Το ντοκιμαντέρ με τίτλο 2013: Θερινά Σινεμά στην Αθήνα, της Μαγδαληνής Ρεμούνδου αναρωτιέται για το κατά πόσο συνεχίζουν τα θερινά σινεμά της Αθήνας να αποτελούν όαση για απόδραση από την μουντή, απάνθρωπη καθημερινότητα ή αν τελικά πλήττονται κι αυτά από την ύφεση. Ο φακός συλλαμβάνει την εγκατάλειψη, την ερήμωση και την παρακμή του κέντρου της πόλης και των γειτονιών της. Οι θερινοί κινηματογράφοι της Αθήνας αντιστέκονται, ανθούν ως αξιοθέατα και πόλος έλξης για τους τουρίστες, επανέρχονται στην αρχική τους πλανόδια δράση γεμίζοντας αυλές, πάρκα, πλατείες, και γίνονται ο συνεκτικός ιστός μιας πανικόβλητης κοινωνίας σε κρίση. Άντε να ανοίξει ο καιρός να μυρίσουμε γιασεμί βλέποντας Χίτσκοκ σε επανέκδοση… Το ντοκιμαντέρ θα συμμετάσχει στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (14-23 Μαρτίου 2014), στο Ελληνικό Πανόραμα.
Πήγαμε στο φεστιβάλ Fresh Music του Six d.o.g.s., το ζήσαμε και από την καλή και από την ανάποδη, κι από μέσα και απ έξω. Τα πρώτα 25 λεπτά για την ακρίβεια βρισκόμασταν επί της Σοφοκλέους έξω από το Πίνδαρος και ακούγαμε ένα ηχητικό συνονθύλευμα που θύμιζε πειραματικό κομμάτι με τα όλα του. Κι έτσι πέρασε η ώρα της αναμονής σχετικά ευχάριστα. Μετά εισχωρήσαμε στα ενδότερα. Σ’ αυτό το σημείο να πούμε ότι εξ αρχής μας είχε φανεί ελκυστική η ιδέα ενός χώρου που θα συγκέντρωνε όση ζωή είχε στερηθεί τα χρόνια της εγκατάλειψης του, παρ’ όλα αυτά τέτοιο αποτέλεσμα δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Τα αυτιά και τα μάτια μας συνάντησαν κάτι μοναδικό. Μπαινοβγαίναμε από δωμάτιο σε δωμάτιο για να τα προλάβουμε όλα και νιώθαμε κάπως σα να αλλάζαμε σύμπαν, το οποίο μας απορροφούσε από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα. Τα γυρίσαμε και τα 17 δωμάτια, μάθαμε νέες μπάντες και τις εκτιμήσαμε, ακούσαμε ηλεκτρονικούς, νταρκ, φολκ, θρας ήχους κι άλλους που αδυνατούμε να χαρακτηρίσουμε μονολεκτικά, ακούσαμε απαγγελίες μετά μουσικής, ανιχνεύσαμε χαρά, πάθος, συγκέντρωση και ηλεκτρισμό και ευχηθήκαμε αυτό το ιβέντ να γίνει συνήθεια.
