Ένα δείπνο με τις πιο περίεργες καλεσμένες, μια μέρα σ’ ένα μεγάλο γραφείο ευρέσεως εργασίας, και μια δύσκολη οικογενειακή συνάντηση σ’ ένα επαρχιακό βρετανικό σπίτι, όπου όλα έρχονται στο φως, όλα αγγίζονται. Αυτές είναι οι τρεις πράξεις ενός θεατρικού έργου που γράφτηκε το 1982 και είναι πλέον κλασικό: Top Girls της Βρετανίδας Caryl Churchil (Κάριλ Τσέρτσιλ). Παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα είναι περίπου άγνωστο. Πρωτοπαρουσιάστηκε αμέσως μετά τη συγγραφή του, το 1983, σε σκηνοθεσία Μαριέττας Ριάλδη, στο Εθνικό Θέατρο, με τον τίτλο «Πετυχημένες γυναίκες». Η δεύτερη παρουσίασή του στο ελληνικό κοινό ήταν το 2016, μόνο για δύο παραστάσεις, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Αλέξη Ρίγλη. Και ευτυχώς φέτος το παρουσιάζει στο θέατρο «Πόρτα» ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Και λέω ευτυχώς, γιατί είδα έπειτα από καιρό ένα έξοχο σύγχρονο θεατρικό έργο. Ενα το κρατούμενο.

Τρεις πράξεις, λοιπόν, σχεδόν ανακόλουθες, σχεδόν ασύνδετες, που όμως χώρεσαν πολλά.

Η πρώτη πράξη είναι ένα περίεργο, σουρεαλιστικό κάλεσμα σε δείπνο, σε ακριβό εστιατόριο. Οικοδέσποινα η Μαρλήν (Αλεξία Καλτσίκη), κομψότατη, αστραφτερή, στο ρόλο μιας πετυχημένης γυναίκας που μόλις πήρε προαγωγή και θέλει να το γιορτάσει με κάποιες γυναίκες που θαυμάζει. Γυναίκες που έχουν ένα ρόλο στην ιστορία, είτε γιατί υπήρξαν πραγματικά, είτε γιατί υπήρξαν μέσω της τέχνης, αποτυπώντας όμως γυναικείους ρόλους, συμπεριφορές και θέσεις. Στο εστιατόριο φτάνει η Αγγλίδα περιηγήτρια, συγγραφέας και φυσιολάτρης Ιζαμπέλα Μπερντ (Μαρία Καβογιάννη) από τον 19ο αιώνα· ακολουθεί η Γιαπωνέζα Λαίδη Ντίζο, παλλακίδα του αυτοκράτορα Go-Fukakusa, Βουδίστρια μοναχή και περιηγήτρια (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) από τον 13ο αιώνα· η χαζο-Γκρέτα, ένα ατσούμπαλο πλάσμα, μια μορφή της φλαμανδικής λαογραφίας που αποτυπώθηκε στο έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ (Αλκηστις Πολυχρόνη) από τον 16ο αιώνα· η γνωστότατη Πάπισσα Ιωάννα, με την επίσης γνωστή ανατρεπτική ιστορία της (Βίκυ Βολιώτη) από τον 13ο αιώνα. Και τέλος, φτάνει στο δείπνο καθυστερημένη, κατευθείαν από τον 14ο αιώνα, η Γκριζέλντα (Ευδοκία Ρουμελιώτη), το πρότυπο της γυναίκας που όλα τα αποδέχεται και τα υπομένει στην κοινωνία του Μεσαίωνα, όπως την περιέγραψαν ο Βοκάκιος, ο Πετράρχης, κ.ά. Γυναίκες με προσωπικότητα, γυναίκες που πλήρωσαν το κόστος των επιλογών τους, γυναίκες που στο πρόσωπό τους εικονοποιήθηκε η κοινωνική τους θέση στην εποχή που έζησαν. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλες αυτές οι απρόσμενες καλεσμένες συζητούν σαν σε σημερινή συνάντηση. Με ζωντάνια, με χιούμορ, με ετοιμότητα, με τον τρόπο που συζητάμε σήμερα -διακόπτοντας ο ένας τον άλλον, μιλώντας ο ένας πάνω στον άλλον (πολύ δύσκολη για τις ηθοποιούς αυτή η ταυτόχρονη ομιλία). Δεν περιγράφουν μόνο την προσωπική τους ιστορία, περιγράφουν την εποχή τους και τη θέση τους την εποχή που έζησαν. Και βάζουν κι άλλα πρόσωπα, απόντα, σ’ αυτό το δείπνο, όπως ακριβώς κάνουμε όλοι. Μιλάνε για τον Ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον Πάπα Λέοντα τον Δ΄, τη Θεοδώρα της Αλεξάνδρειας, για τον ψευδάνθρακα, για τη Μαρί Τισό, για το Κονκόρντ, για την κρέμα ζαμπαλιόνε, για τον «Εξολοθρευτή»… Μια συναρπαστική διαπολιτισμική περιήγηση. Και η οιδέσποινα Μαρλήν φέρεται με ειλικρινές ενδιαφέρον, με εγκαρδιότητα και κατανόηση απέναντι στις ιστορίες που η καθεμιά από τις καλεσμένες της αφηγείται, μετέχει σε όλες.  Και μια βουβή σερβιτόρα (Ειρήνη Μακρή) κινείται αδιάκοπα, σερβίροντας ανάμεσα στις καλεσμένες.

