Παλιός και τεράστιος ο θαυμασμός για το Θάνο Μικρούτσικο, παλιά κι η γνωριμία κι η σχέση. Σίγουρα αυτή η συνάντηση ήταν πιο δύσκολη, υπό το βάρος των νέων για το πρόβλημα της υγείας του, το οποίο ο ίδιος επέλεξε να μοιραστεί με το κοινό που τον αγαπά και τον ακολουθεί εδώ και δεκαετίες.
Η συζήτηση όμως που επακολούθησε, με αφορμή τις δύο συναυλίες του στο θέατρο του Βύρωνα στις 7 και 8 Ιουνίου, σύντομα ξέφυγε από τα τρέχοντα και κατέληξε στη συνέντευξη – ποταμό που θα διαβάσετε, που δεν διατρέχει μόνο ολόκληρη την προσωπική του πορεία, αλλά και την πολιτική, πολιτιστική και υπαρξιακή περιπέτεια αυτής της χώρας. Ας μου επιτραπεί να εκφράσω κι εδώ την ευγνωμοσύνη μου προς το συνθέτη, το δάσκαλο και το φίλο. Για την εμπιστοσύνη του, αλλά πάνω από όλα για τη μουσική του.
Ας ξεκινήσουμε από τις συναυλίες στο Θέατρο Βράχων, γιατί είμαστε ικανοί να το ξεχάσουμε… Καλά, έχουν και ένα ειδικό βάρος… Ως γνωστόν εδώ και σχεδόν ένα χρόνο αντιμετωπίζω ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Και λόγω αυτού ανεκόπη – δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς – η μουσική μου διαδρομή έτσι όπως ήταν μέχρι και τον Ιούνιο του 2017. Γύρω στο φθινόπωρο, κάποιοι συνεργάτες μου είπαν ότι θα ήταν πολύ καλό, και καλλιτεχνικά αλλά και συναισθηματικά, να γίνουν δύο συναυλίες – στο Βύρωνα ήθελαν να ξεκινήσουν το φεστιβάλ με εμένα – με τη συμμετοχή τραγουδιστών που έχουν τραγουδήσει τα περισσότερα τραγούδια μου στη δισκογραφία ή έχουμε συνεργαστεί σε live επί πολλά χρόνια. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, είναι η πρώτη φορά που το κάνω. Πενήντα χρόνια σταδιοδρομίας, χιλιάδες συναυλίες, δεν έχω κάνει συναυλία με 11 τραγουδιστές. Προς στιγμήν αμφιταλαντεύτηκα. Παρότι στο Βύρωνα έχω παίξει πολλές φορές και μου αρέσει πολύ ο χώρος, επειδή ήταν γνωστό το πρόβλημα της υγείας μου, δεν ήθελα να περάσει από το μυαλό κάποιου ότι είναι το φινάλε – το φινάλε μπορεί να είναι, και δεν μπορώ να το προσδιορίσω εγώ, αλλά σε ότι με αφορά δεν θέλω να το σηματοδοτήσω, και μάλιστα όταν απευθύνθηκα στους 11 τραγουδιστές, οι οποίοι με συγκίνησαν με την αμεσότητα της απάντησής τους, ορισμένοι από αυτούς είπαν: γιατί δεν το κάνουμε σε ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο; Κι είπα πως εγώ το αποκλείω, γιατί έτσι σηματοδοτείς το φινάλε. Όταν κάποιος ξέρει πως ο Θάνος έχει μεγάλο πρόβλημα υγείας και ταυτόχρονα κάνεις μια συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο, επί της ουσίας τους λες: Παιδιά, αυτό ήταν… Το φινάλε δεν θέλω να το προσδιορίσω. Θα έρθει όταν είναι να έρθει. Από την άλλη μεριά, οι πολύ μεγάλοι χώροι, Γιώργο, δεν μου άρεσαν ποτέ. Ήθελα μικρότερους χώρους για να μπορώ να κάνω μουσική. Έχω συμμετάσχει σε συναυλίες σε μεγάλους χώρους για κάποιο σκοπό, αλλά δικές μου συναυλίες δεν έχω κάνει. Δεν θέλω ο άλλος να έρθει και να με κοιτάει με τα κιάλια. Θέλω να τον κοιτάζω και να με κοιτάει στα μάτια, να υπάρχει αυτή η επαφή. Ο τίτλος των δύο συναυλιών είναι Όσοι Περπάτησαν Μαζί Μου, κι αυτό αφορά τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, αλλά και τον κόσμο.
