Ήταν μια από τις χειρότερες εμπειρίες στην δημοσιογραφική μου ζωή; Σίγουρα από τις πιο αγχωτικές. Από το πρώτο λεπτό διαφαινόταν η εξέλιξη. ‘Εφτασα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αργά το απόγευμα, για να συναντήσω τον Πέτερ Στάιν για την προγραμματισμένη συνέντευξη. Ήταν λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα της νέας του, μετά από χρόνια, πολυαναμενόμενης σκηνοθεσίας στην Ελλάδα, πάνω στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στον ομώνυμο ρόλο (έως και αύριο Κυριακή), έργο που έχει δουλέψει στη Γαλλία στο πρωτότυπο. Η μετ’ εμποδίων συνέντευξη τελικά κράτησε δέκα λεπτά. Διάρκεια σύντομου μονοπράκτου.
Ο κορυφαίος γερμανός διανοούμενος, φιλόλογος, μεταφραστής και σκηνοθέτης, καθισμένος στην πλατεία του θεάτρου – ενώ στη σκηνή δούλευαν ακόμα τεχνικοί, φροντιστές και ηθοποιοί περνούσαν με τα κοστούμια τους – ολοκλήρωνε την προηγούμενη συνέντευξη. Δεν ρώτησα αν είχαν προηγηθεί και άλλες νωρίτερα. Ο ραδιοφωνικός παραγωγός που βρισκόταν ήδη μαζί του ήθελε να κερδίσει λίγα λεπτά ακόμη με τον ζωντανό μύθο της γερμανικής και διεθνούς σκηνής. Μου έκανε νοήματα. Όταν έπρεπε να παραδώσει αμετάκλητα σκυτάλη, μου ζήτησε να τον φωτογραφίσω με τον γερμανό σκηνοθέτη. Ο Πέτερ Στάιν ήταν ήδη κουρασμένος και ενοχλημένος. Δήλωσε, μέσα από τα δόντια του, ότι απεχθάνεται τις φωτογραφίες. Αλλά και τις συνεντεύξεις! Το κλίμα ήταν βαρύ. Ήταν καταρχάς σαφές ότι δεν είχε διάθεση ή κουράγια να κάνει ακόμη μια συνέντευξη. Πρότεινα, για να αλλάξει, ει δυνατόν, η ατμόσφαιρα να μεταφερθούμε σε άλλο χώρο. Κάκιστη ιδέα.
Καταλήξαμε, όπως μας προτάθηκε, στον στενό προθάλαμο των καμαρινιών, στην πραγματικότητα ένα πέρασμα, με ένα μεγάλο παράθυρο κι ένα καναπεδάκι. Καθίσαμε δίπλα δίπλα, ελαφρώς στριμωγμένοι. Προσπαθούσα να μην τον ακουμπάω και να μην τον σκουντάω, ισορροπώντας στο ένα πόδι. Ο χώρος ήταν η χαριστική βολή, καθότι κέντρο διερχομένων. Ακούγονταν φωνές από τον όροφο ή τον ημιόροφο -δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω-, σαν να μιλούσε μια παρέα ανάμεσά μας μέσα από ηχείο, ενώ από την πόρτα των καμαρινιών ερχόταν προς το μέρος μας μια διαρκής βαβούρα. Κόσμος πηγαινοερχόταν, με κοστούμια, κουτιά, καφέδες, δημιουργώντας διάσπαση, διάχυση, σύγχυση κι εκνευρισμό. Ο Πέτερ Στάιν ήταν ήδη ανυπόμονος, όταν καθίσαμε. Έγινε ακόμα περισσότερο λίγα λεπτά αργότερα. «Μπορείτε να είστε ήσυχοι; Silence! Silence!», φώναξε αγανακτισμένος προς τους διερχόμενους. «Ας τελειώνουμε. Χρειάζομαι χρόνο. Πρέπει να τελειώσουμε, να πάω στους ηθοποιούς», ήταν η πρώτη φράση που μου απηύθυνε, αμέσως μετά το πρώτο ερώτημά μου, που διαισθανόμενη το Βατερλό, αφορούσε τον Πειραιά.
«Ξέρω την ιστορία του Πειραιά, περιπλανήθηκα τριγύρω και μου άρεσε. Είναι ελαφρώς λιγότερο άσχημος ο Πειραιάς από την Αθήνα. Η Αθήνα είναι πολύ άσχημη», σχολίασε ο μέγιστος αυτός θεατράνθρωπος, που είχα το προνόμιο να με φιλοξενήσει στο κτήμα του, στην Ιταλία, το 2007, την περίοδο, που ανέλυε ακόμα το κείμενο λέξη λέξη στον θίασο της «Ηλέκτρας» του Εθνικού μας Θεάτρου (με τη Στεφανία Γουλιώτη στον ομώνυμο ρόλο). Το παρελθόν δεν μέτρησε καθόλου υπέρ μου σήμερα.