Στη δεύτερη πράξη βρισκόμαστε σ’ ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, που ειδικεύεται στις νέες «ευκαιρίες καριέρας» σε γυναίκες που θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή τους. Και δεν χάνουν λεπτό, γι’ αυτό όλες τους κινούνται στο χώρο πάνω στα τροχήλατα σκαμπό τους. Είναι η περίοδος που λάμπει το άστρο της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία, και είναι η πρώτη μέρα της Μαρλήν στη νέα της θέση. Και σ’ αυτή την πράξη, υπογείως σκιαγραφούνται πολλά από την Κάριλ Τσέρτσιλ: οι γυναίκες που ονειρεύονται και λένε ψέματα για να πετύχουν το στόχο τους, εκείνες που ήδη έχουν μια θέση και λειτουργούν κυριαρχικά, ειρωνικά, κυνικά, μιμούμενες τα αντρικά πρότυπα στις ανάλογες θέσεις, τα πρότυπα -εργασιακά ή κοινωνικά- που επικρατούν, κυρίως στις λαϊκές τάξεις, και διαμορφώνουν συνειδήσεις. Και κάπου εκεί η Μαρλήν δέχεται δύο επισκέψεις: πρώτα τη σύζυγο του συναδέλφου της που έχασε την προαγωγή από την Μαρλήν, η οποία λέει: «Αν είχε έναν άντρα ανώτερό του, θα το θεωρούσε πολύ φυσιολογικό», περιγράφοντας μια εποχή που οι γυναίκες αρχίζουν να κατακτούν θέσεις, αλλά κάτι τέτοιο δεν μοιάζει… φυσιολογικό. Η δεύτερη επίσκεψη που δέχεται η νέα επικεφαλής του γραφείου είναι η ανιψιά της, που θαυμάζει πολύ τη θεία της και καταφτάνει έχοντας αφήσει πίσω της τον τόπο καταγωγής της (και της Μαρλήν). Αδέξια, άχαρη και αυθόρμητη η μικρή, ξένη με το εργασιακό περιβάλλον, (Αλκηστις Πολυχρόνη), θέλει κι αυτή να βρει το δικό της μέλλον. Κι αυτή είναι η πρώτη ρωγμή σ’ ένα περιβάλλον άδειο εντελώς από προσωπικές στιγμές, άδειο από συναισθήματα. Και είναι η πρώτη στιγμή που η ατσαλάκωτη, χειριστική και δυναμική Μαρλήν δεν ξέρει ακριβώς πώς να αντιδράσει. 