Το πρόβλημα της υγείας σου επέλεξες να το δημοσιοποιήσεις… Δεν το επέλεξα. Έγινε γνωστό με κάποιο τρόπο. Ήμουνα έτοιμος να κάνω την περιοδεία του Καββαδία. Όμως τότε εγχειρίστηκα στο Λονδίνο. Έπρεπε να βγει κάποια ανακοίνωση. Άρα δημοσιοποιήθηκε εκ των πραγμάτων. Μετά από αυτό, δεν μπορώ να κρύβομαι. Η σχέση μου με τον κόσμο πάντα, αλλά κυρίως τα τελευταία χρόνια, είχε μια απόλυτη ειλικρίνεια. Και το κάτω-κάτω της γραφής, οφείλω να μιλήσω γι αυτό το θέμα, γιατί νομίζω ότι με τη στάση μου βοηθώ και πολύ κόσμο που έχει το ίδιο πρόβλημα. Γιατί αυτή η αρρώστια – ο καρκίνος δηλαδή, να το λέμε – χτυπάει όλα τα σπίτια. Κι ο τρόπος που πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε είναι μαχητικός. Εμένα αποκλείεται να με φοβίσει – μην το πάρεις ηρωικά, Γιώργο, είναι μια φιλοσοφία και στάση ζωής πολύ πριν αρρωστήσω. Ποτέ δεν αισθανόμουν πως είμαι αθάνατος. Παλεύεις με το χρόνο, ο οποίος μετατρέπεται σε θάνατο στο δέκατο πέμπτο γύρο του πυγμαχικού αγώνα. Αν παραδοθεί από την αρχή δεν έχει νόημα, το στοίχημα για κάθε άνθρωπο είναι να τον κερδίζει σε κάθε γύρο στα σημεία. Η στάση ζωής μου ήταν να ρουφάω κάθε δευτερόλεπτο. Αυτό κάνω και τώρα. Κι αυτό τον δυσκολεύει τον καρκίνο. Δώς του κατάθλιψη κι ανθίζει! Δεν λέω ότι τον ξεπερνάς, γιατί είναι μια πολυπαραγοντική αρρώστια η οποία κάποια στιγμή αυτονομείται. Αλλά τον δυσκολεύεις, πιστεύεις και στην επιστήμη και στην εξέλιξή της, και… βλέποντας και κάνοντας. Έχω τέσσερα παιδιά. Κάπως πρέπει να τα διδάξω. Βεβαίως τα δίδασκα με την παρουσία, τη στάση και τη ζωή μου. Αλλά και τώρα στα πολύ δύσκολα, πρέπει να τους πω ότι στεκόμαστε πάντα όρθιοι. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία. Ξέρω ανθρώπους με αυτή την αρρώστια που το βάζουν αμέσως κάτω, και καταλήγουν πολύ άσχημα. Είναι κι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι αν τα παρατήσεις, τελείωσες! Τώρα με βλέπεις μια χαρά και μπορείς να σκεφτείς ότι εντάξει τελείωσε, αλλά δεν είναι έτσι. Η περίπτωσή μου είναι πολύ σοβαρή. Αλλά θα το παλέψω.
Δεν ξέρω και τι άλλο είναι η τέχνη, εκτός από ένας τρόπος να αντιμετωπίσουμε το χρόνο, τον έρωτα και το θάνατο. Προφανώς. Και η θεματολογία που λες έχει δώσει σπουδαία έργα στο παρελθόν, σε όλες τις τέχνες. Τα θέματα όλα-όλα είναι έξι-επτά! Από κει και πέρα, πάνω σε αυτά ο καθένας προσφέρει τη δικιά του εκδοχή από τη δική του οπτική γωνία. Για μένα η τέχνη έχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό: κάποιες φορές να κατορθώνω να ξεπερνάω τα όριά μου, τις δυνατότητές μου. Δηλαδή, μέσα από την τέχνη σου να κατακτάς το αδύνατο. Θα μου πεις: το κατάφερες; Έχω την εντύπωση πως κάποιες φορές ναι. Και κάποιες φορές που ίσως να τα κατάφερα δεν τις ξέρω. Αλλά κάποιες τις ξέρω: όταν έγραφα την όπερα. Επειδή ακριβώς η όπερα είναι ένα πολύ μεγάλο οικοδόμημα που δεν το είχα ξανακάνει μέχρι το ’92 που έγραψα την Επιστροφή της Ελένης, έπρεπε να τιθασεύσω 150 όργανα και το κατάφερα. Επίσης στο Κοντσέρτο για βιολί, πιάνο και ορχήστρα. Κι έχουν υπάρξει κι άλλες φορές που δεν τις έχω εντοπίσει. Ίσως στο τραγούδι να ξεπερνώ τις δυνατότητές μου στην περίπτωση της εκτέλεσης των Επτά Νάνων. Έχω πιάσει τον εαυτό μου στις εισαγωγές, όπου αυτοσχεδιάζω, να έχω μια δεξιοτεχνία που αν πάω τώρα να παίξω δεν θα την έχω – άρα κάτι συμβαίνει. Γιατί αυτό, φαίνεται, είναι το τραγούδι της ζωής μου και με απογειώνει, το πιάνο γίνεται η προέκταση των χεριών μου και αισθάνομαι ότι με το πρώτο λεπτό εκτοξεύομαι, απογειώνομαι βγαίνω από την αίθουσα… Βέβαια ο κόσμος παρακολουθεί, αλλά πιθανόν να παρακολουθεί το είδωλο ενός πιάνου και του πιανίστα. Απλώς τα χάνει γιατί μετά επιστρέφω για το χειροκρότημα!
