Η εικόνα που αντιμετωπίζει κανείς στην Αποθήκη Γ, την επί σειρά ετών καρδιά του φεστιβάλ, είναι φέτος, τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Όποιος έχει κλείσει μερικά χρόνια παρακολουθώντας το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τη Γ τη θυμάται συνεχώς τιγκαρισμένη, να μην μπορείς να βρεις τραπέζι ν’ ακουμπήσεις, κι όταν έβρισκες, να μην αντέχει το κεφάλι σου, το τόσο βούισμα του χώρου.
Φέτος, αν εξαιρέσεις όσους από τους δημοσιογράφους κατεβαίνουν ως εδώ κάτω για να χρησιμοποιήσουν τους υπολογιστές του press room, και βέβαια τους εργαζόμενους κι εθελοντές του φεστιβάλ, άνθρωπο άλλο, μόνο με το κυάλι αν τον βρεις. Αντίθετα, το κέντρο βάρους της ζωντάνιας, έχει ανέβει προς την Αριστοτέλους, στους χώρους της Αγοράς. Άλλο αν εκεί δεν μιλάνε ελληνικά.
Στα περασμένα μεγαλεία της, η Αποθήκη Γ ήταν το άντρο των Ελλήνων κινηματογραφιστών: σκηνοθέτες, τεχνικοί, ηθοποιοί, παραγωγοί, παρατρεχάμενοι, όλοι περνούσαν από εδώ. Έβλεπες κόσμο να δίνει συνεντεύξεις, κόσμο να κλείνει ραντεβού, κόσμο να αράζει, να χαζεύει να μιλάει. Κάπως έτσι, βέβαια, η Γ γινόταν και μαγνήτης για το κοινό, που ερχόταν να κάνει χάζι μέχρι να αρχίσει η προβολή του.
Η κατάργηση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας, και μαζί τους κι η υποχρέωση των ελληνικών ταινιών να κάνουν προβολή στο Φεστιβάλ, για να μπορούν να είναι υποψήφιες, ήταν το πρώτο μεγάλο πλήγμα στην ικανότητα του Φεστιβάλ να μαζεύει στη Θεσσαλονίκη το σύνολο της ελληνικής παραγωγής. Από την πρώτη κιόλας χρονιά, αρχίσει να αιμορραγεί ταινίες προς το πιο φιλικό προς το χρήστη φεστιβάλ της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας.
Στην συνέχεια, προσπαθώντας προφανώς να διασφαλίσει την κυριαρχία του στην ελληνική σκηνή, ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Δημήτρης Εϊπίδης, μαζί με τις υπόλοιπες αλλαγές που έκανε στη δομή του φεστιβάλ όταν ανέλαβε τα ηνία του το 2010, όρισε ότι το Φεστιβάλ δεν θα κάνει δεκτές, ελληνικές ταινίες που έχουν ήδη προβληθεί στην Ελλάδα. Κάτι που δεν ίσχυε ούτε στην περίοδο των Κρατικών, και ήταν, βέβαια, ευθεία απόπειρα να πλήξει το γόητρο των Νυχτών Πρεμιέρας.
Θα περίμενε κανείς, ανάμεσα σ’ ένα φεστιβάλ εντελώς προσανατολισμένο στο κοινό του, κι ένα που έχει κάνει βαριά επένδυση στο να μπορεί να υποστηρίξει δημοσιογραφική κάλυψη από ντόπιο και διεθνή Τύπο, ένας φυσιολογικός άνθρωπος, που θα θέλει να προβάλει τη δουλειά του σε όσο το δυνατόν ευρύτερη μερίδα κόσμου, να διαλέξει το δεύτερο. Κι όμως, με μόνο 8(!) ελληνικές ταινίες να έχει να αντιτάξει στις 15 που πρόβαλαν οι Νύχτες Πρεμιέρας, η Θεσσαλονίκη φαίνεται να έχασε. Και βέβαια, η βαβούρα στην Αποθήκη Γ, είναι το λιγότερο που έχασε.
Η Αγορά, που λέγαμε παραπάνω, μαζεύει στις εκδηλώσεις της παραγωγούς, διανομείς, ατζέντηδες και φεστιβαλικούς προγραμματιστές απ’ όλον τον κόσμο. Διακόσιοι τριανταδύο επαγγελματίες του σινεμά, έχουν έρθει στη Θεσσαλονίκη φέτος, αποκλειστικά για την Aγορά. Χώρια οι δημοσιογράφοι. Δυόμιση εκατοντάδες άνθρωποι, έχουν έρθει στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ της χώρας, για να κάνουν ψώνια ρε παιδί μου. Κι εμείς έχουμε να τούς δείξουμε στην αίθουσα, μόνο οκτώ ταινίες;
Έρχεται μετά το φεστιβάλ, και σού λέει, έχω άλλους 22 τίτλους στο video room. Μπορείς να πας σ’ ένα γκισέ, δηλαδή, να βάλεις ακουστικά και να δεις την ταινία σε μια οθόνη 22 ιντσών. Το πόσο μπορεί αυτό να προωθεί την ελληνική ταινία, είναι κάτι που μπορεί να μείνει ασχολίαστο, ειδικά αν σου το πει ένας οργανισμός που έχει ως στόχο την ανάπτυξη της σχέσης του κοινού με την αίθουσα, κι όχι με το DVD.
Αν βάλεις τις θεωρίες συνωμοσίας στην άκρη, που ξεκινούν από το ότι ο Εϊπίδης αναγουλιάζει με το ελληνικό σινεμά στην απλότερή τους εκδοχή, και φτάνουν ως την θεαματική του ότι θέλει να χτίσει δικό του στρατό επίλεκτων Ελλήνων κινηματογραφιστών, να τον περιφέρει σε όλα τα φεστιβάλ στα οποία δραστηριοποιείται (Μοντρεάλ, Τορόντο, Ρέικγιαβικ κλπ), πριν τα περάσει κι από τη Θεσσαλονίκη, το αποτέλεσμα είναι ένα: τώρα που ο φεστιβαλικός κόσμος, ψάχνει ελληνικές ταινίες, οι ελληνικές ταινίες κρύβονται.