«Καλό το πρώτο βιβλίο σου, αλλά πρόσεχε το δεύτερο γιατί είναι παγίδα». Αυτή ήταν η πιο πολύτιμη συμβουλή που έδωσαν σε έναν νεαρό ποιητή όταν μετά τις σκληρές εικόνες της πρώτης του συλλογής «Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ» και το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα προσπάθησε να μην ακολουθήσει την ίδια φόρμα, δημιουργώντας την σύνθεση της «Άλμπα» που κυλά σαν ένα ημερολόγιο για μια πόλη και μια γυναίκα που ταυτίζονται. Αν αντιλαμβάνεσαι την ομοιοκαταληξία και την ονειρική εικονοποιία ως ποίηση, τότε ο Θωμάς Τσαλαπάτης είναι αντιποιητικός. Aν θεωρείς πως οι ποιητές είναι αμετανόητοι αιθεροβάμονες μάλλον δεν έχεις πέσει πάνω στην αρθρογραφία ή στην ραδιοφωνική του εκπομπή Στο Κόκκινο 105,5.
Κατόπιν της συμπερίληψής του στην συλλογή Austerity Measures της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Columbia, Karen Van Dyck, στο αφιέρωμα του Guardian που ακολούθησε σχετικά με τη νεόκοπη ποιητική τέχνη που «ανθίζει στους δρόμους, στα μπαρ και τα καφέ της Ελλάδας» κατά την βρετανική εφημερίδα, λίγους μήνες πριν τη μετάφραση του δεύτερου βιβλίου του στα Γαλλικά και την συνεργασία του επί σκηνής με τους Θεόδωρο Τερζόπουλο και Κωνσταντίνο Χατζή, ο πολυπράγμων γραφιάς εξηγεί στην Popaganda γιατί η ποιητική τέχνη είναι παρεξηγημένη και κατατρεγμένη από κλισέ σε μια χώρα που έχει παράγει άπειρη από αυτήν.
Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με μια μεγάλη ποιητική βιβλιοθήκη, ο πατέρας μου υπήρξε φανατικός του βιβλίου και τώρα καταλαβαίνω πως η αγάπη για κάτι μεταδίδεται πιο εύκολα από τη διδαχή. Διάβαζα και έγραφα από πολύ μικρός και είχα την τύχη να μη δημοσιεύσω σε νεαρή ηλικία ώστε να μην έχω συνείδηση των γραπτών μου, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις.
Το πρώτο μου βιβλίο προέκυψε το 2011, όταν είχα ήδη αρχίσει να αρθρογραφώ, να γράφω κάποια θεατρικά κείμενα, είχα ασχοληθεί και με το stand-up αλλά η ποίηση ήταν πάντα αυτό που επιζητούσα. Αφορμή για να βγει προς τα έξω αυτή μου η επιθυμία στάθηκε ο έρωτας μιας παρέας, αυτός που υπάρχει όταν συναντιέσαι με τους φίλους σου τα Σάββατα και ανάμεσα σε μπύρες και κουβέντες για μπάλα, σχέσεις και πολιτική μπορείς να συζητήσεις για ποίηση με τους ίδιους όρους. Έτσι, παρέμεινε στα μάτια μου ως κάτι πολύ ζωντανό και οικείο αφού πάντα είχα μια απέχθεια για την φιλολογική, ποζάτη, ταριχευμένη προσέγγιση της ποιητικής τέχνης.
