Όταν μπορείς να μιλήσεις με τρεις, γιατί να «συμβιβαστείς» με έναν; Αυτό σκέφτηκε το αχόρταγο μυαλό μου και έκλεισε μια «συμφωνία» βαθιάς κατασκοπίας σε έναν χώρο που για τη φετινή θεατρική σεζόν εξελίσσεται σε έναν από τους αγαπημένους μου. Στο θέατρο Χώρα, η Έλενα Καρακούλη μεταφέρει επί σκηνής το True West, το φημισμένο έργο του Σαμ Σέπαρντ, με τον Νίκο Ψαρρά και τον Μάρκο Παπαδοκωνσταντάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και τον Νέστορα Κοψιδά και την Αλεξάνδρα Παντελάκη στο άξιο και απολαυστικό συμπλήρωμα.
Δύο αδέρφια ζουν στο σπίτι της αυστηρής μητέρας τους, εκεί όπου τα έπιπλα αναδίδουν αλκοόλ και την ανάμνηση ενός πατέρα που κάποτε χάθηκε στην έρημο (ο μουσικός επί σκηνής Μίκης Παντελούς μας υπενθυμίζει πως τίποτα δεν χάνεται τελικά, τουλάχιστον όχι όσο έχεις μια σκηνοθέτρια τόσο ευρηματικά δοσμένη στο έργο της). Ο Λη, ο μεγάλος αδερφός, είναι ένας μοναχικός διαρρήκτης. Ο μικρός αδερφός, Όστιν, οικογενειάρχης και επαγγελματίας συγγραφέας κινηματογραφικών σεναρίων, ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο. Τα δύο αδέρφια θα συγκρουστούν όταν εισβάλλει στη ζωή τους ο Σολ, παραγωγός από το Χόλιγουντ, που θα τους οδηγήσει σε μια αναπάντεχη αντιστροφή ρόλων: ο Λη γίνεται σεναριογράφος, ενώ ο αδερφός του αποφασίζει να γίνει διαρρήκτης.
Η «συμφωνία» είναι να φτάσω λίγο πριν την παράσταση, να τους δω στην προετοιμασία τους, να εισπράξω το vibe τους (που «σπάει βράχους» σε μια παράσταση που ήδη συζητιέται), να πούμε και καμιά κουβέντα για όλα αυτά που οδήγησαν στο έργο αυτό, τι ακριβώς συμβαίνει πάνω στη σκηνή και ίσως και εκτός αυτής. Όταν φτάνω, βρίσκω μόνο τους δύο. Ο Μάρκος έχει ξεμείνει στον γύρισμα – ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στη «Διάφανη Αγάπη» του Alpha απαιτεί ξαφνικά επιπλέον γυρίσματα και κλέβει από τον χρόνο μας. Ας είναι, ας ξεκινήσουμε εμείς και ελπίζουμε να μας προλάβει.
Πώς περνάτε;
Νίκος Ψαρράς: Περνάμε πολύ ωραία και αυτό βγαίνει στο κοινό (γέλια). Έχουμε τον Νέστορα εδώ που μας λέει ιστορίες. Δεν σταματάει καθόλου.
Είναι πολύ ωραίο που έχετε ιστορίες να πείτε.
Νέστορας Κοψιδάς: Για να μη σου πω ότι δημιουργούμε κι άλλες!
Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς έγινε η επιλογή του έργου;
ΝΨ: Θέλαμε να δουλέψουμε με τον Μάρκο σε κάποιο θεατρικό. Του είχε καρφωθεί η ιδέα από πέρσι, που όλοι μαζί κάναμε τη Μάγισσα. Βρήκαμε ένα αγγλικό έργο, το δώσαμε στον παραγωγό αλλά μας είπε ότι έχει παιχτεί πολύ τα τελευταία χρόνια, οπότε προχωρήσαμε στο επόμενο. Του περιέγραψα σε πέντε λεπτά την υπόθεση και είπε “ναι, αυτό με τα μπούνια”. Μετά από δύο μέρες ήρθε και είδε τον Μπέργκμαν στο Σύγχρονο Θέατρο και πρότεινε ο ίδιος στην Έλενα να το σκηνοθετήσει, να το μεταφράσει και να κάνει και τη διασκευή. Και το ένα έφερε το άλλο. Ο Νέστορας ήταν από τις πρώτες επιλογές, όπως και η Αλεξάνδρα. Και ο μουσικός μας, ο Μίκης, που προέκυψε μέσα από τη δραματουργία. Η Έλενα ήθελε να υπάρχει μια πατρική φιγούρα παρούσα και απούσα ταυτόχρονα. Αυτοί οι δύο γονείς -το δράμα των δύο παιδιών- ήταν απόντες και γι’ αυτό έγιναν κι αυτά δύο θηρία. Ο Σέπαρντ, όταν έγραψε το έργο, το 1980, ήθελε να γράψει ένα έργο για αυτόν τον ίδιο. Για τη διπλή του προσωπικότητα. Από τη μια ο επιτυχημένος ηθοποιός, σεναριογράφος του Χόλυγουντ που είχε πάρε δώσε με παραγωγούς, και από την άλλη αυτός με το παράξενο DNA, του απατεώνα, του ρεμαλιού, όπως ήταν και ο πατέρας του. Ζούσε στο Κεντάκι, παντρεύτηκε με τη Τζέσικα Λανγκ. Έκατσε στο πατρικό του σπίτι όταν η μητέρα του έλειπε διακοπές στην Αλάσκα και έγραψε αυτό το κείμενο. Κι έβαλε μέσα και μια εντελώς αληθινή ιστορία, αυτή με τη μασέλα. Γι’ αυτό και λέει “να λοιπόν μια αληθινή ιστορία, αληθινή σαν τη ζωή”.
ΝΚ: Ο οποίος είχε δηλώσει ότι ποτέ δεν έγραφε όταν έπινε, ότι ποτέ δεν έκατσε να γράψει υπό την επήρεια.
ΝΨ: Ήθελε να είναι νηφάλιος.
ΝΚ: Παράδοξο αν το καλοσκεφτείς, γιατί οι ήρωές του δεν είναι και οι πιο νηφάλιοι.
ΝΨ: Είναι όλοι με θέματα. Με πολύ σκοτάδι, με πολύ αλκοόλ, στο περιθώριο.
Είναι αυτό που λέμε, μην ψάχνεις στη φαντασία, μπροστά σου είναι όλα;
ΝΨ: Ακριβώς. Επίσης δεν του άρεσαν ποτέ τα φινάλε. Δεν ήξερε ποτέ πώς να τελειώσει τα έργα του. Γι’ αυτό τα περισσότερα έργα του είναι ανοιχτά στο τέλος. Δεν τον ενδιέφερε ο θεατής να φύγει με απαντήσεις -το είχε πει ο ίδιος- αλλά να αισθανθεί πράγματα. Οπότε έπαιζε με αυτό, το έκανε και λίγο ίσως επί τούτου, νομίζω.
Εσύ που το πρότεινες, το είχες καημό; Ήθελες να μπεις σε αυτό το σύμπαν;
ΝΨ: Από τα έργα του, αυτό μου αρέσει περισσότερο. Είναι ένα έργο που το ήξερα από την Αμερική, το αγαπούσαν στη σχολή. Έχει δύο ρολάρες. Μπορείς να κάνεις όλα αυτά που θέλει το σύγχρονο αμερικανικό θέατρο. Να χτίζεις χαρακτήρα, να απολαμβάνεις τη σύγκρουση και τα εμπόδια, να βρίσκεις πώς να τα ξεπερνάς, να ανακαλύπτεις τον στόχο και πώς να φτάσεις σε αυτόν. Όταν ήμουν εκεί, το έπαιζαν ο Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν και ο Τζον Ρέιλι. Και κάθε βράδυ αντάλλαζαν τους ρόλους. Ο ένας τον Όστιν, ο άλλος τον Λη, και την άλλη βραδιά τούμπα.
ΝΚ: Γιατί στο έργο ουσιαστικά ο ένας γίνεται ο άλλος. Το υλικό είναι έτσι δουλεμένο.
ΝΨ: Είναι από τα κείμενα που αγαπούσα και που δεν παίζονται εύκολα στην Ελλάδα.
ΝΚ: Γιατί θεωρούνται πολύ αμερικάνικα, αλλά δεν είναι. Έχει μια μεταφυσική μέσα του αυτό το έργο. Ενώ είναι αλλόκοτο, είναι και πολύ ρεαλιστικό. Αυτή η παρουσία της μάνας στο τέλος, είναι πολύ σουρεάλ.
