Ο Δημήτρης Ήμελλος ετοιμάζεται με εντατικές πρόβες για τον ρόλο του Κρέοντα στον «Οιδίποδα Επί Κολωνώ» σε σκηνοθεσία  Σταύρου Τσακίρη. Ο Τσακίρης είχε ανεβάσει το ίδιο έργο πριν από περίπου 20 χρόνια και ο νεαρός τότε Ήμελλος ήταν και πάλι παρών ως μέλος του χορού. Διευκρινίζει ότι τώρα είναι μια διαφορετική παράσταση γιατί ο σκηνοθέτης είναι ίδιος αλλά οι συντελεστές και η προσέγγισή του έργου διαφορετική.

Έχει μόλις σχολάσει από γύρισμα ταινίας, δεν είναι λίγες αυτές που έχει συμμετάσχει, παραδέχεται ότι θα μπορούσε να είναι και περισσότερες αλλά δεν υπάρχει χρόνος για αυτό γιατί θα σήμαινε διακοπή από το θέατρο και εκεί δεν τίθεται καν δίλημμα. Ενεργός στη σκηνή εδώ και πολλά χρόνια αλλά και διδάσκων υποκριτικής μοιάζει να ξέρει καλά ότι το θέατρο είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του.

Τι θυμάσαι από εκείνη την πρώτη φορά που συμμετείχες στον «Οιδίποδα Επί Κολωνώ»; Είχαμε κάνει μια απίστευτη περιοδεία σε 65 πιάτσες, κάθε μέρα ταξιδεύαμε και παίζαμε. Επίσης ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με έμπειρους ηθοποιούς. Προσπαθούσα να συλλέξω όποια εμπειρία θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για μένα, το έβλεπα δηλαδή και σα σχολείο. Και τώρα σα σχολείο το βλέπω αλλά από άλλη μεριά.

Συνειδητά χρησιμοποιείς τις θεατρικές σου εμπειρίες ή είναι κάτι που πλέον γίνεται αυτοματοποιημένα; Και τα δύο ισχύουν. Κάθε φορά όμως βρίσκεις πράγματα να ανακαλύψεις. Η δουλειά μας είναι δημιουργική και όχι εκτελεστική. Κάθε φορά βάζεις ένα καινούριο στοίχημα αλλιώς βαριέσαι. Το ζητούμενο σε αυτό που κάνουμε είναι το πώς θα συναντηθούμε με κάτι κι αυτό συνεπάγεται το πώς θα αποδοθεί. Εάν υπάρχει συνάντηση των ηθοποιών με αυτό που κάνουν έχουμε μια ωραία παράσταση διαφορετικά προκύπτει ένα βιομηχανικό προϊόν.

Δημήτρης Ήμελλος

«Δεν πιστεύω στη διδασκαλία, πιστεύω στην μαθητεία»

Αυτός είναι ο λόγος που επέλεξες να γίνεις ηθοποιός; Για να μη βαριέσαι και να ανακαλύπτεις; Νομίζω πως ναι, είναι μία από τις βασικές αιτίες. Οι υπόλοιπες είναι η συνάντηση με συγκεκριμένους ανθρώπους την εποχή που αποφάσιζα τι θα κάνω στη ζωή μου. Τότε συναντήθηκα και με τη Ρώσικη Σχολή και μου άσκησε ισχυρή γοητεία το κομμάτι της εκπαίδευσης. Μέσω του Στάθη Λιβαθινού ήρθα σε επαφή με τους Ρώσους και έφυγα για Μόσχα.

Πώς έγινε αυτό; Ο Λιβαθινός τότε είχε κάνει μόλις μια παράσταση στην Ελλάδα. Έκανε ένα σεμινάριο, έφερε Ρώσους δασκάλους κι εγώ τότε χώθηκα. Αυτό μου άλλαξε τη ζωή, παράτησε ό,τι έκανα μέχρι τότε και πήγα στη Μόσχα.