«Να ξεκινήσουμε;», ρωτάω, το λεπτό που έχουμε αναπάντεχα νέες αφίξεις. Συνομιλούν μεγαλοφώνως και τότε, βλέποντας τον Στάιν ότι επιχειρεί να σηκωθεί για να φύγει, ζητάω εξίσου μεγαλοφώνως «λίγη ησυχία! Παρακαλώ πολύ, προσπαθούμε να κάνουμε συνέντευξη».
Ο Στάιν γνωρίζει τέλεια αρχαία ελληνικά. Έχει επεξεργαστεί απ’ το πρωτότυπο μεταφράσεις τραγωδιών. Είναι γνωστό πως θα μπορούσε να έχει κάνει καριέρα φιλολόγου. Το κενό που αισθάνθηκε με τη μετάφραση του Μολιέρου στα νέα ελληνικά, τα οποία δεν γνωρίζει, δεν έκρυψε πως αποτέλεσε πρόβλημα κατά τη διαδικασία των προβών, στον Πειραιά. « Ήταν δύσκολη συνεργασία. Αν και για μένα κάθε δουλειά γίνεται πλέον ολοένα και πιο δύσκολη, γιατί είμαι γέρος. Η επικοινωνία με τους ηθοποιούς ήταν πολύ καλή ωστόσο. Όλοι συμπεριφέρθηκαν προς την κατεύθυνση που τους ζήτησα. Να εκφέρουν το κείμενο με τρόπο που να βγάζει νόημα. Αυτό ήταν πρόβλημα. Ο ρυθμός της ρίμας τους έκανε να ξεχνούν να κατανοούν τι λένε. Στο τέλος, με πολύ υπομονή, έγινε δουλειά και προχωρήσαμε. Αυτή ήταν η θετική παράμετρος», σχολίασε, στα λίγα λεπτά που οι θόρυβοι έχουν σταματήσει και ο ίδιος έχει απορροφηθεί απ’ όσα έλεγε.
«Δεν ανήκει ο Μολιέρος», επέμεινε ο Πέτερ Στάιν «στο παρελθόν. Εμείς ανήκουμε στο παρελθόν. Κι εγώ ακόμα περισσότερο. Αύριο θα ανήκουμε στο παρελθόν ακόμη πιο πολύ. Ο Μολιέρος όμως μιλά για πράγματα αιωνίως μοντέρνα. Μιλά, για παράδειγμα, για την αγάπη. Που υπήρχε από την εποχή του Νεάντερνταλ. Θέτει και πολιτικές φιλοσοφικές ερωτήσεις, που είναι μοντέρνες σήμερα, όπως η υποκρισία της κοινωνίας. Ο Αλσέστ είναι ένας ριζοσπάστης».
«Μπορούμε να βρούμε Αλσέστ σήμερα; Υπάρχουν Αλσέστ;», τον ρωτώ, για να αντιδράσει στις νέες ηχητικές «παρεμβάσεις» ο μεγάλος σκηνοθέτης, αναφωνώντας: «Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε. Πρέπει να φύγω».Προσπαθώ, με νύχια και με δόντια να τον καθησυχάσω, για να κερδίσω μερικά λεπτά ακόμα.
«Πώς είναι το γερμανικό θέατρο σήμερα; Το παρακολουθείτε;», τόλμησα να ψελλίσω. « Όχι, δεν το παρακολουθώ και δεν το γνωρίζω», απάντησε κοφτά.
«Μιλάτε για τον χρόνο, επιμένετε ότι έχετε γεράσει κι ότι θέλετε να αποσυρθείτε», αναφέρω. «Αν ξεκινούσατε πάλι από την αρχή, θα θέλατε να ξανακάνετε ακριβώς ό,τι έχετε ήδη κάνει; Να διατρέξετε πάλι την ίδια διαδρομή;». «Δεν πρόκειται να ξεκινήσω πάλι τη ζωή μου. Γι’ αυτό δεν είναι χρήσιμο να το συζητάμε. Δεν θα επαναληφθεί η ζωή μου. Και δεν μιλώ ποτέ για πράγματα ανέφικτα και αδύνατα», ήρθε η απάντηση του αυστηρού ορθολογιστή των ανθρωπιστικών σπουδών.