ΝΨ: Όσο προχωράει, γίνεται πιο ποιητικός ο ρεαλισμός.
Και η (πολύ έξυπνη) παρουσία του μουσικού; Ήταν δική σας προσθήκη;
ΝΨ: Της Έλενας. Η Έλενα δεν ήθελε να κάνουμε σκοτάδι/φως στις εναλλαγές των σκηνών. Από εκεί ξεκίνησε η ανάγκη – και ξέρεις, το γοητευτικό με αυτή τη δουλειά είναι ότι όταν μπλέκεις με έναν κόσμο, αρχίζεις και τον εξερευνάς. Η Έλενα πήρε και διάβασε ό,τι υπήρχε για τον Σέπαρντ στα ελληνικά και στα γερμανικά, που τα μιλάει πολύ καλά. Ένα από αυτά τα βιβλία που έπεσαν στα χέρια της είναι «Τα χρονικά των μοτέλ», όπου αυτός έγραφε ιστορίες σε διάφορα μοτέλ για τον εαυτό του και κυρίως για τον πατέρα του. Και μου είπε ότι στις εναλλαγές θα της άρεσε πολύ να βάλει τα αδέρφια να λένε ιστορίες για αυτόν. Και μετά, μιλώντας με τον Οικονόμου, προέκυψε να έχουμε και τον μουσικό-πατέρα στη σκηνή. Αντί να είναι ένας μουσικός ουδέτερος, γιατί να μην αποκτήσει μορφή; Να είναι ο πατέρας ένας ροκ σταρ, όπως τον θυμόντουσαν αυτά τα δύο παιδιά. Και όχι ο φαφούτης με τις μασέλες τις χαλασμένες. Έτσι προέκυψε.
ΝΚ: Η Έλενα φώτισε πολύ περισσότερο αυτό το άλλο στοιχείο, πέρα του καθαρού ρεαλισμού. Και πολύ καλά έκανε.
ΝΨ: Δες την επιστροφή της μάνας. Η μάνα είναι κουνημένη, είναι σουρεάλ. Αλλιώς περιμένουν τα παιδιά να επιστρέψει, που τη φοβούνται κιόλας, και αλλιώς έρχεται αυτή – μπαίνει και τους λέει “Μη σκοτώνεστε εδώ μέσα. Έξω έχει περισσότερη άπλα”.
Ποιες είναι οι «εμμονές» του Σέπαρντ;
ΝΨ: Σε όλα του τα έργα καυτηριάζει το αμερικάνικο όνειρο και την εξαθλίωση του καπιταλισμού. Ότι όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν προσπαθώντας να πιάσουν την καλή. Τι σημαίνει “αμερικάνικο όνειρο” για τους Αμερικανούς; Έχουν το αυτοκίνητό τους, το σπίτι τους, την οικογένειά τους, την άνεσή τους, ταξιδεύουν, μετακινούνται. Αυτό όμως μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη και μεγάλη παγίδα. To True West γράφτηκε το 1980, όταν η Καλιφόρνια δέχτηκε μεγάλο κύμα μεταναστών. Η οικονομία είχε πέσει, υπήρχαν μεγάλοι φόροι και πλήρωναν οι νόμιμοι αμερικανοί τους φόρους για τους μετανάστες. Αλλά οι μετανάστες έρχονταν με μια φοβερή λαχτάρα να δουλέψουν κι αυτοί για το δικό τους όνειρο, το επίσης “αμερικάνικο όνειρο”. Οι γηγενείς είχαν ήδη γίνει σακατεμένοι, λοβοτομημένοι. Γι’ αυτό ο Σέπαρντ διάλεξε τη δική του, προβληματική οικογένεια, για να καυτηριάσει το σύστημα.
Πολλά όνειρα μαζεμένα.
ΝΨ: Πολλά, που γίνονται μάλιστα ο δικός τους εφιάλτης.
ΝΚ: Και έρχεται και ο δικός μου ο Σολ, ο παραγωγός από το Χόλιγουντ, και τους καταστρέφει τελείως.