Τι το τόσο το ιδιαίτερο είχε που σου ταίριαζε εσένα ως προσωπικότητα; Ότι μου άνοιγε ένα χώρο ύπαρξης και επικοινωνίας με έναν παιδικό και παιγνιώδη τρόπο που με έκανε να αισθάνομαι ελευθερία και όχι δέσμευση. Πάντα νόμιζα ότι το θέατρο έχει μια δέσμευση μέσα του που την έχει προφανώς αλλά δεν είναι αυτή που πρωταγωνιστεί. Το βασικό όμως είναι να ανοίξεις και να είσαι ελεύθερος εσύ. Η δέσμευση προκύπτει μέσα από ελευθερία ή η ελευθερία περιέχει μέσα της τη διεύθυνση. Το θέμα είναι να είσαι εσύ μέσα σε όλο αυτό και όχι να μιμηθείς κάποιον άλλον. Για τη ζωή μου μιλάω μέσω των έργων.

Γιατί νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις για τη ζωή σου; Μέσω αυτής της διαδικασίας ένιωσα άλλη εκτίμηση για τη ζωή μου, κατάλαβα ότι είναι ένα πολύτιμο αγαθό. Μιλάω πάντα για το φαινόμενο της ζωής, όχι για την προσωπική μου. Τότε έφυγα για Μόσχα, το 1996, επί Γιέλτσιν.

Γιατί; Ήθελα να έρθω σε επαφή με τον ρώσικο πολιτισμό που είναι πιο ζωντανός από τον δικό μας. Ακόμη πρόλαβα τους μεγάλους Ρώσους δασκάλους μετά έφυγαν πολλοί από αυτούς σε άλλες χώρες. Έμεινα εκεί ένα χρόνο, γνώρισα την κοινωνία. Όταν ξαναπήγα πρόσφατα είδα μια εντελώς διαφορετική κοινωνία. Το χρήμα πάνω απ’όλα. Είσαι ό,τι έχεις. Ένας Ρώσος άνδρας δεν μετράει αν δεν βγει από τη λιμουζίνα με τρεις γυναίκες.

Όταν επέστρεψες συνεργάστηκες, μεταξύ άλλων, και με τον Λευτέρη Βογιατζή.  Ήταν όντως τόσο απαιτητικός όσο ακούγεται; Απαιτητικός είναι ο άλλος μαζί σου, όταν εσύ δεν έχεις απαιτήσεις από τον εαυτό σου. Άλλωστε δεν είναι ο ένας με το μαστίγιο κι ο άλλος χορεύει, για συνάντηση ανθρώπων μιλάμε. Προσπαθούμε να συνεργαστούμε για να ανακαλύψουμε και να αφηγηθούμε το φαινόμενο για χάρη των άλλων, των συνανθρώπων μας. Περνάμε ένα μέρος της ζωής μας πάνω στη σκηνή όπως ένα μέρος της ζωής του ο δάσκαλος το περνάει πάνω στην έδρα.

«Ο συντηρητισμός μπορεί να ακουστεί εκκωφαντικά και σε κάτι πρωτοποριακό».

Σου αρέσει να διδάσκεις; Ναι, με αναζωογονεί και με ανατροφοδοτεί ψυχικά καθώς μέσω της διδασκαλίας έχεις μια επαφή με νεότερα, από εσένα, υλικά. Θα έλεγα όμως ότι δεν πιστεύω στη διδασκαλία, πιστεύω στην μαθητεία. Κι εγώ μαθητής νιώθω. Κοντά σε αυτές της ηλικίας νιώθω ακόμη περισσότερο μαθητής κι αυτό ακριβώς μου αρέσει.

Είναι επειδή έτσι διατηρείται και η παιδική, παιγνιώδης ματιά στην οποία αναφερθήκαμε πριν; Ναι, απλώς έχω την εμπειρία και τη γνώση να βρω τα κατάλληλα εργαλεία και να τα μοιράζομαι μαζί τους, με τους μαθητές.  Όμως δεν ξέρω κάτι παραπάνω από αυτούς. Από τα βασικά εργαλεία είναι η παρατήρηση.

Ο καλλιτέχνης παρατηρεί διαρκώς τη ζωή γύρω του. Συμμετέχει σε αυτή; Απολύτως. Το παρατηρώ δε σημαίνει ότι μένω απέξω, το αντίθετο. Όποιος ζει εκτός δεν τον αιφνιδιάζει και δεν τον εντυπωσιάζει τίποτα. Όπως λέει ο Σεφέρης «περνάει ένα ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά του και δεν πίνει ούτε μια στάλα». Το να παρατηρείς τη ζωή σημαίνει ότι είσαι 100% μέσα στη ζωή.

