Όση ώρα διήρκεσε η φωτογράφιση της και τα υγρά της μάτια «ρουφούσαν» το φακό, αν και η Θέμις Μπαζάκα συνεργαζόταν πρόθυμα με τον Ανδρέα Σιμόπουλο στο στούντιο της Popaganda, παρακολουθώντας τη μπορούσα να καταλάβω ότι ένιωθε κάπως άβολα, σαν να αντιμετώπιζε την όλη περίσταση ως αναγκαίο κακό, αν και με το τακτ που έχουν οι εκ φύσεως κομψοί εσωτερικά άνθρωποι. Καθώς λίγο αργότερα περπατούσαμε προς ένα καφέ της Κολοκοτρώνη για να μιλήσουμε, δεν είχα καμία αμφιβολία. Ήξερα με ποια ερώτηση θα ξεκινούσα τη συνέντευξη.
Πώς αισθάνεσαι με τις συνεντεύξεις και με τις φωτογραφίσεις; Πόσο εύκολο είναι να μιλήσεις για τον εαυτό σου σε κάποιον, ειδικά αν τον συναντάς για πρώτη φορά; Ελπίζω να μην ακουστεί κάπως αυτό αλλά για εμένα οι συνεντεύξεις είναι χάσιμο χρόνου. Εγώ αυτήν την ώρα θα διάβαζα. Είναι ένα δίωρο που με βγάζει εντελώς από μια κατάσταση στην οποία είμαι εγκατεστημένη, θέλω δε θέλω, εφόσον βρίσκομαι σε πρόβες για κάτι πολύ δύσκολο – και πάντα έτσι είμαι όταν βρίσκομαι σε πρόβες. Επιπλέον, οι συνεντεύξεις είναι πάντα ίδιες, δεν μου προκαλούν κανένα ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή. Πολύ πιθανόν να μην προκαλώ κι εγώ κανένα ενδιαφέρον στους δημοσιογράφους. Μερικές φορές όμως, αν πετύχει, σου δίνει την ευχαρίστηση να γνωρίσεις έναν άνθρωπο. Γιατί ουσιαστικά τι είναι η συνέντευξη; Είναι η γνωριμία δύο ανθρώπων, δεν είναι μια ανάκριση. Τότε δεν είναι χάσιμο χρόνου.
Κοιτάς σε παλιότερες συνεντεύξεις σου και βλέπεις ότι απαντούσες διαφορετικά, ίσως επηρεασμένη από τις δουλειές που έκανες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο; Εννοείται. Ακόμη και προχθές δεν ξέρω τι είδους συνέντευξη θα κάναμε γιατί συνέβαιναν πρακτικά πράγματα που με απασχολούσαν. Επίσης, αλλάζω, δεν είμαι η ίδια. Πράγματα που ίσως πίστευα με φανατισμό σε κάποια φάση της ζωής μου, δεν τα πιστεύω πια ή κάπως τα αμφισβητώ ή έχω διαμορφώσει μια διαφορετική αντίληψη απέναντι τους. Έτσι δεν πρέπει να είμαστε;
Προτιμάς την αμφισβήτηση που σε χαρακτηρίζει τώρα από τον φανατισμό που είχες παλιότερα; Βέβαια. Αυτό είναι το ωραιότερο πράγμα που συμβαίνει σε αυτή την ηλικία. Βρίσκεις ένα τρόπο να βλέπεις τα πράγματα χωρίς να είσαι μέσα σου τρεμάμενος, αλλά να μπορείς να είσαι αυτοσαρκαστικός και καυστικός ταυτοχρόνως, να μην ξεγελιέσαι εύκολα, να αμφισβητείς πάρα πολλά από όσα σου λένε, οπότε να μη μασάς. Αυτό είναι η ωρίμανση. Δεν έχω φανατισμό μέσα μου σε κανένα επίπεδο, ούτε για τη δουλειά μου, ούτε για τον έρωτα. Προσπαθώ να κυλώ γλυκά μέσα σε αυτή τη ζωή, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, γιατί βλέπεις τι γίνεται γύρω μας.