Δημιουργείται ξαφνικά μια αναπάντεχη ζώνη σιωπής, που ευνοεί τον διάλογο. Τι να προλάβω να τον ρωτήσω;
Ποια κείμενα σας διαμόρφωσαν;
Αν έπρεπε να αναφερθώ σε ένα έργο, αυτό είναι η «Ορέστεια» του Αισχύλου. Είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει και η μετάφραση από τα αρχαία στα γερμανικά λέγεται πως είναι η καλύτερη μετάφραση από φιλολογικής απόψεως στα γερμανικά, ενώ συγχρόνως είναι εύληπτη. Αυτό είναι για μένα το πιο σημαντικό κείμενο. Λόγω συγκυριών, έχω δουλέψει από το αρχαίο δράμα μόνο τη «Μήδεια», την «Ηλέκτρα» και τον «Οιδίποδα Επί Κολωνώ».
Υπάρχει κι άλλη τραγωδία, που θα θέλατε να δουλέψετε;
Ο «Αίαντας» και οι «Βάκχες». Αλλά δεν θα γίνουν ποτέ. Δεν θέλω να δουλέψω άλλο.
Για ποιο λόγο;
Γιατί είμαι γέρος. Είμαι 85. Θα γίνω 86. Είμαι κουρασμένος.
Το πνεύμα σας διατηρείται ακόμα ακμαίο.
Όχι ιδιαίτερα.
Τι θέλετε πλέον από τη ζωή;
Να είμαι στο κτήμα μου στην Ιταλία.
Θέλετε να γίνετε κηπουρός;
Μα είμαι κηπουρός. Και είμαι και αγρότης. Παράγω σιτηρά και ελαιόλαδο, 600-700 κιλά ετησίως. Το να κάθομαι σε μια καρέκλα και να ατενίζω τον κτήμα με τα φρούτα μου είναι το πεπρωμένο μου.
Δεν σας απασχολεί η υστεροφημία σας; Όχι. Όχι, όχι…! Καθόλου.
Ούτε τι θα μείνει πίσω από τις παραστάσεις σας; Όχι. Ποιο το νόημα. Θα είναι όλα παρελθόν. Δεν θα υφίστασαι πια. Δεν θα υπάρχεις.
Πώς σας φαίνεται η τάση να «διορθώνονται» η Αγκάθα Κρίστι και άλλοι συγγραφείς, στο όνομα της πολιτικής ορθότητας; Έχετε παρακολουθήσει τη σχετική συζήτηση;
Είναι κάτι απολύτως τρελό. Και δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Δεν μπορείς να ανεβάσεις πλέον ένα έργο, επειδή περιγράφει μια κοινωνία, όπως των αρχαίων Αθηνών, που βασιζόταν στο θεσμό της δουλείας και αποδεχόταν τις ομοφυλοφυλικές σχέσεις με 16χρονα αγόρια; Είναι παράλογο.
Πώς βιώνετε τον πόλεμο στην Ουκρανία, που αθορύβως, δυστυχώς, συνεχίζεται ήδη ένα χρόνο και πλέον;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια τεράστια καταστροφή. Και ειδικά για εμένα, που έζησα 4 χρόνια στη Ρωσία κι έχω πολλούς φίλους στη χώρα. Αυτό που συνέβη, η μεταμόρφωση της ρωσικής κοινωνίας, το βιώνω ως μια προσωπική καταστροφή. Δεν θέλω να έχω πλέον καμία σχέση με τους Ρώσους.
Με τη ρωσική λογοτεχνία; Διότι ξεκίνησε αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή ένα πογκρόμ εναντίον της.
Απαράδεκτο. Εγώ όμως αναφέρομαι στους σύγχρονους Ρώσους. Δεν θέλω να έχω σχέση με την πλειονότητά τους. Τώρα όμως πρέπει να φύγω.
*Last call απόψε κι αύριο, οπότε πέφτει οριστικά η αυλαία, για τον, κατά Πέτερ Στάιν, «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε μετάφραση Λουΐζας Μητσάκου, σκηνικά Ferdinand Woegerbauer, κοστούμια Αnna Maria Heinreich και φωτισμούς Νίκου Βλασόπουλου.
Με τους: Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Όλια Λαζαρίδου, Γιωργή Τσαμπουράκη, Παρασκευή Δουρουκλάκη, Γιώργο Γλάστρα, Γιώργο Ψυχογιό, Δημήτρη Ντάσκα, Νάνσυ Μπούκλη, Αχιλλέα Σκεύη, Θεοδόση Τανή, Νικόλα Μυλωνόπουλο, Βαγγέλη Δαούση και Γιώργο Τριανταφύλλου.
Τα κοστούμια της παράστασης κατασκευάστηκαν στο Παρίσι, από το “Atelier Caraco Anezou” και είναι τα ίδια που χρησιμοποιήθηκαν στη γαλλική παραγωγή.