«Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει ένα αφήγημα με το οποίο περπάτησε ο κόσμος μέχρι τώρα, ένα γλωσσάρι πατριαρχίας. Αλλά ας πάμε λίγο παρακάτω. Ας σεβαστούμε τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Ήρθε ο καιρός!», μου λέει ο Γιάννης Σκουρλέτης, σκηνοθέτης και ιδρυτής της ομάδας bijoux de kant, με το πολύ προσωπικό καλλιτεχνικό ιδίωμα, που γνωρίζει να ανεβάζει υψηλές θερμοκρασίες στη σκηνή, με αφορμή τη σκηνοθεσία της δημοφιλέστατης οπερέτας του Γιόχαν Στράους «Νυχτερίδα». Η παράσταση παρουσιάζεται (έως και τις 4 Ιανουαρίου 2025) στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας».
«Ακούς τη μουσική της “Νυχτερίδας” και σου θυμίζει κάτι, δεν ξέρεις τι, αλλά σου θυμίζει. Μπορεί να είναι το πώς η ποπ κουλτούρα αφομοίωσε το μουσικό υλικό και το μετέτρεψε σε μια διαφήμιση για καφέ στην τηλεόραση, ας πούμε, ή μια ταινία κινουμένων σχεδίων της παιδικής μας ηλικίας ή κάτι άλλο. Για σκέψου, όμως, δεν είναι καταπληκτικό; Γνωρίζεις “κάτι” χωρίς να ξέρεις τι είναι και από πού προέρχεται. Άρα η Νυχτερίδα, εκτός από βιεννέζικη οπερέτα,, έχει μ’ έναν τρόπο γίνει βίωμα, άρα και ταυτότητα προσωπική ή ακόμα και εθνική», προσθέτει ένας θεατράνθρωπος που πάντα άφηνε χώρο στους συνεργάτες του. «Δεν υπάρχει το όραμα του σκηνοθέτη που πρέπει πάση θυσία να επιτευχθεί. Δεν πάω να κατασκευάσω ένα “αριστούργημα”, επιζητώ την ανακάλυψη, την εκσκαφή, την αποκάλυψη και το ξάφνιασμα», μας εξηγεί για την «μαγειρική» στη δουλειά του ο ταλαντούχος δημιουργός.
Έχοντας εικόνα από το πολύ ιδιαίτερο θεατρικό σου ιδίωμα, αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορεί να μπολιάσει και μια τόσο κλασική οπερέτα; Ποιο «μηχανισμό» βρήκες για να βγει από τα στεγανά πλαίσια και να σε εκφράζει παραστατικά; Έχει “ρωγμές” το ίδιο το έργο, ευπλαστότητα για να επιτευχθεί αυτό; Με ενδιαφέρουν πάντα οι «επιστροφές» σε παλαιότερα κείμενα, σε παλαιότερα έργα, σε παρελθοντικές συνθήκες, με ενδιαφέρει η «επιστροφή» γιατί μου επιτρέπει να ανιχνεύσω πόσο αυτά τα συστήματα έχουν κάνει μια ισχυρή ή λιγότερο φανερή εγγραφή στη σύγχρονη ταυτότητά μας. Και μέσω αυτής να αναρωτηθώ για το πόσο αντέχει η ίδια η γλώσσα ή το ίδιο το αίσθημα να ανατροφοδοτεί την καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτό συμβαίνει και με τη Νυχτερίδα.
Σε ενδιέφερε το συγκεκριμένο είδος; Η βιεννέζικη οπερέτα; Ναι. Έχει πολύ ενδιαφέρον. Μιλάει για την ιστορία της Ευρώπης. Το λιμπρέτο έχει γαλλική προέλευση, οπότε φέρει όλη την κληρονομιά της γαλλικής σκέψης πάνω σε ταξικά, κυρίως, ζητήματα. Έχει μια ματιά, θα έλεγα, πολύ ανατρεπτική στον τρόπο που καυτηριάζει την υποκρισία της αριστοκρατικής τάξης της εποχής. Κληρονομιά της γαλλικής επανάστασης απ’ την άλλη, αναμφισβήτητα είναι ένα έργο φτιαγμένο για να διασκεδάζει, κι αυτή ακριβώς η απόκρυψη ή η κρυπτικότητα του μηνύματος το καθιστά αμέσως κάτι «άλλο». Ναι, πιστεύω ότι είναι ένα πολύ βαθειά πολιτικό έργο η Νυχτερίδα. Για να σκεφτούμε λίγο το τώρα της Ευρώπης: H άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη του 20ου αιώνα έφερε έναν πόλεμο. Μήπως βρισκόμαστε ξανά πολύ κοντά σε κάτι τέτοιο; Άλλωστε πάντα κατοικούμε σ’ έναν μεσοπόλεμο. Αυτό είναι το πεπρωμένο της Ευρώπης.