Αυτή η γλυκύτητα βοηθάει να λειτουργούν καλύτερα τα γρανάζια των σχέσεων; Όχι απαραίτητα. Βέβαια είμαι πιο προσιτή πια. Παλαιότερα ήμουν ένα κατσίκι, έτσι με έλεγαν. Ήμουν ένα ον που παλλόταν, είχα μια ενέργεια που δεν ήξερα τι να την κάνω, δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Αυτό μου έφερνε μια ευφορία σε όλα τα επίπεδα, που ήταν κουραστική για τους άλλους ανθρώπους αλλά και για μένα. Υπήρχαν βράδια που πάσχιζα να κοιμηθώ αλλά συγχρόνως ήθελα να σηκωθώ να πάω να πιω έναν καφέ και να συνεχίσω την ημέρα γιατί είχα τόσα πράγματα να κάνω. Έκανα 10.000 πράγματα συγχρόνως και πιστεύω ότι τα έκανα όλα καλά. Τα έκανα όλα, πήγαινα στο γύρισμα, πήγαινα την κόρη μου, που την μεγάλωσα μόνη μου, σε πάρτι, πήγαινα στις παραστάσεις μου. Τα πάντα.
Ένιωθες ποτέ την ανάγκη απλώς να κάτσεις και να κοιτάς τον τοίχο; Πολλές φορές μωρέ αλλά τελικά έπληττα. Τώρα βέβαια έχουν κατευνάσει τα πνεύματα. Δε θέλω να βγαίνω έξω αν και το κάνω, πηγαίνω όταν με καλούν, παρακολουθώ θέατρο αλλά εμένα πλέον η τάση μου είναι προς τα μέσα. Αυτό δε γίνεται επειδή είμαι κουρασμένη, αλλά είναι επιλογή μου. Δεν μου αρέσει το έξω πλέον.
Γιατί; Η πόλη δεν είναι ωραία πια. Είναι άσχημη, βρώμικη, επιθετική, βίαιη, ρατσιστική, συντηρητική. Γιατί να είμαι έξω; Γιατί να τους κάνω την χάρη; Μου αρέσουν τα underground πράγματα, εκεί πηγαίνω.
Σε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις που αποτελούν μια μορφή αντίστασης σε όλο αυτό που περιέγραψες πηγαίνεις; Ναι. Αλλά το χειρότερο είναι ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, έχουμε γίνει τρομερά συντηρητικοί. Σαν κοινωνία έχουμε κατεβάσει τα παντελόνια. Γι’ αυτό φεύγουν πολλοί νέοι άνθρωποι. Η κόρη μου έφυγε, βρίσκεται πλέον στο Βερολίνο. Πήγα στην Γαλλία δυο εβδομάδες με την περιοδεία του Εθνικού και άνοιξε το μάτι μου από τον κόσμο. Πώς περπατάνε, τι φοράνε, πώς συμπεριφέρονται, πόση ευγένεια υπάρχει σε κάθε έκφανση της ζωής τους από το πώς τρώνε μέχρι το πώς μιλούν. Εδώ είναι μπανανία, δεν είναι Ευρώπη. Επιτρέπεται να λέει ο υπουργός Δικαιοσύνης της χώρας ότι ο γάμος μεταξύ ομοφύλων είναι ενάντια στη φύση; Γι’ αυτό κι εγώ επιλέγω να ζω σε ένα φανταστικό κόσμο, ασχολούμαι όλη την ημέρα με την Αμάντα από τον Γυάλινο Κόσμο που είναι συντηρητική και πουριτανή φυσικά κι εγώ προσπαθώ να το βγάλω αυτό με έναν ενδιαφέροντα τρόπο, χαζεύω λίγο στο ίντερνετ, βλέπω πολλές ταινίες και σειρές στο σπίτι μου. Μου αρέσουν όλες οι ιστορίες με ντεντέκτιβ. Έχω δει τα The Killng, The Bridge, True Detective και άλλα παρόμοια ενώ βαριόμουν πάντα το Mad Men και το Dexter. Μου αρέσει να βλέπω τις φίλες μου, να κάνουμε καμιά πλάκα, να πιούμε καμιά μπίρα, αυτά. Απλά πράγματα. Πάντα έχω στο νου μου δυο πράγματα: Πότε θα κάνω το επόμενο ταξίδι και πώς θα επιβιώσω σε αυτήν την εποχή με τις τόσο δύσκολες συνθήκες όπου αγωνιώ αν θα βρω δουλειά, για την οποία θα παλεύω κιόλας για να με πληρώσουν. Αγριότητες. Κρίμα δεν είναι να περνάει έτσι η ζωή;
