Τελευταία φορά που τη συνάντησα, πριν δηλαδή κεράσει καφέ και κουλουράκια (από τα χέρια της) στο σπίτι με τα μεγάλα παράθυρα που βλέπουν Ακρόπολη και ρουφούν καθημερινά το «θρόισμα» της Πλάκας, ήταν στα χωράφια της Μαλακάσας. Ένα βράδυ που το Respublika της Στέγης μας άνοιγε τα μάτια σε έναν κόσμο χωρίς όρια, ανάμεσα σε σινεμά, θέατρο και rave. Η Εβελίνα Αραπίδη αγαπά τον χορό – είναι πιο εύκολο να την πετύχεις σε ένα (χορευτικό) ξημέρωμα παρά σε μια συγκέντρωση κλασικής θεατρικής «συναλλαγής», εκεί που η κοσμικότητα φλερτάρει την ανία. Η τέχνη της, ο τρόπος που διαλέγει τις «στάσεις» της, έχει την ίδια υφή με τη ζωή – είναι ρευστή, αλλάζει εύκολα και επιμένει, δεν έχει για πρώτη της έννοια να αρέσει.
Η Εβελίνα Αραπίδη είναι ηθοποιός με παρουσία στο θέατρο κυρίως – τα περάσματά της από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση (τη θυμάμαι στις «Μάγισσες της Σμύρνης», στο «Αυτή η νύχτα μένει»), της υπενθυμίζουν πως ένας μεγάλος κόσμος παραμένει γι’ αυτήν ανοιχτός για εξερεύνηση. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» και είναι τελειόφοιτη του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Το 2018, βραβεύτηκε με το Α’ Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Kiev Andriyivski Festival of Chamber Performance για την παράσταση “Pietà”. Είναι, επίσης, καλλιτεχνική διευθύντρια της Ομάδας Μουσικού Θεάτρου ΕΥΤΟΠΙΑ.

Συναντιόμαστε λίγο πριν την πρεμιέρα του έργου «Οι μαμάδες δεν αρρωσταίνουν ποτέ» της Σοφίας Νικολαΐδου, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τσικούρα, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Καθόλου εύκολο έργο. Αλλά εντελώς απαραίτητο. Μια γυναίκα -μάνα, σύζυγος, κόρη, φίλη- έρχεται αντιμέτωπη με τον καρκίνο. Χάνει το στήθος της, χάνει την κανονικότητα της ζωής της, αλλά αρνείται να χάσει τον εαυτό της. «Αυτή η γυναίκα ζει στο κρεβάτι της και κάνει διακοπές στο καθιστικό. Βγαίνει βόλτες, περπατάει στην πόλη. Πετάει τα βαρίδια. Νιώθει ελεύθερη. Αυτή η γυναίκα δεν ντρέπεται να γελάσει ανελέητα με όσα τρελά συμβαίνουν γύρω της. Δεν ντρέπεται να κλάψει. Αυτή η γυναίκα βγαίνει στον πόλεμο και δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να της γράψει το πρόλογο, να προβλέψει το δικό της σήμερα και αύριο», διαβάζω. «Μοιάζει σαν ένα ντοκιμαντέρ που κάποιος γυρίζει πάνω σε ένα γυναικείο σώμα. Με έναν φακό που μπαίνει στο μυαλό και καταγράφει τις σκέψεις, τις αισθήσεις και τα αισθήματα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω να παίρνει (θεατρικά) ρίσκα. Έχει παίξει σε μεγάλες σκηνές και σε μικρά, αυτοσχέδια θέατρα. Έχει δώσει περφόρμανς σε νοσοκομεία και άσυλα. Έχει βρεθεί στην Επίδαυρο, στους Δελφούς, στη Σαμοθράκη, όπου έστησε με την ομάδα της μια παράσταση δίπλα στα αρχαία. Της αρέσει περισσότερο η διαδρομή από τον στόχο. Πριν φτάσει, αναζητά το πέρασμα. Και το χαράζει κάθε φορά με πυξίδα το ανήσυχο βλέμμα της.