ΝΨ: Για εμένα, αυτός είναι η πιο γνώριμη περσόνα. Οι περισσότεροι από τους παραγωγούς δεν έχουν καμία σχέση με τη δουλειά μας. Είναι οικονομολόγοι ή δικηγόροι που συμβουλεύουν τα στούντιο. Όταν είναι να κλείσεις μια μεγάλη δουλειά, αφού περάσεις το πρώτο casting, βλέπεις ότι το τελικό σου βήμα είναι με τους παραγωγούς. Κάτι κυριούλιδες με γραβάτες, που θα μπορούσαν να είναι εφοριακοί, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται επί της ουσίας καθόλου για τη δουλειά. Σε βλέπουν ως ένα προϊόν και λένε “OK. We have this guy here. He is from Greece. He sounds exotic. His name is exotic. How can we sell him?”. Μπροστά σου αυτό.
Και εσύ τι απαντάς;
ΝΨ: Εγώ τους είπα “I am a good product. I’m from Greece. Original” (γέλια). Και γελάσανε κι αυτοί και την πήρα τη δουλειά. Ήταν ένα διαφημιστικό της Pepsi. Και η διαφήμιση εκεί είναι τεράστιο πράγμα. Παίρνεις το ποσό για το γύρισμα, αλλά σε κάθε πολιτεία που παίζεται παίρνεις δικαιώματα. Και ξαφνικά σου έρχεται ένα τετραπλάσιο ποσό από αυτό που πήρες αρχικά.
Εσύ που έχεις ζήσει το αμερικάνικο όνειρο, πώς σου φαίνεται αυτό που βιώνεις στην παράσταση;
ΝΨ: Μου είναι πολύ γνώριμο. Μου έρχονται διάφορες εικόνες κατά τη διάρκεια της παράστασης. Όταν παίζει το κομμάτι ενώ μιλάμε για τον πατέρα, μου έρχονται εικόνες από το Laguna Beach όπου τους έβλεπα να χορεύουν country και μου φαινόταν πολύ περίεργο και ωραίο. Όπως επίσης και αυτό το “δαιμόνιο”. Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω ότι στο στο Λος Άντζελες, στα διάφορα καφέ -στα Starbucks συγκεκριμένα και ακριβώς απέναντι όπου πάντα υπάρχει ένα Coffee Bean που είναι ο μέγας ανταγωνιστής- πάντα έβλεπα χιλιάδες ανθρώπους με σενάρια στα χέρια κι έλεγα “όλοι δουλεύουν”. Μου πήρε δυο τρία χρόνια να καταλάβω ότι κανείς από αυτούς δεν δουλεύει αλλά είναι το trade mark, ότι “είμαι in the business και προσέξτε με”. Αυτοί που δούλευαν πραγματικά ήταν σε πρόβα ή σε στούντιο ή σε γύρισμα. Δεν ήταν στα Starbucks με το σενάριο. Δεν έχει καμία ανάγκη για παράδειγμα η Μέριλ Στριπ να διαβάσει τον ρόλο της στα Starbucks ή απέναντι στα Coffee Bean.
Σκληρή πόλη;
ΝΨ: Δεν ξέρεις ποτέ τι σου ξημερώνει. Είναι μια πόλη πολύ περίεργη, όπου κάθε μήνα 20.000 κόσμος έρχεται γεμάτος όνειρα και 20.000 φεύγει. Γι΄αυτό και κάθε Κυριακή υπάρχουν τα yard sales όπου πουλάνε τα πάντα σχεδόν τσάμπα, γιατί μέσα σε δύο μέρες πρέπει να φύγουν. Από πιρούνια, κουτάλια και σεντόνια, μέχρι ψυγεία, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα. “Λος Άντζελες: Η πόλη των ονείρων”… Η πόλη όπου είδα πάρα πολλά παιδιά να έρχονται και σε ένα εξάμηνο να γίνονται σμπαράλια.