Γι’ αυτό κι εγώ αναρωτιέμαι πώς μπορείς να ζεις στον δικό σου κόσμο; Έρχεται η πραγματικότητα και πέφτει επάνω σου, συγκρούεσαι μαζί της. Αναγκαστικά. Μπορούμε να το αποφύγουμε; Φυσικά και δεν μπορούμε. Και όταν πρέπει θα πάρω θέση υπέρ αυτών που πιστεύω. Έχω ακόμη αυτό το ηρωικό που είχα και στα νιάτα μου, που με φώναζαν οι φίλοι Ρομπέν των Δασών, γιατί όπου αντιλαμβανόμουν αδικία, έμπαινα στη μέση για να τη λύσω. Το κάνω ακόμη αλλά η διαφορά είναι ότι συνδιαλέγομαι πια με λιγότερο κόσμο κι άρα έχω και λιγότερες στιγμές θυμού. Κατεβαίνω όμως στον δρόμο, μιλάω δημόσια, έχω υπογράψει χιλιάδες μανιφέστα, ό,τι μπορώ το κάνω. Μου έρχεται να πάρω Καλάσνικοφ καμιά φορά με αυτά που βλέπω κι ακούω. Πόσο κουτοί άνθρωποι κατοικούν αυτή τη χώρα που δε λένε επιτέλους «Στοπ!» Από την άλλη θαυμάζω όλους αυτούς που αγωνίζονται μέχρι τέλους.
Η τέχνη είναι καταφύγιο; Όσο περισσότερο ασχολείσαι με την τέχνη τόσο αφυπνίζεσαι. Η τέχνη δε σου δίνει λύσεις αλλά σου δείχνει τις επιλογές και σε φέρνει αντιμέτωπο με αλήθειες που πιθανόν θες να αποφύγεις. Αλλά το κάνει χωρίς να παίρνει θέση γιατί η τέχνη δεν πρέπει να είναι διδακτική. Και χαίρομαι που σκέφτομαι καμιά φορά ότι με τη δουλειά μου μπορεί κάποιοι άνθρωποι να είδαν φως μέσα στην ασχήμια της καθημερινότητας και είμαι διπλά κερδισμένη από αυτό γιατί είναι το επάγγελμα μου, πληρώνομαι γι’ αυτό. Κατά 70% είμαι σε δουλειές που θέλω και με ανθρώπους που θέλω. Καμιά φορά αναγκάζομαι να μην είμαι και είναι δύσκολο αυτό γιατί οι ηθοποιοί είμαστε και δύσκολοι άνθρωποι, εγωιστές. Δεν είναι τυχαίο που δε φτουράνε οι θεατρικές ομάδες στην Ελλάδα και διαλύονται μόλις γίνονται διάσημες. Επιπλέον δεν υπάρχει αξιοκρατία εδώ και βλέπεις ταλαντούχους ανθρώπους χωρίς δουλειά κι άλλους που δεν αξίζουν να βρίσκονται μέσα στα πράγματα για χίλιους δυο λόγους, κι αυτό δημιουργεί μια επιπλέον ανασφάλεια σε εμάς του ηθοποιούς, που είμαστε από τη φύση μας ανασφαλή πλάσματα και παράλληλα εκθέτουμε τους εαυτούς μας καθημερινά στη σκηνή. Η παράσταση είναι μια live performance που δεν είναι ποτέ η ίδια γιατί εξαρτάται πάρα πολύ από την ενέργεια του κόσμου. Έχουν υπάρξει μέρες που λέω «Μα τι γίνεται; Δεν μπορώ να πω τα λόγια μου; Πώς είναι έτσι το κοινό;» και το αισθάνομαι πάνω στην σκηνή χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω και εκεί επιβάλλεται να κάνω delete, να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη και να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Πολλές φορές τους κερδίζεις στο τέλος, πολλές φορές όχι. Ο κόσμος δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει αν έχω προβλήματα στο σπίτι μου, αν είμαι κουρασμένη ή οτιδήποτε. Ο κόσμος περιμένει αυτό που του υποσχέθηκες ότι θα του προσφέρεις. Το έχω ζήσει κι εγώ όλο αυτό το παράλογο του θεάτρου. Το πρωί πέθανε η μητέρα μου και το βράδυ είχα διπλή παράσταση και την έκανα και ήταν και λυτρωτικό γιατί «έφυγα» από αυτό που ζούσα. Σκεφτόμουν «Θεέ μου, πώς θα το κάνω; Πώς θα το κάνω;» κι έκλαιγα κι ένα λεπτό πριν, όταν μου είπαν «Θέμι, βαράω το τρίτο» σκούπισα τα δάκρυα και βγήκα, έτοιμη. Έχω μάθει να ενσωματώνω ενεργειακά τα διάφορα πράγματα που μπορούν να μου συμβαίνουν. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν είναι ψυχικό, είναι ενεργειακό. Ίσως αισθάνθηκα παραδομένη κι αυτό ενεργεί μαγικά υπέρ της δουλειά μας, υπέρ της δημιουργίας. Στη συγκεκριμένη παράσταση δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς έγινε και μετά οι συνάδελφοι μου είπαν ότι ήμουν δύο εκατοστά πάνω από το έδαφος. Και ήταν όλη η παράσταση έτσι γιατί όλοι συγκεντρωμένοι και όλοι δίπλα μου να μη μου συμβεί κάτι, και βγήκε κάτι διαφορετικό καθώς βρισκόμασταν όλοι μαζί μέσα σε ένα μαγικό κουκούλι. Είναι δύναμη για εμένα το θέατρο γιατί ξορκίζεις τον θάνατο παίζοντας κάποιον άλλον.