Ας πάμε τελείως ανάποδα… Από πού ξεκινάει κανείς; Εσύ πότε κατάλαβες ότι ο δρόμος σου ήταν η μουσική; Αρχικά το κατάλαβα από τεσσάρων χρονών. Τότε βέβαια δεν έχεις συνείδηση. Απλώς συνέβη ένα περιστατικό με τη θεία μου που ήταν πιανίστα: όταν μου έπαιξε ένα κομμάτι και μου έβαλε τα χέρια στο πιάνο και τα καθοδήγησε για να παίζω τη μελωδία, αισθάνθηκα να με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα, κι έτσι το ορίζω ως Σημείο Μηδέν της μουσικής μου. Τα επόμενα οκτώ χρόνια, μέχρι που μπήκα στο γυμνάσιο, είχα προχωρήσει τόσο πολύ στο πιάνο που κάποιοι με θεωρούσαν παιδί-θαύμα. Οτιδήποτε άκουγα, το ’παιζα στο πιάνο, και το «παιζα καλά». Μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο, στα Μαθηματικά, σπούδασα πολύ αναλυτικά τη μουσική του 20ου αιώνα , και κυρίως από το 1950 και μετά, όταν απελευθερώθηκαν πολλά πράγματα. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε και μια πορεία στα μαθηματικά – ήμουν καλός στα θεωρητικά μαθηματικά, όπως και στην αστρονομία – και υπήρξε ένα εξάμηνο το 1969 που αμφιταλαντεύτηκα αν θα ακολουθήσω τη μουσική ή τα μαθηματικά. Είχα την υποτροφία για τις ΗΠΑ – ήταν δικτατορία τότε. Επέλεξα τη μουσική, κι αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί στα μαθηματικά είχα μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Τότε, αν ήσουν πολύ καλός και πήγαινες στην Αμερική, σε δέκα χρόνια γύριζες καθηγητής πανεπιστημίου. Στη μουσική δεν είχα τίποτα στο χέρι. Το ότι προτίμησα το τίποτα από τη σίγουρη σταδιοδρομία ενός ενδεχομένως σημαντικού μαθηματικού, σημαίνει ότι μέσα μου αυτό με έκαιγε περισσότερο. Καλά έκανα, όπως φάνηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων!
Θυμάσαι ποιο κομμάτι σε είχε βάλει η θεία σου να παίξεις; Ναι. Ρώτησα την ίδια αργότερα. Ήταν μια impromptu του Σούμπερτ.
Και πολιτικά, τι ήταν αυτό που πυροδότησε τις επιλογές σου; Η οικογένειά μου ήταν αστική. Παππούδες και προπάπποι είχαν ένα εργαστήριο που αργότερα έγινε εργοστάσιο ζυμαρικών. Όμως το ’37 χρεοκόπησε, και νομίζω ότι το αφομοίωσε μετά η MISKO. Ο πατέρας μου, παιδί οικογένειας αστικής και μάλιστα πολύ συντηρητικής, δεξιάς, θα λέγαμε, πήγε να σπουδάσει μαθηματικά. Γύρισε το ’36, πριν τον πόλεμο, αριστερός! Είχε ριζοσπαστικοποιηθεί στην Αθήνα. μάλιστα τότε, όπως μου έλεγε, οι κομμουνιστές στην Πάτρα ήταν πέντε! Δακτυλοδεικτούμενοι! Κι ο ένας εξ αυτών ήταν ο πατέρας μου… Μαύρο πρόβατο! Από αυτόν έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Θυμάμαι γεγονότα του ’49, που ήμουνα δύο χρονών, άγρια. Θυμάμαι τη δεκαετία του ’50, και ριζοσπαστικοποιήθηκα κι εγώ τόσο πολύ, που στα εννιά μου χρόνια – πράγμα παράλογο – συμμετείχα σε διαδήλωση για το Κυπριακό μπροστά στο αγγλικό προξενείο! Και μάλιστα γύρισα σπίτι μούσκεμα από τις μάνικες της Πυροσβεστικής! Αργότερα, έντεκα χρονών, το ’58-59, έπαιρνα το ποδήλατο και πήγαινα όπου μίλαγε κάποιος της ΕΔΑ- γιατί το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Κι όταν η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το ’62 για να σπουδάσω εγώ κι ο Ανδρέας, λίγο μετά εγώ γράφτηκα στους Λαμπράκηδες και στο σχολείο ήμουν από τους πρωτεργάτες των διαδηλώσεων για το 15% για την παιδεία.