Ημέρα Τετάρτη, και παρότι «δε βγαίνει» να βγαίνουμε μεσοβδόμαδα, μιας και ο ένας κόμπος τυραννούσε το λαιμό μας είπαμε να ψάξουμε γιατρειά. Φτάσαμε λοιπόν στην ξεχασμένη άκρη της Αθήνας, στη γειτονιά του Φωκίωνος Νέγρη, και καταδυθήκαμε σε ένα υπόγειο. Εκεί και όπου καλλιτέχνες -από όλο το φάσμα των τεχνών και σε γενική επιμέλεια του Κωνσταντίνου Κωστούρου– έστησαν έναν φιλόξενο τόπο ονόματι Πώς είναι να γυρνάς: ένα έργο ζωγραφικής, λόγου, ήχου, και περφόρμανς μικρής διάρκειας ζωής που όμως η εύθραυστη έντασή του σε οδηγούσε πίσω σε αναμνήσεις αποσπασματικές, σε στιγμές ζεστές όπως το αίμα της ζωής. Το ερμηνευμένο αφήγημα Παλάμη του Δημήτρη Τανούδη, του νέου αυτού δεξιοτέχνη της γραφής, έδωσε ρυθμό στην εγκατάσταση, υφαίνοντας μικρούς προσωπικούς κόσμους, απτούς και άπιαστους μαζί, ίσως ξεχασμένους, αλλά τελικά απόλυτα ανθρώπινους και οικουμενικούς. Εκεί, στα μικρά υπόγεια «εργαστήρια» της Αθήνας τα όμοια με ορυχεία, φτιάχνεται μια τέχνη του σήμερα και εξορύσσεται η δημιουργία μακριά από τις lifestyle φανφάρες.
Ξεσκονίζοντας τη λίστα μας με τις feelgood ταινίες, πέσαμε πάνω στο οικείο όνομα της Zoe Kazan και βάλαμε να δούμε το Ruby Sparks. Αυτό που μας τράβηξε την προσοχή είναι ότι η πρωταγωνίστρια, εκτός από σεναριογράφος της ταινίας, τυγχάνει να είναι και εγγονή του Elia Kazan. Δύο τα κρατούμενα, λοιπόν, και πατήσαμε play περνώντας μιάμιση ευχάριστη ωρίτσα, ό,τι πρέπει για να σβήσουμε μια πολύβουη μέρα. Η ιστορία γνωστή, αγόρι πετυχημένο μα ιδιαίτερα μοναχικό δίνει ζωή στο τέλειο κορίτσι. Δυστυχώς, όμως, η αγάπη δεν είναι εύκολη υπόθεση -ούτε δεδομένη- και έτσι, ο σύγχρονος Geppetto πρέπει να αφήσει το δημιούργημά του ελεύθερο ώστε να δει αν είναι πραγματικά δικό του. Αναμενόμενη ρομαντική κομεντί, το συνηθισμένο παραμυθάκι boy-meets-girls και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς… καλά εμάς άσε μας προς το παρόν. Αρκετά ειλικρινής προσπάθεια, χωρίς καμία επίφαση αριστουργήματος, με την κλασική αισθητική των lo-fi ταινιών της εποχής μας: χαρισματικοί, μποέμ αλλά όχι και τέλειοι χαρακτήρες, εναλλαγή φαντασίας – ρεαλισμού, λεπτό χιούμορ, μοδάτα-βίντατζ ρούχα, ίντι μουσικές και χάπι έντινγκς. Στα plus ο ταλαντούχος κύριος Paul Dano που τελευταία βρίσκεται κάτω από όποια πέτρα και αν σηκώσουμε.
Βρήκαμε σε γνωστό παλαιοβιβλιοπωλείο το 1984 του George Orwell, στη συλλεκτική έκδοση της Penguin. Κι επειδή δεν είχαμε πάνω μας λεφτά να κάνουμε την επένδυση, πήγαμε σπίτι και πήραμε υπερβολική δόση από ό,τι σχετικό είχαμε. Διαβάσαμε μέρη του βιβλίου από την άχαρη έκδοση που έχουμε, είδαμε την ταινία του Michael Radford που βγήκε το 1984, ακούσαμε το 2+2=5 των Radiohead και το We are the Dead του David Bowie, μέχρι που ψάξαμε και την αφήγηση του βιβλίου από το ραδιόφωνο του BBC του 1953, χωρίς επιτυχία. Μετά από αυτήν την υπερκατανάλωση αποφασίσαμε να μην ξαναπιάσουμε το θέμα για μερικά χρόνια.
Για περισσότερες περιπέτειες των Βέλγων επισκεφτείτε την πιο Σουρεαλιστική Επιθεώρηση Πολιτισμού όλου του ίντερνετ.