Η τρίτη πράξη είναι ένα flash back, που μας πηγαίνει πίσω έναν χρόνο. Στην πόλη απ’ όπου ξεκίνησε η Μαρλήν. Σε μια επαρχιακή κουζίνα, εκεί που όλα ζυμώνονται και πλάθονται, η οποία έξοχα σκηνογραφείται από την Ευαγγελία Θεριανού στο βάθος της σκηνής του «Πόρτα», μέσα σε κάγκελα -η οικογένεια-φυλακή. Εκεί είναι η Μαρλήν, η ανιψιά της που είδαμε στη δεύτερη πράξη και η αδελφή της η Τζόις (Μαρία Καβογιάννη). Εχει καιρό να επιστρέψει στο πατρικό η Μαρλίν. Εφυγε κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω της. Επιστρέφει τώρα με υποτυπώδη φαντακτερά δωράκια, πιστεύοντας ότι θα εντυπωσιάσει τους συγγενείς κι ότι θα παραμερίσει τις ενοχές της. Και σ’ αυτή την πράξη, με ειλικρίνεια και ευθύτητα, η Κάριλ Τσέρτσιλ εντάσσει τα πάντα: τις προσωπικές φιλοδοξίες, τις οικογενειακές ασφυξίες, τις πολιτικές αντιπαλότητες (που παραπέμπουν ευθέως σε σημερινά δίπολα και κάνουν και γι’ αυτόν τον λόγο το έργο της Τσέρτσιλ διαχρονικό και εύστοχο), τους διαφορετικούς ψυχισμούς, τις σχέσεις των δύο φύλων στη νέα εποχή και μια μεγάλη αποκάλυψη (που δεν θα τη μαρτυρήσω). 

Τα φώτα σβήνουν κι εμείς γνωρίζουμε πια και την αφετηρία και τα στάδια των ανθρώπων που γνωρίσαμε. Ολα τελειώνουν απλά. Ολα συνεχίζουν το δρόμο τους το ίδιο απλά, με εντάσεις, συγκρούσεις, επιμονή, λάθη, ενοχές, φοβίες. 

Τα φώτα σβήνουν και αντιλαμβάνομαι ότι έχω δει ένα από τα καλύτερα θεατρικά κείμενα των τελευταίων χρόνων και μια από τις πιο φρέσκιες και ουσιαστικές παραστάσεις της φετινής σεζόν. Και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνομαι το πόσο πολύ μας λείπουν τα καλά νέα θεατρικά έργα. Επιπλέον, στη σκηνή του «Πόρτα» συναντήθηκαν μερικές απολαυστικές ερμηνείες. Πώς να ξεχάσω τη μοναδική κυρία Νίτζο της Αλεξάνδρας Αϊδίνη με τις εμμονές της και το πείσμα της; Ή την λεπτεπίλεπτα ειρωνική και ορθολογική Πάπισσα Ιωάννα της Βίκυς Βολιώτη; Ή την εύπιστη και υπάκουη Γκριζέλντα της Ευδοκίας Ρουμελιώτη; Θα σταθώ όμως ιδιαιτέρως στη Μαρία Καβογιάννη (ιδίως στην τρίτη πράξη, που ήταν σαν να βγήκε από ταινία του Κεν Λόουτς), στην Αλεξία Καλτσίκη και για τη απαστράπτουσα γκλίτερ εμφάνισή της και για τη γήινη, αμήχανη, ενοχική, ανθρώπινη δηλαδή μεταμόρφωσή της στην τελευταία πράξη, και στη νεότατη Αλκηστη Πολυχρόνη για την Αντζι της. 

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, σε μεγάλα κέφια, δεν μας χαρίζει μόνο μια καλοσχεδιασμένη παράσταση. Αναδεικνύει το έργο της Τσέρτσιλ με τον ίδιο υπαινικτικό τρόπου που κι εκείνο είναι γραμμένο. Χωρίς να κρύβει αλλά και χωρίς να βροντοφωνάζει τις πολλαπλές πτυχές του. Τα Top Girls είναι ένα top πολιτικό έργο, γραμμένο από γυναικείο χέρι.  

Info
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ, Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης, Βοηθός σκηνογράφου: Έλλη Παπαδάκη, Βοηθός ενδυματολόγου: Σοφία Βάσο. Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Μια παραγωγή της Stefi Productions – Γιάννης Μ. Κώστας σε συμπαραγωγή με το θέατρο ΠΟΡΤΑ
Παίζουν: Μαρία Καβογιάννη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βίκυ Βολιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ειρήνη Μακρή, Άλκηστις Πολυχρόνη.
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59 Αθήνα, Τηλ. 210 77 11 333
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Τετάρτη 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 19.00