Γενικά, πώς μεταφέρεται, πώς παρασταίνεται η οπερέτα στο παρόν; Η όπερα είναι πιο ευέλικτη; Οι τελευταίες παραστάσεις οπερέτας που έχω δει στη χώρα, καθότι πολύ δημοφιλές είδος, σχεδόν “ελληνοποιημένο”, ήταν κλασικότροπες, απλώς αλλάζει η εικόνα, η αισθητική (σκηνικά, κοστούμια). Δεν με ενδιαφέρει σ’ αυτές τις «επιστροφές» κανενός είδους ηθογραφική προσέγγιση, άλλωστε δε νομίζω ότι είναι ένας ρεαλιστικός στόχος να ανεβάσει κανείς κάτι για να αποδώσει μια οποιαδήποτε εποχή. Εμένα με ενδιαφέρει το καθαρό «αίσθημα». Από ’κει και πέρα, κάνω ό,τι μπορώ για να αποδώσω με σύγχρονους τρόπους, δηλαδή με τα εργαλεία της ιστορικής στιγμής που υπάρχω, την υπέροχη μουσική του Στράους.
Πού μας μεταφέρει η σκηνογραφία, που υπογράφει ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, μόνιμος συνεργάτης στη bijoux εδώ και χρόνιας; Οι σκηνογραφίες θέλουμε πάντα στη δουλειά μας να λειτουργούν ως ψυχοτοπία, ως καμβάδες που επιτρέπουν την ανάδειξη μιας σχέσης. Είναι τοπία που κατοικούνται και φιλοξενούν ανθρώπους ή φαντάσματα που έτσι κι αλλιώς τους έχει συντρίψει η ιστορία.
Είναι δύσκολο είδος η οπερέτα; Το μουσικό θέατρο, εν γένει; Σε δυσκόλεψε; Είναι, δεδομένου ότι δεν υπάρχει και η κατάλληλη εκπαίδευση. Οι περφόρμερς πρέπει να παίζουν, να χορεύουν, να τραγουδούν, αλλά να, βλέπεις; Καταλήγουμε στο ίδιο θέμα. Ότι τελικά κάνει κανείς αυτό που αντέχει ή που μπορεί, για να είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του και φυσικά στον θεατή. Οπερέτα είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετώ.
Η καθαρή φάρσα είναι ένα είδος με το οποίο δεν έχεις καταπιαστεί ιδιαιτέρως, αν δεν απατώμαι. Έχω κάνει κωμωδία και είμαι πολύ περήφανος. Αν και δεν μου αρέσει φυσικά να μιλάω με «είδη» – φάρσα, κωμωδία, δράμα, τραγωδία κ.λπ. Με ενδιαφέρει περισσότερο να βρω και να ενώσω τα αντίθετα. Από το αποκλειστικά τραγικό ή το αποκλειστικά και μόνο κωμικό, προτιμώ το κωμικοτραγικό. Η σύγχρονη δραματουργία επιτέλους επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, ναι, έχω κάνει δύο Γκολντόνι. Το «Καινούργιο Σπίτι» στο Εθνικό Θέατρο και την «Τριλογία του Παραθερισμού» στο Κ.Θ.Β.Ε. Πολύ συχνά συνάντησα στη Νυχτερίδα τις ατμόσφαιρες του Γκολντόνι. Το ζήτημα της μισανθρωπίας στο θέατρο του Γκολντόνι ακουμπάει πολύ και στη Νυχτερίδα. Είναι όλα συγκοινωνούντα δοχεία.
Απόρησα που επιλέξατε την παλιά μετάφραση του Τερζάκη. Ναι, είναι πολύ αρχαία και κάπως πρωτόγονη. Αυτό αφήνει περισσότερο ανοιχτό τον τρόπο να την προσεγγίσεις. Υπήρχαν κι άλλα μεταφρασμένα λιμπρέτα, αλλά εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα ανεβάσματα. Ήταν πολύ δεσμευτικά γι’ αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου.
Διάβασα πως τα κοινωνικώς μη ανεκτά στερεότυπα (τη διακωμώδηση του κεκέ, του χοντρού κ.ο.κ.) δεν τα αφήνεις απείραχτα. Είναι νομίζω χοντρή ανοησία να παρουσιάσεις στη σκηνή την αναπηρία ως εργαλείο κοροϊδίας για να γελάσει το κοινό. Αυτά είναι ανεπίτρεπτα για το θέατρο που θέλω να κάνω. Φυσικά, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει ένα αφήγημα με το οποίο περπάτησε ο κόσμος μέχρι τώρα, ένα γλωσσάρι πατριαρχίας. Αλλά ας πάμε λίγο παρακάτω. Ας σεβαστούμε τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Ήρθε ο καιρός.
