«Αυτή δεν είναι μια ιστορία για τον λευκό άντρα». Έτσι ξεκίνησε η πειραματική, υβριδική, multimedia παράσταση Ίχνη της Αντιγόνης, η οποία φέρνει αέρα αντίστασης σε ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ως τώρα. Αυτή δεν είναι άλλη μια παράσταση για την Αντιγόνη, όπως την έχουμε συνηθίσει. Σπάζοντας τα τετριμμένα και εκκινώντας από το μεταφεμινιστικό κείμενο της Χριστίνας Ουζουνίδου, βλέπουμε και ακούμε -επί σκηνής και επί οθόνης- μόνο γυναίκες, σκηνοθετημένες από μια άλλη γυναίκα, την Έλλη Παπακωνσταντίνου.
Οκτώ γυναίκες, μουσικοί και περφόρμερ στηλιτεύουν τις έμφυλες κατασκευές που εγκλωβίζουν και καταπιέζουν διαχρονικά τα έμφυλα υποκείμενα, από την αρχή της ζωής τους, δημιουργώντας ποίηση, κατά της πατριαρχικής βίας και εξουσίας, σε πολυμεσικό περιβάλλον που υμνεί τη γυναικεία ματιά. Το Θέατρο του Νέου Κόσμου εκρήγνυται από την θηλυκή ενέργεια που κατακλύζει τις αισθήσεις με κάθε μορφή τέχνης, σε μια τελετουργική διερεύνηση του γυναικείου βιώματος και δίνει απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος είναι ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνουν και ζουν τα κορίτσια και οι γυναίκες;». Φύλλα στο έδαφος της σκηνής, λεοπάρ στοιχεία στο σκηνικό, κάμερες στα χέρια των περφόρμερ, ζωντανά visuals, εκστατικοί χοροί, εντολές από ένα μικρόφωνο, γυμνά σώματα που όμως πάνε κόντρα στην αντικειμενοποίηση και τη σεξουαλικοποίησή τους -αυτά είναι μερικά από τα υλικά με τα οποία η αποτυπώνεται εφευρετικά η σημερινή, πολιτική Αντιγόνη.
Οργή, απογοήτευση και φόβος ορμούν μέσα σου, όσο παρακολουθείς τη βία να απλώνεται κατά μήκος ολόκληρης της ζωής μιας γυναίκας, από τότε που είναι κορίτσι. Η ιστορία του κοριτσιού είναι προαιώνια, σαν και τον φόβο που εμφυτεύεται στο κορίτσι και το κυριεύει. «Αν βλέπαμε όσα βλέπει, αν ακούγαμε όσα ακούει. Μεγαλώνει μέσα της, μέσα μας. Περπατάει στο δάσος. Αργά. Πατάει πάνω σε νεκρά φύλλα και φόβο» ακούμε. Το βίωμα του φόβου, όπως και κάθε βίωμα, είναι σαν μια οποιαδήποτε δράση, είναι εκεί, εντελώς υπαρκτός, με υλική υπόσταση πάνω και μέσα στη γυναίκα, η οποία ακόμη κι αν δεν έχει υποστεί βιασμό, ο φόβος του βιασμού αφήνει την υλική του συνέπεια στο σώμα και την ψυχή μας.
Η ιστορία της Αντιγόνης ενσωματώνεται στο γυναικείο βίωμα και πλέκεται με την ιστορία της βίας και του πολέμου, που σκότωσε τον αγαπημένο αδερφό, αλλά που συντελείται στο σώμα του κοριτσιού. «Στα Ίχνη της Αντιγόνης συναντούμε τον ηγεμόνα και την κοινωνία των βιασμών που συντηρεί. Συναντούμε την αγωνία της εξουσίας να συγκαλύπτει την αβεβαιότητα και τη βία που προκαλεί», όπως γράφει η ίδια η Χριστίνα Ουζουνίδου.
Για τα Ίχνη της Αντιγόνης έχουν γράψει διεθνή μέσα και φόρα, αλλά και σύγχρονοι queer, φεμινιστικοί θεωρητικοί, όπως η Judith Butler, η οποία είχε παρακολουθήσει την παράσταση στην πρωταρχική μορφή του, σε ένα «Θέατρο του Εγκλεισμού» στο Zoom, καθώς η παράσταση δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown. «Λάτρεψα την παράσταση και είμαι ευγνώμων που μεταφέρατε το έργο στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες. Είναι κοινωνικά δυνατό και υπέροχα πειραματικό. Με συγκίνησε και με έκανε να νιώσω ιδιαίτερα ευγνώμων για την φεμινιστική τέχνη που συνδέει την οργή μας με την αλληλεγγύη», δήλωσε η Butler.
Δεν βλέπουμε αρκετές γυναικείες και φεμινιστικές παραστάσεις στο θέατρο. Δεν βλέπουμε αρκετές τολμηρές παραστάσεις που να τα βάζουν με την βία και την εξουσία της πατριαρχίας, επανακαθορίζοντας τα γυναικεία σώματα και τις γυναικείες ζωές. Με επαναστατική δύναμη, ένας σπουδαίος θίασος, με δύο σπουδαίες γυναίκες από πίσω, την Έλλη Παπακωνσταντίνου και τη Χριστίνα Ουζουνίδου, συνάπτουν την πιο διαχρονική συμφωνία, κάνουν ένα κάλεσμα σε δράση, σε όλες/-ους/-α όσα ακούν.
Καταγγελτική της βίας, συνιστά τόπο αντίστασης και αμφισβητεί τις έμφυλες κατασκευές στη ρίζα τους και ταυτόχρονα, προσφέρει φροντίδα και στΟργή στην Γυναίκα, γιατί όπως ακούγεται στην παράσταση: «Ό,τι δε μένει κρυφό, φανερώνεται και ο,τι φανερώνεται αλλάζει», δίνοντας την ελπίδα ότι η έμφυλη καταπίεση θα μετασχηματιστεί σε επούλωση του έμφυλου τραύματος, σε απελευθέρωση από κάθε έμφυλη αιχμαλωσία.
‘You may shoot me with your words, you may cut me with your eyes, you may kill me with your hatefulness. But still, like air, I rise.’
– Maya Angelou