Οι ποιητές του ‘30 είναι μάλλον οι μόνοι που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «γενιά», αφού δομήθηκαν πάνω σε μια «προγραμματική» θέαση της ιστορίας, της ποίησης, της Ελλάδας και υπήρξαν αυτοί που δημιούργησαν μια νέα εθνική αφήγηση, μια θέαση του παρελθόντος με νέους όρους. Παρότι λοιπόν τα επόμενα χρόνια υπήρξαν πολύ σημαντικοί ποιητές -ίσως σημαντικότεροι από τους προκατόχους τους- η γενιά του ‘30 κατασκεύασε αυτό που παραμένει μέχρι σήμερα σαν η κυρίαρχη αφήγηση μιας πιο εκλεπτυσμένης αστικής τάξης. Από την αποδοχή που έχουν όταν τους τσιτάρεις στο facebook, την χρήση τους στις πανελλήνιες, την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 μέχρι και τις δηλώσεις Ξυδάκη από το υπουργείο Πολιτισμού η αισθητική τους επικρατεί, ενδεχομένως γιατί δεν έχει συγκροτηθεί μέχρι σήμερα μια αφήγηση που να τους ξεπερνά, άλλωστε τα Νόμπελ παίζουν έναν ρόλο στο διηνεκές με στρεβλό τρόπο. Υπήρξαν όμως και ποιητές της περιόδου που θεωρήθηκαν ελάσσονες ενώ ήταν μείζονες, όπως ο Τάκης Παπατσώνης με την ιδιότυπη γλώσσα και τον Καθολικό μυστικισμό του, ο Ζήσης Οικονόμου που ως φουτουριστής (στις πρώτες του συλλογές) έκανε μια παλαβή και τρομερά ενδιαφέρουσα ποίηση. Στην πραγματικότητα λειτουργούν σαν μια συγκροτημένη κατασκευή, σαν ταυτότητα που επιμένουμε να αναπαράγουμε από την οποία δε φαίνεται πως θα ξεφύγουμε εύκολα χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να γράψουμε διαφορετικά.
Βρίσκω προβληματικό τον χαρακτηρισμό «γενιά της κρίσης», αφενός γιατί αποτελεί μια κωδικοποίηση χαοτική, αφετέρου γιατί η λέξη «κρίση» αδυνατεί να περιγράψει τι ακριβώς συμβαίνει σε μια «γενιά» που είναι επίσης αόριστη ως έννοια, ωστόσο αναγνωρίζω πολλές καλές φωνές σε όλους αυτούς που συμπεριλαμβάνει. Ως «γενιά» λοιπόν μας έχουν καταλογίσει κατά περιόδους διάφορα. Ήμασταν αυτοί που ταυτιστήκαμε με το playstation και το αραλίκι και ξαφνικά φέραμε μια αναταραχή τον Δεκέμβρη του 2008, τώρα όμως είμαστε η γενιά της κρίσης.
Νιώθω πως η ποίηση ταιριάζει στην εποχή μας λόγω της σύντομης της φόρμας, εξαιτίας του ότι για πρώτη φορά ξεφεύγουμε από το μια κλειστή κατάσταση του ιδιωτικού βιώματος και οράματος, της προσωπικής γραφής, ανοιγόμαστε σε κάτι κοινωνικό με την έννοια των ευρύτερων θεματικών. Στους παλαιότερους της τέχνης μπορούσες να εντοπίσεις τις επιρροές και την καταγωγή του έργου τους. Εμείς έχουμε μια ευκαιρία που δε γνώρισαν εκείνοι, έχουμε πρόσβαση στο έργο τόσο ξένων ποιητών όσο και στην μεγάλη ελληνική ποιητική παράδοση, με αποτέλεσμα να καταφέρνουμε να συνομιλούμε με έναν ποιητή του παρελθόντος, μετά με κάποιον άλλον, έπειτα και με τους δύο ταυτόχρονα στο ίδιο ποίημα, στην ίδια σύνθεση, στο ίδιο βιβλίο.