Η τέχνη της δεν διεκδικεί την προσοχή με υπερβολές. Βαδίζει στον ρυθμό της, άλλοτε αυστηρή και πειθαρχημένη, με τις τεχνικές της μεθόδου Suzuki που σπούδασε και κατέχει, άλλοτε σαν μια αυτοσχέδια μελωδία από πνευστά, απρόβλεπτη και ατμοσφαιρική σαν τη μουσική που άκουγε μικρή στο σπίτι. Ο πατέρας της, μουσικός της Μαρινέλλας, της έμαθε να ακούει τζαζ. Νίνα Σιμόν, Μπίλι Χόλιντεϊ, Έλα Φιτζέραλντ. Μπορεί να τις ακούει για ώρες. Δεν αντέχει το πειραματικό για το πειραματικό, χρειάζεται τη μελωδία μέσα σε αυτό, μου λέει.
Στις ερμηνείες της δεν υπάρχει τίποτα φτιαχτό, τίποτα που να μην αντηχεί αληθινό. Όταν ερμηνεύει, μοιάζει σαν να έχει πάρει από το χέρι τον ρόλο και να του λέει «πάμε μια βόλτα στην πόλη».
Τη ρωτάω πώς προσεγγίζει μια ηρωίδα που περνά μέσα από τη φωτιά της ασθένειας και βγαίνει από την άλλη πλευρά αλλαγμένη. Χαμογελάει, σχεδόν συνωμοτικά. «Όλοι αλλάζουμε», λέει. «Μόνο αν το επιτρέψουμε στον εαυτό μας». Και έτσι κάπως ξεκινάει η κουβέντα.
Μίλησε μου γ αυτό το έργο… Τριάντα χρόνια στο θέατρο, δεν είχα ξανασυναντήσει αυτή τη δυσκολία να συγκεντρωθώ σε ένα κείμενο. Είναι σαν ημερολόγιο. Η Σοφία παίζει και να το ηχογραφούσε. Κατέγραψε όλες τις σκέψεις της με μια ωμότητα και έναν προσωπικό τόνο απίστευτο. Επειδή όμως ο Δημήτρης έχει μια φρέσκια και brilliant ματιά πάνω στο πώς σκηνοθετεί, υπάρχει πολύ κόντρα βηματισμός πάνω στο θέμα. Υπάρχει μια απαραίτητη ελαφράδα, ένα καλοδεχούμενο χιούμορ. Μια τραγωδία μπορεί να ειπωθεί καλύτερα μέσα από μια κωμωδία. Βοηθά η πένα της που δεν είναι καθόλου μελό, αλλά γεμάτη αυτοσαρκασμό. Το ξορκίζει με ένα τρόπο, «να φύγει να πάει στα άγρια βουνά».
Στον άξονα του έργου υπάρχει και ένα παιδί που έβλεπε όλα τα στάδια. Το να είσαι μητέρα καρκινοπαθής, δεν έχει ένα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας; Θεωρώ πως ο μαστός δεν είναι μόνο σεξουαλικό αλλά και μητρικό σύμβολο, ειδικά αν έχεις ένα παιδί να σου υπενθυμίζει τον ρόλο.
Το να ονομάζεις αυτή την αρρώστια, είναι μέρος της διαδικασίας της ίασης; Έχω προλάβει την εποχή που όταν έλεγες τη λέξη καρκίνο όλοι σταυροκοπιόντουσαν. Έχουμε προχωρήσει από αυτό, ίσως όμως όχι τόσο όσο θα έπρεπε.
Στο έργο μπλέκεται ευφυέστατα στη δραματουργία και η ιστορία της Πριγκίπισσας Ukok (γνωστή επίσης και ως «Ice Maiden»). Πώς λειτουργεί αυτό για σένα; Θεραπευτικά. Με βοηθά να κρατιέμαι και από κάπου αλλού. Είναι και τόσο ενδιαφέρουσα η ιστορία της. Η πιο καλοδιατηρημένη μούμια που βρέθηκε στη Σιβηρία. Από την ανάλυση που έγινε, ανακάλυψαν πως υπήρχε η πιθανότητα να πέθανε από καρκίνο του μαστού. Την είχαν για σαμάνα. Η ίδια, για τους πόνους έπαιρνε ψυχεδελικά παραισθησιογόνα – βρέθηκαν ίχνη δίπλα στο σώμα της.