“Πόλεμος των φύλων” θα ήταν ένας τίτλος που θα έβαζες στην οπερέτα του Στράους; Πόλεμος των φύλων, όχι. Δεν θέλω να μιλάω με πολεμικούς όρους. Νομίζω είναι η ανάγκη των ανθρώπων να ρίξουν τις μάσκες τους, να αποκαλυφθούν στον άλλον. Στήνουν μια φάρσα η οποία θα τους επιτρέψει τη συνάντηση με τον πραγματικό εαυτό τους.
Συγχρόνως, παρουσιάζεις -απόλυτο κοντράστ- έναν ακόμη αγαπημένο σου Άκη Δήμου με την ομάδα σου, bijoux de kant. Πόσο εύκολο είναι τα τελευταία χρόνια να κάνεις θέατρο; Η ομάδα να συνεχίζει το έργο της; Μπορείς αλήθεια να κάνεις όσα θέλεις; Δουλεύουμε πολύ. Είναι ένας τρόπος να ζει κανείς, η πολλή δουλειά. Ετεροπροσδιορίζεσαι και αυτοπροσδιορίζεσαι συνεχώς. Με τον Άκη έχουμε συνεργαστεί αρκετά. Δεν θυμάμαι πόσες φορές. Και σε κάθε συνεργασία αποφασίζουμε μια επιστροφή. Η πρώτη φορά ήταν η «Πρώτη Αγάπη» του Ι. Κονδυλάκη στο Θέατρο Τέχνης, με την παράσταση «Όσα η Καρδιά μου στην Καταιγίδα». Ακολούθησαν τα «Δάση στα Γόνατα», στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, πάνω στον «Παλαιό των Ημερών» του Μάτεσι, κι άλλες, κι άλλες φορές. Συνεχίζουμε, ναι. Το ’25 κλείνουμε 15ετία. Η bijoux γεννήθηκε τον χειμώνα του 2010. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είμαστε δημιούργημα της κρίσης. Κάνουμε όσα αντέχουμε, πάντα υπάρχουν ιστορίες που περιμένουν να εμφανιστούν.
Πώς εξελίσσεται η ομάδα μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια; Αναζητάς διαρκώς νέους τρόπους; Πιστεύεις, διατηρεί ή μεταλλάσσει, μετουσιώνει την καλλιτεχνική ταυτότητά της; Ελπίζω να εξελισσόμαστε. Πιστεύω, Ιωάννα, πολύ στη συνάντηση με τον άλλον. Η bijoux από την ίδρυσή της είχε στόχο το άνοιγμα και την επαφή με όλα τα πεδία της τέχνης και του κριτικού λόγου. Δεν υπάρχει το όραμα του σκηνοθέτη που πρέπει πάση θυσία να επιτευχθεί. Δεν πάω να κατασκευάσω ένα «αριστούργημα», επιζητώ την ανακάλυψη, την εκσκαφή, την αποκάλυψη και το ξάφνιασμα. Τώρα, ας πούμε, στη Νυχτερίδα είναι μεγάλη χαρά να ανακαλύπτουμε ότι οι μελωδίες του Στράους μάς είναι με κάποιο τρόπο γνώριμες. Ακούς τη μουσική της Νυχτερίδας και σου θυμίζει κάτι, δεν ξέρεις τι, αλλά σου θυμίζει. Μπορεί να είναι το πώς η ποπ κουλτούρα αφομοίωσε το μουσικό υλικό και το μετέτρεψε σε μια διαφήμιση στην τηλεόραση για καφέ, ας πούμε, ή μια ταινία κινουμένων σχεδίων της παιδικής μας ηλικίας ή κάτι άλλο. Για σκέψου, δεν είναι καταπληκτικό; Γνωρίζεις «κάτι» χωρίς να ξέρεις τι είναι και από πού προέρχεται. Άρα η «Νυχτερίδα, εκτός από βιεννέζικη οπερέτα,, έχει μ’ έναν τρόπο γίνει βίωμα, άρα και ταυτότητα προσωπική ή ακόμα και εθνική.
