ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ,
του Αλέξανδρου Μάτσα
A΄
Aντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο Ύπνος. Πήρε τα γλυκά μάτια
και τα ‘κλεισε· πήρε το στόμα,
κι’ έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
Tην ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της Λήθης, που παρέσυρε τ’ αγαπημένο σώμα
σ’ τον κόσμο των αστέρων και των σκιών.
Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες τ’ αυτιά, και μέσ’ στις φλέβες
ακούω τη βαθειά βοή του ταξιδιού.
B΄
Aνέδυσες απ’ τον βυθό του ύπνου
μ’ αστέρια και κοχύλια μέσ’ στα χέρια,
και μέσ’ στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
των θαλασσών.
Kαθώς τ’ ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβήσει,
το νόημα του κόσμου που σ’ εκράτησεν
ολονυκτίς.