«Αν για κάποιον ποίηση είναι μέχρι σήμερα ο Καβάφης ή ο Καρυωτάκης και τίποτα άλλο, αν αυτοί είναι ο απόλυτος και απαράβατος κανόνας, τότε δεν αντιλαμβανόμαστε πως ένας από τους λόγους που υπήρξαν σημαντικοί είναι γιατί διέλυσαν ότι υπήρχε σαν κανόνας πριν από αυτούς»
Δεν πιστεύω στη στράτευση της τέχνης, πιστεύω πως η τέχνη είναι πολιτική στο σύνολό της και το φορτίο που φέρει το κάθε έργο της εξαρτάται από άλλους παράγοντες. Γιατί όταν ζεις σε μια εποχή, η πραγματικότητα γύρω σου υπάρχει στα γραπτά σου, είτε κατευθύνεις κάποιον από την πρώτη ανάγνωση προς τα εκεί είτε μέσω της επιθυμίας σου να απουσιάζει. Η ποίηση αποτελεί προνομιακό συνομιλητή στη εποχή της κρίσης, υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στην ιστορική συμπύκνωση που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια και στη συμπύκνωση που φέρει η ποίηση στις καλές τις στιγμές σα φορτίο. Δυστυχώς όμως η σχέση μας με την τέχνη αυτή είναι πληγωμένη ήδη από το σχολείο, από τις στιγμές που χρησιμοποιήθηκε στον δημόσιο λόγο ή στα φύλλα ημερολογίων, υπάρχει στην καθημερινότητα με έναν τρόπο πολύ αποστασιοποιημένο και μουσειακό. Πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου, να διαβάσεις κάτι που θα σε ταρακουνήσει προκειμένου να αναρωτηθείς πως δημιουργήθηκε. Ευτυχώς, στην Ελλάδα έχει γραφτεί και γράφεται ποίηση, υπάρχει μπόλικη από αυτήν αν θες να ασχοληθείς μαζί της.
Δε μπορώ να πω σε κάποιον που πρωτογνωρίζω «Γεια σου, είμαι ο Θωμάς, είμαι ποιητής», όχι γιατί δεν το νιώθω ή γιατί δεν το θεωρώ σημαντικό, αλλά γιατί η φιγούρα του ποιητή ακολουθείται ακόμη από στερεότυπα. Τα κλισέ υπαγορεύουν πως η ποίηση δεν έχει χιούμορ, είναι κάτι που αφορά λίγους, ανήκει σε μια διαδικασία απόλυτης σοβαροφάνειας και μυστικότητας, το κλίμα γύρω από τη δημιουργία της είναι ομιχλώδες, οι ποιητές είναι καταραμένοι και αλκοολικοί. Ευτυχώς στην πράξη δεν υπάρχει κάποιος κανόνας για το τι να φας, να πιεις, πως να ζήσεις για να παράγεις ποίηση, σημασία έχει να γράφεις ποιήματα και να μπορείς να τα διαβάζεις σε ένα φίλο σου όπως ένα άρθρο, χωρίς δηλαδή να πρέπει να το απαγγείλεις με στόμφο. Υπάρχει μια ωραία ιστορία κατά την οποία ένας νέος ποιητής στέλνει γράμματα στον T.S. Eliot εκφράζοντας του το πόσο επιτακτικό ήταν να γίνει ποιητής. Η απάντηση που έλαβε και την έχω ως κανόνα ήταν: «Καταλαβαίνω πως θες να γράφεις ποιήματα, αλλά ποιητής γιατί θες να γίνεις, τι σημαίνει αυτό;».
Στο stand-up έβλεπα την κρίση των άλλων άμεσα, ένα αστείο θα φέρει μαζί του ένα γέλιο ή την απουσία του. Τα άρθρα πάλι συνοδεύονται από την περιοδικότητα των περιοδικών και από το εφήμερο των εφημερίδων, οπότε είχα και μια ανάλογη συνομιλία με το κοινό. Όταν βγαίνει όμως ένα βιβλίο το κρατάς στα χέρια σου συγκινημένος, το χαρίζεις στους φίλους σου και στους γονείς σου που μοιράζονται τη χαρά σου, όμως όταν τελειώσει αυτή η διαδικασία δεν ξέρεις πως να διαχειριστείς την κατάσταση. Από τη στιγμή λοιπόν που ένα βιβλίο διαδίδεται πιο αργά και σε άλλη έκταση, μου φαίνεται πλέον λογικό να τσαντίζεται και να σχολιάζει κάποιος συχνότερα ένα άρθρο μου. Aν επέλεγα όμως ποτέ από όλα αυτά που γράφω να μείνει κάτι αυτό θα ήταν τα βιβλία μου και ας μην μείνει στη μνήμη ούτε ένα άρθρο. H ποίηση έχει άλλο πόνο.
