήθος των αναμνήσεων και των προσώπων που κατακλύζουν τη μνήμη και ακούγονται να μιλούν σιγά (μέσω ψείρας). Ήταν οι ακριβές στιγμές, που «ακούγονται» πιο δυνατά ανάμεσα στις χιλιάδες μνήμες· ή όπως η βραδιά καρναβαλιού με τις έξοχες μάσκες-μπάμπουσκες, από τις λίγες ανάλαφρες στιγμές των αναμνήσεων, που κι αυτή διακόπηκε απότομα· ήταν ο μονόλογος του Αντρέι και ο τρόπος που ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης έφτυνε με σπαρακτική αξιοπρέπεια τις λέξεις προσπαθώντας να πείσει και τον εαυτό του για τις απελπισμένες επιλογές του και να υποστηρίξει το τέλμα της ζωής του· και όπως εκείνο το ονειρεμένο φινάλε, όταν ανοίγει ο ξύλινος τοίχος και οι τρεις αδελφές φοράνε τα παιδικά τους φορεματάκια, ενήλικες παιδίσκες, χορεύοντας ξέγνοιαστες κάτω από τις νυφάδες του χιονιού, και ζουν ξανά, για μια στιγμή, τη διάθεση και την προσμονή που είχαν τότε. Κι όλα σιγά σιγά τα πρόσωπα χωράνε σ’ αυτή τη μόνη στιγμή πραγματικής ελπίδας.
Στην πρότασή του είχε σταθερό συμπαραστάτη το σκηνικό που συνέλαβε και δημιούργησε η Μαρία Πανουργιά, στην πρώτη της συνεργασία με τον Δημήτρη Καραντζά, που ήταν εντυπωσιακό και απολύτως συναφές με τη σκηνοθετική αντίληψη. Αλλωστε και μέσω του σκηνικού επιχειρούν στις τελευταίες παρουσιάσεις των «Τριών αδελφών» να προσεγγίσουν διαφορετικά το τσεχωφικό έργο. Οπως το σκηνικό της παράστασης του Τιμοφέι Κουλιάμπιν το 2018 στο Φεστιβάλ Αθηνών, που παρουσιάστηκε στη ρωσική νοηματική ή η πιο πρόσφατη του Δημήτρη Ξανθόπουλου, πριν έναν χρόνο στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, σε σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου.
Με δεδομένο το σκεπτικό και το εγχείρημα του Δημήτρη Καραντζά, ξεδιπλώθηκαν διαφορετικά ή λιγότερο και οι ήρωες του έργου. Κάποιοι ξεδιπλώθηκαν ελάχιστα στην πιο compact αφήγηση του έργου που είδαμε. Θαυμάσιοι ηθοποιοί όλοι, ανταποκρίθηκαν απολύτως στη νέα συνθήκη της τσεχωφικής ιστορίας, αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω παρά μόνο στα βαμμένα νύχια του τον προκλητικό χαρακτήρα του Σολιόνι (Αινείας Τσαμάτης). Κι έχασα μέσα στο γενικό ανακάτεμα το τρυφερό πείσμα του Ορφέα Αυγουστίδη-Τούζενμπαχ ή τον συνεκτικό και πατρικό ρόλο του Τσεμπουτίκιν-Δημήτρη Πιατά, που μόνο γελούσε πού και πού από την πολυθρόνα του. Είδα πολύ καθαρά τον Βερσίνιν του Αιμίλιου Χειλάκη, που είχε γίνει πιο σταθερή και πιο αισιόδοξη φιγούρα στην ανάγνωση του Δημήτρη Καραντζά (μέσα απ’ τα μάτια της Μάσας), είδα την παραμάνα της Υβόννης Μαλτέζου και με μπέρδεψε ιδιαιτέρως ένας από τους βασικούς και κομβικούς ρόλους του έργου, εκείνος της Νατάσας-Σύρμως Κεκέ. Ίσως να παγιδεύτηκα στην εικόνα που μέχρι τώρα είχαμε γι’ αυτόν το χαρακτήρα, μιας λαϊκής γυναίκας, άξεστης, καρικατούρας περισσότερο -έτσι παρουσιαζόταν συνήθως. Στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά είναι η κατώτερη τάξη, η απαίδευτη, φιλόδοξη και χωρίς ευαισθησίες γυναίκα, που ανήκει στην «κατηγορία του μικρόψυχου, ψυχρού και αναίσθητου ζώου», που γίνεται, όπως ο Λοπάχιν στον «Βυσσινόκηπο», η νέα άρχουσα τάξη. Γι’ αυτό και η Νατάσα ξεχωρίζει στην παράσταση, σκεπάζει τους πάντες, ξεχωρίζει, γιατί κυριαρχεί· και η Σύρμω Κεκέ αποδίδει εύστοχα μία ακόμη τσεχωφική ηρωίδα, μετά τη Σόνια στο «Θείο Βάνια». Και είναι σίγουρα ο αντίποδας των τριών αδελφών, που γίνονται όλο και πιο θαμπές, όλο και πιο γυρτές, όλο και πιο απελπισμένες. Από τις οποίες ξεχωρίζει η Μάσα-Μαρία Κεχαγιόγλου, η πιο συνειδητοποιημένη, η πιο απογοητευμένη από τότε, εκείνη που από τότε ζούσε σε τέλμα. Η Ιρίνα της Αθηνάς Μαξίμου εισπράττει με πόνο τις διαψεύσεις κι αυτό φαίνεται και στο σώμα και στο πρόσωπό της. Και η Όλγα-Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, συνεχίζει αυτό που έκανε, τη δουλειά της στο σχολείο, με λιγότερη υπομονή και με καμία ελπίδα.
Ο Δημήτρης Καραντζάς τόλμησε και ρίσκαρε. Μας κάλεσε να παρακολουθήσουμε ένα δύσκολο εγχείρημα, γι’ αυτό και ειδικά στο πρώτο μέρος της παράστασης δεν ήταν καθόλου εύκολη η διαδικασία προσαρμογής και «γνωριμίας» με τους ήρωες που άλλαξαν, ακόμα και για όσους έχουν δει πολλές φορές το έργο. Παρακολουθούμε περισσότερο την πολύ ενδιαφέρουσα εγκεφαλική σύλληψη του σκηνοθέτη πάνω στην ιστορία του Τσέχωφ, με πρωταγωνιστή τον χρόνο και τις μνήμες. Στο δεύτερο μέρος έγιναν περισσότερο οικεία τα πρόσωπα, είχε περισσότερη δράση και περισσότερο συναίσθημα, άρα διακρίναμε αποχρώσεις και πάθη, έτσι όπως ακριβώς υπάρχουν καθώς προχωρούμε προς την κορύφωση του έργου. Είχαμε εξοικειωθεί κι εμείς με τη συνθήκη της παράστασης… Μιας συνθήκης που γίνεται τώρα φανερό ότι απασχολεί εδώ και καιρό τον Δημήτρη Καραντζά, γιατί την είχαμε δει, πολύ λιγότερο δουλεμένη, στο περυσινό «Ξύπνημα της άνοιξης» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Μιας συνθήκης που το βασικό σκεπτικό της είναι η εκ νέου συνομιλία μ’ ένα γνωστό και εμβληματικό κείμενο. Μιας επιλογής που θα χωρούσε απολύτως στο πρόγραμμα ενός φεστιβάλ.
Info
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης – Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Σύμβουλος δραματουργίας: Αντώνης Αντωνόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Φωτογραφίες παράστασης: Γκέλυ Καλαμπάκα
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης. Και οι Υβόννη Μαλτέζου και Δημήτρης Πιατάς.
Θέατρο Βεάκη, Στουρνάρη 32, Τηλέφωνο 210 5223522
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ. Πέμπτη στις 8μ.μ., Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο στις 6 και στις 9μ.μ.