Πρόσφατα ήσουν στην Κίνα. Σε μια μίνι περιοδεία με το “Women of Passion” της Ε. Αρσένη, σε σκηνοθεσία Τατιάνας Λύγαρη… Είναι ένας μονόλογος που παίζω από το ’16. Tο 2018 εκπροσώπησε και την Ελλάδα στη τότε Θεατρική Ολυμπιάδα στην Ινδία. Γίνομαι η Κάλλας, η Μερκούρη και η Μήδεια του Παζολίνι. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο έργο της Ευγενίας Αρσένη, ένα πείραμα εξαρχής αγγλόφωνο. Κατά παραγγελία, επί της ουσίας, από την Τατιάνα Λύγαρη – ήθελε να κάνει κάτι που να απευθύνεται στο αγγλόφωνο κοινό της πόλης. Παίχτηκε στο Τρένο στο Ρούφ, και μετά άρχισε να παίρνει διαστάσεις και να ταξιδεύει στο εξωτερικό. Πήγε Βρυξέλες, Ινδία στην Θεατρική Ολυμπιάδα πριν την πανδημία, τώρα Κίνα. Στην Ινδία ήταν πιο ενδιαφέρον γιατί δεν ήξεραν καν τι είναι η Κάλλας και ούτε φυσικά και η Μελίνα Μερκούρη. Δεν ήξεραν όπερα, ήξεραν όμως τη Μήδεια σαν σύμβολο γιατί έχουν Μήδειες στους μύθους τους πολλές. Είχαμε παίξει στο Δελχί σε θέατρο χιλίων ατόμων -παράσταση δηλαδή που είναι φτιαγμένη αλλιώς, για μίνιμαλ γκρο πλαν χώρο- κι όμως ήταν τόσο φανταστικά, ο κόσμος τόσο αθώος, ένα άλλου είδος κοινό. Ο κώδικας τους πολύ συμβολικός, έχει μια γραφικότητα το θέατρο τους, δεν είναι όπως της Δύσης, είναι φόρμα χορευτικό, πιο Τερζοπουλικό θα τολμούσα να πω, οπότε όταν βλέπουν άνθρωπο να μιλά κανονικά στη σκηνή αντιδρούν αναλόγως, τους ακούς, τους νιώθεις, εκστασιασμένους, μαγικό. Το κοινό, όταν νιώθει την ενέργεια και θέλει να καταλάβει τι γίνεται και δεν είναι υποψιασμένο, έχει μια παιδικότητα, ανοίγει ο ασκός και τρέχει ο «διάλογος». Στην Κίνα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Πως ήταν; Δυστοπικά (γελάει). Ζητιάνοι με barcode. Όλα ψηφιακά. Δεν υπάρχει τίποτα χωρίς κινητό. Όλα περνάνε μέσα από αυτό. Υπάρχουν κάμερες παντού. Σκέψου, μας πήγε ένας οδηγός της παραγωγής σε ένα σημείο και αναγκάστηκε να μείνει για δύο δευτερόλεπτα κάπου που δεν επιτρεπόταν και του ήρθε ειδοποίηση και «πέναλτι» στο κινητό του το επόμενο λεπτό. Νιώθεις πολύ ασφαλής αλλά ταυτόχρονα είναι αγχωτικό, αν είσαι Δυτικός. Χτίζουν μια πόλη μέσα σε μια μέρα. Χιλιάδες τεράστια mall που δεν κλείνουν ποτέ. Ψωνίζουν, τρώνε, πίνουν, κάνουν τάι τσι, χορεύουν, η ζωή τους είναι σε ένα σταθερό πρόγραμμα.
Θα έμενες εκεί για μεγαλύτερο διάστημα, να δούλευες σταθερά; Θα μπορούσα, ναι, για ένα διάστημα. Δουλεύω στρατιωτικά και αυτό βοηθάει. Αλλά αυτή η αίσθηση πως είσαι εργαλείο, είσαι υπάλληλος, είσαι ένα πιόνι, ένας τροχός της αμάξης, δεν βοηθά. Το αντιλαμβάνεσαι παντού, όλοι πάνε μαζί, πας αντίθετα και σε πατάνε.
Έχεις ακουμπήσει τον εαυτό σου περισσότερο στο θέατρο παρά στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο. Νιώθω πιο άνετα στη σκηνή. Πιο πολύ ο εαυτός μου. Ήμουν έναν μήνα στην Κόνιτσα, για τον Παΐσιο στο Mega. Είμαι η μεγάλη αδερφή, στη δεύτερη σεζόν. Κινηματογραφικές συνθήκες. Λιγουρεύτηκα, ομολογώ, γιατί τον αγαπώ τον κινηματογράφο, κι αυτόν που ακουμπά στην τηλεόραση επίσης, αλλά το θέατρο είναι ο τόπος μου.