Εσύ πόσο κάθισες;
ΝΨ: Τέσσερα-πέντε χρόνια. Δυόμισι στο Λος Άντζελες και δύο στη Νεα Υόρκη, στο Μανχάτταν. Πήγα με δύο υποτροφίες για να σπουδάσω, την πρώτη φορά, και όταν έφευγα βρέθηκε ένας ατζέντης που με έστειλε σε ένα καθημερινό που λεγόταν «One life to live». Ψάχνανε έναν Ιταλό. Περνάω κάστινγκ και μετά με παίρνει και μου λέει “Guess who’s playing Paolo? You are. What’s your social security number?” (το ΑΜΚΑ). Και φυσικά δεν είχα, οπότε μου έκαναν sponsoring αυτοί. Σε ένα εξάμηνο πήρα την άδεια εργασίας, τη βίζα Ο1. Επέστρεψα δύο εβδομάδες μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων, με μια από τις πρώτες πτήσεις – ήταν αυτή η εποχή. Σε ένα κατεστραμμένο Μανχάτταν. Δεν υπήρχε τίποτα στη δουλειά, ο ατζέντης μου με καλωσόρισε και μετά με αποχαιρέτησε: “Εδώ δεν γίνεται τίποτα αυτή τη στιγμή. Θα σε ενημερώσω”. Με παίρνει τηλέφωνο μετά από καμιά δεκαριά ημέρες και μου λέει “Ψάχνουν έναν Γάλλο. Μιλάς γαλλικά;” και του απαντάω με άπταιστη προφορά “Με ουί” (γέλια). Το ίδιο είπα, δεν σου κρύβω, και στον casting director. Ο άλλος κατάλαβε ότι δεν μιλάω… Και έτσι βρέθηκα να παίζω για έξι μήνες τον Γάλλο σε ένα σίριαλ. Ξέρεις τι έκανα; Είχα έναν Γάλλο φίλο από το Παρίσι, με γουόκμαν τότε και κασέτα, μιλάμε για το 2001. Του πήγα τις πρώτες δύο σκηνές και του λέω «βάλε πολύ βαριά γαλλική προφορά». Ακόμα θυμάμαι την πρώτη ατάκα μου. Και πήγα να την κάνω γύρισμα και κατεβαίνουν οι παραγωγοί και μου λένε “Nikos, we have to talk to you. You are too French”. Και λέω “This is good”. “No. We don’t understand what you are saying. Use your own accent” και λέω “But my accent is a Greek accent” και μου απαντάνε “Who gives a fuck. We say you are from Paris. Go for it”.
Γελάμε αυθόρμητα, δυνατά. Ο τρόπος που τα περιγράφει είναι απίστευτα κωμικός. Σκέφτομαι πόση επιτυχία θα είχε αυτό που έβλεπα μπροστά μου αν ήταν σκηνή από παράσταση.
Έχεις κάνει κωμωδία ποτέ;
ΝΨ: Όχι, δεν μου δίνουν. Και γουστάρω τρελά. Έχω κάνει δύο Αριστοφάνηδες στην Επίδαυρο. Σύγχρονη κωμωδία όμως θέλω, σαν τρελός. Η φάρσα μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω στο σπίτι «κρυμμένη» μια αδιανόητη αμερικάνικη φάρσα που έχει πολλά χρόνια να παιχτεί εδώ. Τη βρήκα ενώ τακτοποιούσα τα πράγματα τη Δευτέρα. Πολύ γέλιο…
ΝΚ: Γιατί δεν το κάνουμε; Εμένα κωμωδία δεν μου δίνουν ποτέ. Με έχουν για σοβαρό. Που δεν είμαι και πολύ. Ελάχιστοι μου έχουν προτείνει.
Μπαίνει η Αλεξάνδρα Παντελάκη, τη χαιρετάνε με τρυφερότητα, είναι η «μητέρα», κάθεται, ξεκινά να βάφεται. Η ώρα περνά, σε λίγο ο κόσμος θα αρχίζει να μαζεύεται. Ο Μάρκος ακόμη άφαντος, αναρωτιέμαι ποιος θα έρθει πρώτος, αυτός ή η Νατάσα, η φωτογράφος;
Στο θέμα μας όμως…
Μου άρεσε πολύ που «μύρισα» την Αμερική. Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη έξοχο. Μου άρεσε η επιλογή να μην το εξευρωπαΐσετε. Τα χρώματα επίσης. Ο ρυθμός που οδηγεί στην καταστροφή όλο και πιο γρήγορα.
ΝΨ: Η δραματουργία της Έλενας στηρίχθηκε περισσότερο στην ανάγκη του συγγραφέα να βρει έμπνευση. Γι’ αυτό ξεκινάει με μια λούπα του Μάρκου στην αρχή, σχεδόν σπαστική. Ψάχνει να βρει… Είναι σαν μέσα από το μυαλό του να πετάγεται όλη αυτή η οικογένεια. Ό,τι συνέβη και στον Σέπαρντ. Έκατσε στο σπίτι των γονιών του και έγραψε ένα έργο για την οικογένειά του. Αυτά τα δύο αδέρφια που μεγάλωσαν τόσο διαφορετικά είχαν έναν στόχο, να αποφύγουν τον δρόμο του πατέρα τους. Το οποίο βεβαίως και δεν κατάφεραν. Όπως εύστοχα λέει η μητέρα σε κάποιο σημείο: “αργά ή γρήγορα όλοι σας στην ίδια έρημο θα καταλήξετε”.