Έτσι νιώθεις κι εσύ; Πρέπει να τη ζεις τη ζωή. Έκανα παιδί στα 30 μου, έφυγα στο εξωτερικό, γύρισα, δίδαξα από μικρός.

Υπήρχε κάτι που σημάδεψε στη θεατρική σου πορεία; Υπήρξε ένα περιστατικό. Ήμασταν στις πρόβες στην Επίδαυρο. Παρατηρούσα τους έμπειρους ηθοποιούς, ήταν ικανότατοι χωρίς καμία αμφιβολία αλλά δεν με γοήτευε ο τρόπος που μιλούσαν στη σκηνή. Έλεγα ότι ναι μεν σωστά το έκαναν αλλά ως νέο άνθρωπο δε με έπειθαν. Υπήρχε μια σκηνή του έργου που εμείς ως χορός ήμασταν πλάτη προς τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Στη συγκεκριμένη σκηνή, που έχει έντονο υβρεολόγιο, συμμετείχαν ο Παπαμιχαήλ, ο Παρτσαλάκης και ο Κέντρος. Καθώς ήμασταν στην πρόβα και υπήρχε ελευθερία άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους με αυτό το κείμενο αλλά με τρόπο που θα μιλούσαμε σήμερα. Κι αυτό ήταν πολύ γοητευτικό, είχε την αλήθεια μιας λογομαχίας. Ξαφνικά, άλλαξαν αυτόματα και ξανάπιασαν τον μέχρι τότε τρόπο που μιλούσαν.  Ξέρεις τι είχε γίνει; Είχε μπει ο Γεωργουσόπουλος, που είχε κάνει την μετάφραση, στο θέατρο.

Τώρα οι δημιουργοί δεν είναι πιο ελεύθεροι σε νέες προσεγγίσεις; Η ελευθερία είναι στην ψυχή, όχι στη φόρμα.

To κοινό δεν είναι έτοιμο για νέα πράγματα; Πολλές φορές επιδιώκει να παραμείνει στο παλιό καθώς έχει δεινοπαθήσει από αλλαγές. Άλλωστε το κοινό είναι αδηφάγο, δεν έχει υπομονή.

Και η πρωτοπορία; Τα προβλήματα παραμένουν ίδια. Ο συντηρητισμός μπορεί να ακουστεί εκκωφαντικά και σε κάτι πρωτοποριακό. Εάν αλλάξει κοστούμι δε σημαίνει ότι αλλάζει ο άνθρωπος. Εκπαιδευτικό είναι το θέμα.

Ζούμε την εποχή του κυνισμού; Ζούμε το τέλος του παραμυθιού. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό. Τι πειράζει κι αν είναι όλα ένα ψέμα; Ε, σιγά σιγά μας πείθουν ότι πειράζει. Ειδικά στη δουλειά μας πρέπει να αγαπάς το ψέμα, όχι τα ψέματα. Πρέπει να θέλουμε να παραμυθιαστούμε, να αγαπάμε τον μύθο.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου μύθος; Όλη η μύθοι έχουν κοινό θέμα την πλάνη. Πάνω στην πλάνη στηρίζεται όλο το θέατρο. Η πλάνη και η φαντασία είναι «ελάττωμα» των ανθρώπων. Δεν έχω δει σκυλιά να μαζεύονται γύρω από έναν άλλον σκύλο για να τον δούνε να τραγουδάει. Εμείς πάμε στο θέατρο κι ενώ ξέρουμε ότι είναι πλάνη το πιστεύουμε.

«Οιδίπους Επί Κολωνώ», Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 7 και 8 Ιουλίου,  Ώρα 21.00. Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Σκηνοθεσία: Σταύρος Σ. Τσακίρης. Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν. Κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου. Μουσική: Μίνως Μάτσας. Διανομή: Ξένος: Δημήτρης Λιγνάδης, Οιδίπους: Κώστας Καζάκος, Αντιγόνη: Κόρα Καρβούνη, Ισμήνη: Τζέννυ Κόλλια, Θησέας: Άρης Τρουπάκης, Κρέων: Δημήτρης Ήμελλος, Πολυνείκης: Δημήτρης Λάλος.