Το διήγημα είναι σήμερα από τα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά είδη – σε παγκόσμια κλίμακα. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουμε την τύχη να διαβάζουμε ικανά, μικρά κείμενα. Το πρόσφατο «Τις Κυριακές που πετούν τα αεροπλάνα» του Γιώργου Πετράκη ανήκει με άνεση σε αυτήν την κατηγορία. Πρόκειται για τρεις αυτοτελείς ιστορίες που διαδραματίζονται στην Κρήτη του σήμερα, αλλά και ταυτόχρονα στην τσαρική Ρωσία. Ο συγγραφέας δημιουργεί μία ιδιότυπη πινακοθήκη από ανθρώπους περιθωριοποιημένους, στους οποίους δίνει φωνή, σε ένα μοτίβο μιας καθημερινότητας που κινείται μεταξύ συνήθειας και ρουτίνας, απογοήτευσης και αυτολύπησης.
«Ήρωες του σήμερα –λέει ο συγγραφέας για τους χαρακτήρες του– με ακρωτηριασμένο σώμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και με σεξουαλικότητα που δεν βρίσκει διέξοδο, συνομιλούν με πρόσωπα της τσαρικής Ρωσίας –με τον Τσάρο, τους στρατηγούς του, με μοιραίες γυναίκες– και αναζητούν την απελευθέρωσή τους, που δεν είναι άλλη από τη συμφιλίωση με το πληγωμένο τους σώμα».
Σε κάθε περίπτωση, το διαφορετικό στον Γιώργο Πετράκη είναι οι καταστάσεις που διαμορφώνει γύρω από τους χαρακτήρες του και πώς αυτοί τίθενται και λειτουργούν μέσα σε αυτές, πώς αντιδρούν και πώς αλληλεπιδρούν. Ενώ οι ιστορίες του μοιάζουν ρεαλιστικές ξαφνικά υπεισέρχεται σε αυτές το αλλόκοτο ή το φανταστικό. Από τη μία συλλογή στην άλλη ο βηματισμός του Γιώργου Πετράκη γίνεται όλο και πιο σταθερός, χωρίς να μειώνεται στο ελάχιστο το ύφος του το οποίο διακρίνει η πρωτότυπη, ολοζώντανη, αφηγηματική του ικανότητα. Και, πράγματι, η γλώσσα και η αφήγηση είναι τα μεγάλα όπλα του: Γλώσσα αφοπλιστικά απλή, χωρίς ακισμούς, απέριττη. Αφήγηση πρωτοπρόσωπη, σκληρή μερικές φορές, γοητευτική και ιδιαίτερα ρεαλιστική.
Τρεις ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους που η ζωή έβαλε στο περιθώριο, με τον πιο άσχημο τρόπο. Αυτό είναι ένα ακόμη κοινό τους στοιχείο, έπαιξαν και έχασαν. Νικήθηκαν. Ο Γιώργος Πετράκης μας φέρνει κοντά στη Λιούρτα, τον Μάρκου, την Άρτεμη, τη Σόφι και τη Βέρα και τους παρακολουθούμε στην περιπετειώδη προσπάθειά τους να παλέψουν με τους δαίμονές τους – την μοναξιά, τον φόβο, την μνήμη. Και δημιουργεί γύρω τους έναν κόσμο ρεαλιστικό που αφήνει όμως χώρο και στο υπερρεαλιστικό στοιχείο.
Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ανέκαθεν με γοήτευαν οι ζωές των ανθρώπων που ζουν για το όλα ή τίποτα, που τη μια στιγμή είναι ελεύθεροι αλλά δεν διστάζουν την επόμενη στιγμή να μπουν φυλακή ή ακόμα και να χάσουν τη ζωή τους. Με γοητεύουν οι άνθρωποι του περιθωρίου γιατί η ζωή αυτών είναι ένα απόσταγμα των ζωών πολλών ανθρώπων μαζί. Ο κίνδυνος, το διαρκές ρίσκο για τη φυλακή ή τον θάνατο, η κοινωνική απομόνωση, η ανάγκη για επιβίωση που γρήγορα γίνεται μεγαλομανία, ο νομός του ισχυρού, ο έρωτας που μπορεί να γίνει προδοσία – όλα αυτά υπάρχουν στην καθημερινότητα, όμως σε συγκεκριμένους ανθρώπους οι καταστάσεις αυτές βιώνονται με περισσότερη ένταση».
Κάθε διήγημα είναι και μια διαφορετική φωνή, σε πρώτο πρόσωπο, με αφοπλιστική αμεσότητα. Η προσωπική ιστορία του καθενός, αν και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, μοιάζει ανησυχητικά οικεία: Δεν είναι αυτό που ξέρουμε, είναι αυτό που νιώθουμε, εκείνο που και εμείς έχουμε αισθανθεί σε καταστάσεις που μοιάζουν να ισορροπούν απρόσμενα, οριακά, ανάμεσα σε μία παράξενη πραγματικότητα και μια ζοφερή φαντασία…