ΝΚ: Είναι ήρωες και αντιήρωες ταυτόχρονα. Αλλάζουν τελείως προσωπικότητες.
Ο μεγάλος αδερφός νιώθω πως έχει μεγαλύτερη καθαρότητα στο τι θέλει και στο ποιος είναι. Σαν να βρίσκεται πιο κοντά στην όποια αλήθεια. Ισχύει;
ΝΨ: Ο μικρός, ο Όστιν, αφήνει 500 μίλια μακριά τη γυναίκα του και τα παιδιά του κι έρχεται να γράψει κάπου που δεν θα τον ενοχλούν. Και τρελαίνεται. Και ο Λη επιλέγει να φύγει, ειδικά βλέποντας όλη αυτή την τρέλα γύρω του. “Εμένα αυτή η πόλη δεν θα με σαλέψει όπως όπως έκανε στον Όστιν”, λέει. “Εγώ δεν πουλάω τον εαυτό μου. Όχι κύριε”.
ΝΚ: Όμως μπήκε στη διαδικασία να το κάνει. Γλυκάθηκε από αυτό, να γράψει δηλαδή το δικό του σενάριο.
ΝΨ: Τα όνειρα που έρχονται και φεύγουν.
Αυτοί οι χαρακτήρες ήταν γνώριμοι όταν διαβάσατε το κείμενο;
ΝΚ: Με έναν θολό τρόπο. Το πράγμα πήγε αρκετά βατά, και στη δική μου περίπτωση αρκετά κωμικά, ευτυχώς. Μπαίνω και από κάτι περίεργα σημεία στη σκηνή, τα οποία κάνουν την παρουσία μου ακόμη πιο αστεία.
ΝΨ: Όταν ανοίγει δηλαδή το ψυγείο και εμφανίζεσαι από μέσα (γέλια).
Ακούμε θόρυβο στις σκάλες. Μπαίνει ο Μάρκος. Σχεδόν χειροκροτάμε. Αφήνει κράνος και μπουφάν, ψάχνει για τα κλειδιά που χρησιμοποιούν στην παράσταση, δεν τα βρίσκει, ο Νέστορας του δίνει τα δικά του, μια αρμαθιά με διάφορα παιχνίδια πάνω, “τι σάικο ντίσκο είναι αυτά” του λέει και γελάει. Μας λέει πως αποσυντίθεται σιγά σιγά, παραγγέλνει καφέ, ρωτάει «Τα είπατε; Όλα εντάξει;».
Πρέπει να τα ξαναπούμε όλα από την αρχή…
Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης: Δεν θα’ θελα! (γελάει). Ευχαριστούμε που ήρθες.
Τουλάχιστον ήταν τα παιδιά εδώ (γελάμε). Σου αρέσει φέτος;
ΜΠ: Πάρα πολύ.
Τρελά απαιτητικός σωματικά ο ρόλος. Πώς τη βρίσκεις όλη αυτή την ενέργεια κάθε βράδυ;
ΜΠ: Έλα μου ντε.
Ούτε δεκαπεντάχρονο τόση!
ΝΨ: Δωδεκάμισι το πολύ (γελάνε).
«Εικοσιπέντε» λέει η κυρία Παντελάκη από το βάθος του καμαρινιού. «Μάνα του είμαι, εγώ το γέννησα», γελάει, «μάνα τέτοια, βεβαίως, καλά δεν είναι».
Κανένας δεν είναι καλά σε αυτό το έργο…
ΜΠ: Και σε ποιο έργο είναι;
Στο Σεσουάρ για δολοφόνους μπορεί και να ‘ναι.
ΜΠ: Αυτά είναι ωραία εργάκια, έχεις τεράστια επιτυχία, πάει από μόνο του. ‘Η το κλουβί με τις τρελές. Θα κάναμε ωραίο δίδυμο Νίκο.