Είσαι από αυτούς που βαριούνται εύκολα; Μου αρέσει η μίξη των πραγμάτων, μ’ αρέσει το φρέσκο και, ναι, βαριέμαι εύκολα. Μ’ αρέσει να απορροφώ το παλιό σαν εργαλείο. Έχω πολύ μεγάλη αγάπη στο κλασικό, αλλά μου αρέσει περισσότερο όταν πειράζεται. Όχι απαραίτητα κιτσοπουλικά – κι ας την αγαπώ. Θέλω να μπορώ να συνομιλώ και να γίνεται κατανοητό, να μην θέλει ο άλλος εγκυκλοπαίδεια για να καταλάβει.
Για μένα, αυτονόητα, όλα είναι τέχνη και όλα πολιτική.
Τι τύπος είσαι πραγματικά; Είμαι λίγο παράξενη, θέλω ρωγμές στην Τέχνη. Εκεί που θα κλάψω, θέλω και να γελάσω, εκεί που θα χορέψω, θέλω και να ησυχάσω.
Πώς λειτουργεί η τέχνη για σένα; Δεν έχει σημασία τι θα κάνεις, απλά να έχει ένα νόημα που το κάνεις. Για μένα, αυτονόητα, όλα είναι τέχνη και όλα πολιτική. Τέχνη είναι να μεγαλώσεις μια ωραία μονστέρα, να φτιάξεις ένα ωραίο φαγητό – είμαι κοιλιόδουλη παρεπιπτόντως, δεν μπορώ να κάνω δίαιτες, τις μισώ. Ένα ωραίο ταξίδι επίσης είναι τέχνη, μια ωραία συζήτηση. Μια παράσταση, πάλι, μπορεί να μην είναι καθόλου. Όλα μπορεί να είναι και όλα μπορούν να μην είναι. Και κάτι κακό μπορεί να είναι τέχνη. Κάτι που δεν ήξερα και το έμαθα πρόσφατα, υπήρχε μια περίοδος στο μπαρόκ που ο πορδισμός ήταν τέχνη, υπήρχαν επαγγελματίες πορδιστές οι οποίοι μπορούσαν και καθοδηγούσαν τόσο καλά τα έντερα τους που δημιουργούσαν μουσικές συνοδεία μουσικών οργάνων. Από τη στιγμή που είμαστε άνθρωποι, δημιουργούμε αυτόματα, η φύση δημιουργεί και αποδομεί όλη την ώρα, απλά κάποια στιγμή είχαμε την ανάγκη να το βαφτίσουμε και το είπαμε τέχνη. Γιατί αυτός ο μπλε πίνακας να είναι τέχνη και τι διαφορά να έχει με αυτό που έκανε το παιδί μου όταν ήταν τρία; Ποιος το καθορίζει και ποιος το κρίνει; Όσο πιο στον αφρό πάει, τόσο πιο αυνανιστικό και αλαζονικό γίνεται.
Κρύβει αλαζονεία η τέχνη; Έχουν αλαζονεία αυτοί που την σχολιάζουν, αυτοί που μιλούν για την τέχνη τους περισσότερο από όσο κάνουν τέχνη. Ένας μάστορας, ένας μαραγκός που φτιάχνει ένα αριστούργημα, θα το φτιάξει και θα προχωρήσει, δεν θα φλυαρήσει γι’ αυτό. Όταν θες να φας ένα φαγητό, δεν σε ενδιαφέρει να σου μιλήσει ο άλλος γι’ αυτό – θέλεις να το φας και να το φχαριστηθείς και να καταλάβεις τη γεύση του. Σκασίλα σου αν θα ακούσεις το οξύμελο ή θα σου μιλήσει το ρόδι. Σε νοιάζει να το φας γιατί πεινάς, και μετά ας σου αρέσει κιόλας. Το ίδιο delivery κάνει και ο καλλιτέχνης.

Σκηνή από την παράσταση «Οι μαμάδες δεν αρρωσταίνουν ποτέ» της Σοφίας Νικολαΐδου, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Έχεις κάποιον αγαπημένο σκηνοθέτη; Είμαι Μπινιαρική. Δεν έχω δουλέψει μαζί του. Θα μ’ ενδιέφερε να δω τη διαδρομή που κάνει όταν δουλεύει. Έχω ακούσει πως είναι ευγενής και μου είναι ευδιάκριτο πως έχει πολύ καλή τεχνική. Ξέρει τι θέλει. Επίσης ξεκάθαρο. Είναι παιδί του δρόμου. Δεν συμβιβάζεται με κάτι λιγότερο. Δεν είναι ακαδημαϊκός, είναι πιο «πρωτόγονος».