Στην ποίηση είναι συχνό φαινόμενο το να αντιλαμβάνονται το έργο σου πολύ διαφορετικά από τον τρόπο που το έχεις γράψει, είναι όμορφο όμως όταν συνειδητοποιείς πως χρησιμοποιείς λέξεις και μια εικονοποιία που να φαίνονται στα μάτια των άλλων ως σύμβολα ώστε να προσπαθούν να τα αποκωδικοποιήσουν. Ξαφνικά κάποιος δημιουργεί κάτι νέο πάνω σε αυτό που εσύ έχεις ήδη φτιάξει και για μένα αυτό είναι θεμιτό, το να βρίσκει με τον έναν η τον άλλον τρόπο δηλαδή ο αναγνώστης τον εαυτό του μέσα στις λέξεις, νομίζω πως είναι η απόλυτη επιτυχία ενός ποιήματος. Βέβαια, με την «Άλμπα» έχω πάθει το ακριβώς αντίθετο, περιμένουν από μένα να τους εξηγήσω γιατί τελειώνει έτσι, τι θέλει να πει το τελευταίο τετράστιχο, όμως δεν απαντάω ποτέ, ειλικρινά, δεν ξέρω αν έχω την απάντηση.
Δεν ξέρω αν υπάρχει το κοινό, αλλά σίγουρα δε θέλω να απευθύνομαι αποκλειστικά σε μια κοινότητα που διαβάζει ποίηση, ίσως και γι’ αυτό το πρώτο μου βιβλίο ήταν αντιποιητικό ως πεζό, επιθετικό, με επαναλήψεις, με μια δόση καφρίλας και συνειδητής κοινοτυπίας, γεγονός που κάποιους τους ξένισε. Όχι πως υπάρχουν κανόνες που στέκουν και ισχύουν στην τέχνη αυτή, αλλά αν για κάποιον ποίηση είναι μέχρι σήμερα ο Καβάφης ή ο Καρυωτάκης και τίποτα άλλο, αν αυτοί είναι ο απόλυτος και απαράβατος κανόνας, τότε δεν αντιλαμβανόμαστε πως ένας από τους λόγους που υπήρξαν σημαντικοί είναι γιατί διέλυσαν ότι υπήρχε σαν κανόνας πριν από αυτούς.
Το θετικό μέχρι στιγμής είναι πως άκουσα από παιδιά που δε διάβαζαν και δε διαβάζουν ακόμη ποίηση πως τους άρεσε το βιβλίο. Ένα από τα στοιχήματα λοιπόν είναι αυτή η κοινότητα να ανοίξει, να προκύψει ένας διάλογος δίχως διαχωριστικές γραμμές γύρω από την τέχνη που έχει αποδώσει σημαντικό έργο στη χώρα και μπορεί να γίνει κτήμα για περισσότερους. Κατά τον Burroughs «η γλώσσα είναι ένα ιός από το διάστημα» και το πιστεύω, είναι το μέσο που έχουμε για να αποκωδικοποιούμε τα πράγματα, είναι όμως περιορισμένη ώστε να εξηγήσει τα πάντα. Ακριβώς λοιπόν επειδή η ποίηση προϋποθέτει την υπέρβαση της γλώσσας και παράλληλα τη χρησιμοποιεί μπορεί να μιλάει για πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δεν είναι εύκολο να ειπωθούν. Η ποίηση είναι από μόνη της μια γλώσσα απελευθερωτική μέσα στον περιορισμό της γλώσσας που χρησιμοποιούμε.