ΝΨ: Μικροί είμαστε. Μπορούμε να το κάνουμε αργότερα όταν μεγαλώσουμε. (γέλια)
Εσείς οι δύο θα γίνετε τελικά ένα κλασικό θεατρικό ζευγάρι;
ΝΨ: Με τον Μάρκο; Ποιος ξέρει. Ίσως. Είμαστε πολύ φίλοι. Είναι πολύ σημαντικό. Συμπαθηθήκαμε από την πρώτη μας γνωριμία.
Πότε έγινε;
ΝΨ: Στο σπίτι του Λευτέρη Χαρίτου. Στη Μάγισσα. Η πρώτη πρώτη φορά όμως ήταν παλαιότερα, όταν ήταν μαθητής τρίτου έτους του Εθνικού.
ΜΠ: Δίναμε εξετάσεις στη Νέα Σκηνή. Παίζαμε το έργο «Οι θεατές» και κάναμε φασαρία. Ο Νίκος μας έβαλε τις φωνές. “Για ησυχάστε. Εδώ δουλεύουμε, κάνουμε τέχνη, παράγουμε πολιτισμό”. Φορώντας μια πετσέτα, μόλις είχε βγει από το ντους. Και λέγαμε με τον Νιάρρο “Ποιος είναι αυτός ο ψαρωτικός;”. (γέλια)
Και μετά περάσανε τα χρόνια…
ΝΨ: Και έμαθα ότι θα είναι στη Μάγισσα. Τον πλησίασα στο Φεστιβάλ Αθηνών, τον είδα με μια μουστάκα και του λέω “Που’ σαι τσέλιγκά μου; Για τον Μάρκο το αφήνεις το μουστάκι;”. Του έκανα χιούμορ και μου λέει “δεν καταλαβαίνω τι λες”. Ήταν λίγο απόμακρος.
ΜΠ: Δεν ήξερα τι ρόλο θα παίξω. Δεν ήμουν απόμακρος. Γελούσα.
ΝΨ: Μετά ξαναβρεθήκαμε λίγους μήνες αργότερα στο σπίτι του Λευτέρη για πρόβα. Εγώ, ο Μάρκος και η Λέχου. Και αρχίσαμε αμέσως να λέμε βλακείες κι έλεγε ο Λευτέρης “Σταματήστε. Τι λέτε εκεί με τον Μάρκο όλη την ώρα μπουρ μπουρ και γελάτε;”. Αυτό το ντουέτο ήταν μια καταστροφή σε όλη τη Μάγισσα. Δεκατρείς μήνες.
ΜΠ: Από τη Μάγισσα και μετά λέγαμε ότι θέλαμε να κάνουμε μια παράσταση μαζί. Το είχαν στο μυαλό τους η Έλενα με τον Νίκο χρόνια. Η Έλενα το λατρεύει αυτό το έργο. Εγώ επίσης το αγάπησα στην πορεία. Στην αρχή δεν καταλάβαινα ακριβώς τι ήθελε να πει. Μόλις είδα να βγαίνουν τα ζουμιά του, είπα καλά, αυτό είναι εργάρα.
Νιώθεις πως είναι ίσως περισσότερο αμερικάνικο από όσο μπορεί να αντέξει ένα ευρωπαϊκό κοινό;
MΠ: Ναι, ίσως, αλλά αν βυθιστείς μέσα θα δεις ότι είναι παγκόσμιο. Και είναι ένα έργο που σε ένα πρώτο επίπεδο έχει κοινή γλώσσα, καθημερινή. Για να την κάνεις να λάμψει και να βγάλει τους χυμούς της, πρέπει να μπεις μέσα της. Πολύ βαθιά, να κάνεις κατάδυση και να μη φοβάσαι, να τολμάς. Όπως στον Τσέχωφ, στον Τένεσι Ουίλιαμς, στην αμερικανική λογοτεχνία. Όπως ακόμη και στον Ίψεν. Θέλει μεγάλη δουλειά.
Ποιος από τους χαρακτήρες σε τρομάζει περισσότερο;
ΜΠ: Το έργο δείχνει την πάλη της παλιάς σχολής με τη νέα. Old school vs. new school, όπου η νέα σχολή είναι πολύ πιο άγρια. Επιτίθεται πισώπλατα.
Οπότε, εσένα, τι είναι αυτό που σε τρόμαξε περισσότερο στον ρόλο;
ΜΠ: Το πόσο μεγάλη απόσταση διανύει. Ο ρόλος, αλλά και το έργο το ίδιο. Ξεκινάει με έναν τρόπο και καταλήγει εντελώς διαφορετικά.