Μπασδέκη, Δήμου, Δημητριάδης. Είσαι πιστός σε κάποιους συγγραφείς. Αν όχι εμμονικός. Είναι το στοιχείο καταρχάς της ελληνικότητας, αλλά χωρίς να είναι η κυρίαρχη, η “επίσημη”, αλλά “λοξή”, η underground, που δεν εξωραΐζει, κοιτάζει κατάματα, και πάλι μέσα από κάτοπτρα ενός έντονου, ιδιαίτερου, υγρού ερωτισμού και μιας απόλυτης αισθητικής, που συνδυάζει και την παράδοση, ξαναειδομένη με νέα ματιά; Το είπα και πριν, δεν ξεκινάω να κάνω underground, avant garde, queer ή ό,τι άλλο. Θέλω να συναντώ αυτό που με συνθέτει και προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Προσωπικά και εθνικά. Ο Καβάφης είπε όλα είναι θέμα «φωτισμού», πού θα τοποθετήσεις τη λάμπα και, πίστεψέ με, έχει πολλές θέσεις να την τοποθετήσεις.
Πώς είναι η μόνιμη πλέον στέγη της ομάδας να βρίσκεται κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, πάνω και δίπλα από αρχαιότητες; Κάποτε περπατούσα με μια φίλη στην οδό Αθηνάς. Τόνοι απορριμμάτων, λόγω απεργίας, είχαν πνίξει την Αθήνα και φυσικά και την οδό Αθηνάς. Αναρωτήθηκα μα τι στο καλό, πότε θα μαζέψουν τα σκουπίδια. Το βλέμμα μας ανέβηκε πάνω από τους λόφους που σχημάτιζαν τα απορρίμματα και στο βάθος πρόβαλε υπέρλαμπρος ο Παρθενώνας. Τότε η φίλη μου είπε «τα σκουπίδια θα μαζευτούν, αυτές οι πέτρες πότε θα μαζευτούν άραγε;». Είμαστε ευλογημένοι και καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στην τρομαχτική δύναμη της ομορφιάς.
Τι είναι αυτό που διαμόρφωσε την αισθητική σου; Ως πρώτιστο θα έλεγα ο έρωτας, για να γίνω και λίγο μελοδραματικός.
Η σημερινή Ελλάδα σου αρέσει; Τη θυμάμαι πότε, πότε.
H «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους παρουσιάζεται στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας», σε μουσική διεύθυνση Μίλτου Λογιάδη.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης. Μετάφραση: Άγγελος Τερζάκης. Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης. Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα. Χορογραφία: Γιαν Άγγελος Αποστολίδης (Fuerza Negra). Φωτισμοί: Γιώργος Μαρουλάκος
Διδασκαλία χορωδίας: Σταύρος Μπερής. Μουσική προετοιμασία: Μάρκος Κώτσιας. Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Παπαδάκης. Βοηθός σκηνογράφου: Δήμητρα Σαρρή.
Βοηθός ενδυματολόγου: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου
Β’ Βοηθοί σκηνοθέτη: Αλίκη Πιτσινίγκου, Διονύσης Νικολόπουλος. Β΄ Βοηθός ενδυματολόγου: Μινωίς Μπαχτσετζή Μαρκίδου.
Άιζενσταϊν:Δημήτρης Πακσόγλου
Ροζαλίντε: Άννα Στυλιανάκη (19, 21, 23, 26/12, 3/1) / Χρύσα Μαλιαμάνη (20, 22, 25, 27/12, 4/1)
Αντέλε: Δήμητρα Κωτίδου (19, 21, 23, 26/12, 3/1) / Άννυ Φασσέα (20, 22, 25, 27/12, 4/1)
Φάλκε: Γιώργος Ιατρού (19, 21, 23, 26/12, 3/1) / Αντώνης Κορδοπάτης (20, 22, 25, 27/12, 4/1)
Άλφρεντ: Αντώνης Κορωναίος (19, 21, 23, 26/12, 3/1 ) / Βασίλης Καβάγιας (20, 22, 25, 27/12, 4/1)
Πρίγκιπας Ορλόφσκι: Ειρήνη Καράγιαννη (19, 21, 23, 26/12, 3/1) / Μαρίτα Παπαρίζου (20, 22, 25, 27/12, 4/1)
Φρανκ: Γιώργος Παπαδημητρίου (19, 21, 23, 26/12, 3/1) / Νικόλας Ντούρος (20, 22, 25, 27/12, 4/1).
Μπλιντ: Νικόλας Μαραζιώτης. Ίντα: Μαρία Κατριβέση
Υπασπιστής: Αλέξανδρος Χαζάπης. Στο ρόλο του Φρος ο Χριστόφορος Σταμπόγλης. Χορός: Γιαν Άγγελος Αποστολίδης (Fuerza Negra), Αλίκη Γεωργίου, Σοφία Μαρκάκη, Έλενα Ράγγου.
Με τη Συμφωνική Ορχήστρα & Χορωδία Δήμου Αθηναίων