Πέρα από το προσωπικό γούστο δεν έχω απαιτήσεις στο πως δημιουργεί ο άλλος, από την Αριστερά όμως θα ήθελα να αποκαθηλώσει τους μεγάλους λογοτέχνες και ποιητές του παρελθόντος για να έρθει επί της ουσίας κοντά τους. Σκέφτομαι τις εκδηλώσεις στα πανεπιστήμια, τις φοιτητικές κουβέντες, τα αφιερώματα. Δεν είναι καλό η μόνιμη αναφορά να είναι ο Brecht και ο Hikmet, ο Mayakovsky και ο Λειβαδίτης όσο μεγάλη και αν είναι η παρακαταθήκη τους, όπως ο Marx δε μπορεί να παραμένει το μόνο εργαλείο για να κατανοήσεις σε απόλυτο βαθμό τη σημερινή οικονομία. Οι μεγάλοι του παρελθόντος πρέπει να είναι η αφορμή για σκέψη και όχι τα απόλυτα πρότυπα για να ξεκλειδώσεις τα πάντα. Όπως ο Ρίτσος μου φαίνεται πιο σημαντικός στην «Τέταρτη Διάσταση» παρά στη «Pωμιοσύνη», έτσι νομίζω πως πέρα από ιδεολογικές πεποιθήσεις πρέπει να αποδεχθούμε πως υπάρχουν και συντηρητικές γραφές οι οποίες είναι εξίσου σημαντικές.
Το βραβείο είναι μια επιβράβευση αλλά και ένας τρόπος να ψωνιστείς -πόσο μάλλον αν είναι του πρωτοεμφανιζόμενου- και ελπίζω να μη μου συνέβη αυτό. Μοιάζει υγιές το να χαρείς με αυτό αλλά είναι εξίσου υγιές να το αφήσεις πίσω σου για να μπορέσεις να προχωρήσεις. Ο τίτλος «βραβευμένος ποιητής» μπορεί να ακούγεται κολακευτικός, αλλά σε τι βοηθάει τελικά, στις πωλήσεις που έτσι και αλλιώς είναι χαμηλές; Ένα παράδοξο καλό που είχε ανέκαθεν η ποίηση σε σύγκριση με την πεζογραφία είναι το ότι δεν είχε ποτέ λεφτά, δεν έχεις τόσα να χωρίσεις με τους γύρω σου ούτε κάποιου είδους «πίτα», οι δημόσιες σχέσεις είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες, άρα στην πραγματικότητα έχεις μια ελευθερία να κινηθείς ανεμπόδιστος.
Δεν είναι ο αυθορμητισμός αυτός που φέρνει την πραγματική έμπνευση, αλλά η μικροδουλειά. Έχει τύχει πολλά από τα τώρα αγαπημένα μου ποιήματα τότε να τα έβρισκα χάλια, στην αρχή τους. Mε δουλειά πάνω τους διαπίστωσα πως μπορεί να βγει κάτι από αυτά. Μπορεί να παίζει ρόλο η δομή, το να έχεις μια αντίληψη για τη σημασία του τίτλου και του τελευταίου στίχου, σημαντικό είναι όμως να έχεις το σθένος να σκοτώνεις κομμάτια που αγαπάς, ειδικά αν γράφεις ποιητική σύνθεση. Να έχεις τη δύναμη να πετάξεις κάτι που θεωρείς καλό επειδή «έτσι πρέπει» ώστε να είναι «όσο πιο λίγο γίνεται». Στην ποίηση είναι το λίγο αυτό που σε οδηγεί στο πολύ, το να κόβεις, να χάνεις, αυτό που στην πραγματικότητα σε κάνει να κερδίζεις. Είναι μια παράδοξη γλωσσική δίαιτα για την οποία οφείλεις να προετοιμάσεις το λογοτεχνικό σου στομάχι.