Ξορκίζεις τον θάνατο γιατί παίζεις έναν άνθρωπο-ρόλο που δεν μπορεί να έρθει ποτέ ο φυσικός του θάνατος; Ναι και γιατί κάθε μέρα είσαι κάποιος άλλος, ζεις μέσα από αυτές τις ζωές συνεπώς δεν έχει σημασία αν είσαι άρρωστος, λυπημένος ή φτωχός. Το θέατρο είναι ένας χώρος στον οποίο χωράω ολόκληρη, δεν περισσεύει τίποτα. Αυτή η αίσθηση μου παρέχει ασφάλεια. Όταν μπήκα στη σχολή το ένιωσα αμέσως, έγινε ένα «βοοουπ» κι έκλεισε γύρω μου και τότε σκέφτηκα «εδώ είμαι». Εκεί, μετά δε χρειάζεσαι τίποτε, ούτε καν τον έρωτα γιατί από μόνο του όλο αυτό είναι ερωτικό. Υπάρχουν μερικές φορές στη σκηνή -δεν είναι πολλές, ίσως 2-3 φορές τον χρόνο- που πετυχαίνεις την απόλυτη ένωση, νιώθεις οργασμό. Τελειώνει η παράσταση και αναρωτιέσαι τι ήταν αυτό, έζησες μια παράλληλη πραγματικότητα από την οποία δε θες να φύγεις. Δεν συμβαίνει μόνο με το θέατρο αυτό, συμβαίνει με την τέχνη γενικά. Την απόλυτη ευτυχία την έχω νιώσει μπροστά σε πίνακα. Ήμουν 19 χρονών, πήγα για πρώτη φορά στο Παρίσι και στο Λούβρο. Ήταν ένας πολύ μικρός πίνακας του Goya, ένα κορίτσι με μπλε φόρεμα πάνω σε ένα άλογο. Άρχισα να κλαίω, έμεινα όλη την ώρα εκεί, οι φίλοι μου περιδιάβαιναν το Λούβρο κι εγώ εκεί. Το ίδιο έπαθα πριν τέσσερα χρόνια στο Πράντο μπροστά στο «Las meninas» του Velazquez. Θεέ μου. Τι ομορφιά ήταν αυτή! Ακόμη και που στο λέω μου έρχεται να κλάψω. Τα μάτια αυτού του παιδιού που με κοιτούσαν έτσι, τα σκέφτομαι τώρα και ανατριχιάζω. Το θέατρο με συνεπαίρνει πιο δύσκολα. Ένιωσα συγκλονισμένη πριν κάποια χρόνια στην παράσταση «Δεσποινίς Ζιλί» σε σκηνοθεσία της Katie Michell. Αριστούργημα. Βγαίνοντας από εκεί άκουγα κάποιες να σχολιάζουν «Μα καλά δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο…». Φταίει που κάποιοι θεατές πάνε με τις δικές τους, συγκεκριμένες προσδοκίες. Την τέχνη πρέπει να την προσεγγίζεις γυμνός.
Στην επόμενη σελίδα: Γιατί μερικές φορές, όταν βγαίνει έξω, κινδυνεύει να την πατήσουν αμάξια;