Έχεις δουλέψει και με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο. Τρία χρόνια μαζί του, δεν είμαι αθώα θεατής, κάθε φορά που τον βλέπω ξέρω τι συμβαίνει. Για μένα ο Τερζόπουλος είναι ένας μύθος, ένας θρύλος, και είναι ο μοναδικός στην Ελλάδα που έχει μια γλώσσα και επιμένει σε αυτή. Αν καταφέρεις να μπεις μέσα σε αυτή τη μέθοδο και να την καταπιείς, έχεις μια συνέχεια.
Τον κουβαλάς τον τρόπο του; Ναι, είναι παρακαταθήκη μου. Μου άλλαξε πολλά, ακόμα και το σώμα μου – είμαι γεμάτη πληγές, δόξα το θεό πολλές κληρονομιές (γελάει δυνατά).
Ήσουν στις Τρωάδες. Ήταν μια Ελληνίδα (η Δέσποινα Μπεμπεδέλη), μια Βόσνια, μια Κροάτισσα, μία από το Ισραήλ. Πώς ήταν αυτή η μίξη ανθρώπων και πολιτισμών σε σχέση με το έργο του; Δεν είχαν κάνει ακροάσεις. Του τις είχαν προτείνει άνθρωποι από αυτά τα μέρη που εμπιστευόταν. Δεν νομίζω πως είχαν ιδέα οι ηθοποιοί για το πού ακριβώς πήγαιναν… η Βόσνια ήταν μια σταρ, με την κόκα-κόλα της και το τσιγάρο της και γενικά αλλού, και μόλις υποψιάστηκε το συμβαίνει άρχισε να κλαίει και να θέλει να φύγει. Δεν έφυγε όμως. Καμία δεν έφυγε. Γιατί σιγά σιγά νιώθεις. Και μετά δεν θες να πας πουθενά. Η καλύτερη μαθήτρια όλων, βεβαίως, ήταν η κυρία Μπεμπεδέλη, ερχόταν πρώτη, έφευγε τελευταία, κάθε μέρα έκανε εξήντα κοιλιακούς για ζέσταμα.
Η Ορέστεια σου είχε αρέσει; Περισσότερο, νομίζω, συγκινήθηκα στο τέλος με τον κόσμο. Είχα πάει και τη δεύτερη μέρα που είχαν σηκώσει τη σημαία της Παλαιστίνης, με συγκίνησε αυτή η πολιτική χροιά στη μιάμιση τη νύχτα. Αλλά αν είναι να πούμε κάτι για το περσινό καλοκαίρι, η Εκάβη, το Hecuba, not Hecuba του Τιάγκο Ροντρίγκες, ήταν για μένα η «μεγάλη» παράσταση. Ίσως γιατί δεν το περίμενε κανείς. Είχε δύο χρόνους παράλληλους, μπαινόβγαινε μέσα στις ιστορίες με ξεχωριστή άνεση και σε έκανε να καταλάβεις την Εκάβη σαν μέγεθος μέσα από μια μάνα του σήμερα, εντελώς ανεπιτήδευτα. Σπάνια το βλέπεις στο ελληνικό θέατρο Πώς μπορούν οι άνθρωποι να μπαινοβγαίνουν μέσα στο μεγαλείο και τον θρύλο χωρίς προσπάθεια, να γίνεται τόσο απλά; Ίσως να οφείλεται στο ότι έχουν βαθιά και ουσιαστική παιδεία, έχουν καταπιεί τα εργαλεία της μεθόδου τους, της τεχνικής τους, και μετά τα έχουν ξεπεράσει. Με έναν τρόπο, δηλαδή, είναι κανονικοί άνθρωποι, δεν θεωρούν ότι κάνουν και κάτι σπουδαίο πια -σαν άνθρωποι, όχι σαν καλλιτέχνες- έχουν μια καλώς εννοούμενη ταπεινοφροσύνη.
Την ξεχωρίζεις, σαν να χρειάζεται… Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη, γιατί κρύβει μια θυσία. Θεωρώ πως όλα έχουν την ίδια αξία με έναν τρόπο.
Σκηνοθεσία Δημήτρης Τσικούρας. Ερμηνεύει η Εβελίνα Αραπίδη.
19 Φεβρουαρίου-23 Μαρτίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Εισιτήρια εδώ.