ΝΚ: Η μητέρα, ξέρεις, είχε παίξει τον ίδιο ρόλο το 1996-7.
Ακούμε τη φωνή της κυρίας Παντελάκη από το βάθος. «Ναι, στο Θέατρο Εξαρχείων, τότε είχα άλλους γιους, τον Λιβαθινό και τον Βακούση. Ήμουν νέα για μαμά. Σε σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη».
ΝΚ: Το χα δει, γιατί με σκηνοθετούσε ο Λιβαθινός στο Αμόρε και είχα πάει να τον δω να παίζει.
ΝΨ: Θεατρική ιστορία.
ΜΠ: Και τώρα εδώ άλλη. Άλλο σύμπαν.
Η τηλεόραση βοηθάει το θέατρο; Το γεγονός ότι είστε ξανά μαζί, είναι προωθητικό;
ΝΨ: Ξαναζούμε κάτι που ήταν κοινό μυστικό από τότε που ξεκινούσα εγώ, το 1995, τότε που λέγαμε “κάνε μια καλή τηλεόραση για να έχεις καλό ρόλο στο θέατρο”. Γιατί στα μεγάλα θέατρα, οι παραγωγοί σκέφτονται ποιοι είναι μπροστά, ποιοι τραβάνε το κάρο».
Όταν έχεις μια καλή δουλειά στην τηλεόραση, αυτό θα προσελκύσει κόσμο.
ΜΠ: Είναι περίεργο το κοινό, βέβαια.
Πόσο διαφορετικό είναι το κοινό από το κανονικό θεατρικό κοινό που θα επιλέξει το έργο;
ΝΨ: Το κοινό που έρχεται είναι ένα γνώριμο κοινό. Το ξέρουμε. Είναι θεατρόφιλο κοινό.. Το Σαββατόβραδο, ας πούμε, το κοινό είναι πιο μαγκωμένο γιατί είναι πιο αστικό κοινό, δεν εκδηλώνεται εύκολα. Ξέρει ακριβώς τι πάει να δει. Δεν είναι ένα λαϊκό κοινό που θα γελάσει εύκολα, που θα συμμετάσχει… Το λαϊκό κοινό το καταλαβαίνεις από το χειροκρότημα, γιατί τις περισσότερες φορές είναι πιο θερμό, πιο δυνατό.
ΜΠ: Το θέατρο είναι μια άλλη δουλειά τελικά. Υπάρχουν οι ηθοποιοί όπως ο Νίκος, που έχουν χτίσει το θεατρικό αλλά και το τηλεοπτικό κοινό τους. Δεν είμαι σίγουρος αν συμβαίνει πάντα. Πάντως έχουμε γυρίσει στις εποχές που χρειάζεται να κάνεις τηλεόραση για να μπορέσεις να βρεις και να παίξεις πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο. Οι «Μέλισσες» θεωρώ ότι ήταν η πρώτη φορά που η τηλεόραση βοήθησε το θέατρο και το αντίθετο. Ήταν ένα σίριαλ όπου ξαφνικά έβλεπες πολύ δυνατούς ηθοποιούς. Ο Λευτέρης γενικά το κάνει αυτό. Να μαζεύει τους σωστούς.
ΝΚ: Παλιά έπρεπε να ανήκεις οπωσδήποτε σε μια κατηγορία. Ευτυχώς αυτό έχει αλλάξει.
ΜΠ: Εδώ υπάρχουν ηθοποιοί που έχουν παίξει παντού. Είναι καλό αυτό γιατί, πέραν από την τέχνη, είναι το ψωμί μας.
Χτυπάει η πόρτα, ήρθε η φωτογράφος. Προλαβαίνουμε; Λίγο στα γρήγορα, ναι. Ο Νέστορας της δείχνει τα κατατόπια. Αποφασίζουν να κλέψουν και πόζες στη σκηνή.
Τελευταία ερώτηση. Αγαπημένη σκηνή στο έργο;
ΜΠ: Αυτή με τις φρυγανιέρες. Την απολαμβάνω πάρα πολύ, και το πρόσωπο του Νίκου είναι όλα τα λεφτά.
ΝΨ: Εμένα είναι ο μονόλογος του Μάρκου για τον πατέρα, που οδηγεί σε ένα τραγούδι μνήμης τους δύο με τον μπαμπά τους, ένα παραδοσιακό μεξικάνικο τραγούδι.