Τη χούντα πώς τη θυμάσαι. Έντονα, ήμουν 20 χρονών πια. Και την πρώτη μέρα και όλη τη διάρκεια, γιατί είχα και τις περιπέτειές μου, και τις συλλήψεις μου. Συμμετείχα στο Πολυτεχνείο από την πρώτη μέρα, ήμουν ένας από τους 200 προβοκάτορες. Κι ήμουν τυχερός που στις 21 Απριλίου του 67 το απόγευμα στις 6, μια σφαίρα που μου έριξαν οι ευέλπιδες πέρασε πιο μακριά από μένα στο σπίτι που μέναμε, στην οδό Κεφαλληνίας στην Κυψέλη. Αλλά η τρύπα από τη σφαίρα υπήρχε για πολλά χρόνια, μέχρι που έριξαν το σπίτι.
Έχουν τη σημασία τους αυτά τα σημάδια. Πράγματι. Οφείλω όμως να πω ότι άλλοι βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Εγώ κινδύνεψα στο τέλος, όταν είχα συλληφθεί στο Πολυτεχνείο, αλλά τελικά απελευθερώθηκα από ένα χουντικό αστυνομικό ο οποίος με συμπαθούσε. Όλοι οι αντίστοιχοι με μένα πήγαν είτε στην Ασφάλεια είτε στην ΕΣΑ, ή στο Διόνυσο, που όμως είχε γεμίσει, και κατέληξαν στην εξορία και γύρισαν στη μεταπολίτευση. Εμένα με απελευθέρωσε την επόμενη μέρα, το Σάββατο, και μετά με κυνηγούσε η ΕΣΑ και κρυβόμουν μέχρι το Φλεβάρη.
Μετά τη μεταπολίτευση, αν δεν απατώμαι, βρέθηκες στο ΕΚΚΕ. Κοίταξε, υπάρχει μια μυθολογία πάνω σε αυτό. Ήμουν κοντά στο ΕΚΚΕ, αλλά δεν ήμουν ποτέ μέλος. Είχα τις αντιρρήσεις μου. Και θα σου πω εκ των προτέρων και κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα: δεν περιμένω να συμφωνήσω 100% με ένα πολιτικό χώρο για να συμμετέχω σε κάτι ή να τον ψηφίσω. Αυτό δεν γίνεται. Αν όμως σε μια δεδομένη στιγμή συμφωνείς κατά 60 ή 70%, εγώ είμαι από τους ανθρώπους που δεν κρατάνε πισινή. Για δύο λόγους συνυπήρξα ένα-δυο χρόνια με το ΕΚΚΕ – μέχρι που απεδείχθη πως δεν ήταν όπως νόμιζα. Ο ένας ήταν η κινητικότητα κι η ριζοσπαστικότητά του, και τον τελευταίο χρόνο της δικτατορίας και τον πρώτο μετά. Ο δεύτερος ήταν ότι με βάση τα δεδομένα που είχαμε τότε, που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε διαδίκτυο, αλλά μόνο κάποια βιβλία υπογείως, μεταφρασμένα από τα γαλλικά, η αίσθηση που είχαμε ήταν ότι η κινέζικη επανάσταση προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί στη Σοβιετική Ένωση με τη γραφειοκρατία, ή με το ότι εκείνη κόλλησε σε κάποια πράγματα. Έτσι, το θέμα της Μορφωτικής Επανάστασης του ’68 το είχαν ερμηνεύσει κάποιοι ως ότι ο Μάο Τσε Τουνγκ προσπαθεί να βάλει σε κίνηση τις μάζες εναντίον της γραφειοκρατίας του κόμματος. Το ’75 απεδείχθη ότι αυτό ήταν μια μυθολογία. Ως τότε όμως δεν είχαμε τα κριτήρια να το ερμηνεύσουμε. Αν ήταν τώρα, θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε σε 2-3 μήνες. Και τελικά, το απέδειξε κι η ζωή, καθώς από τα μπλοκ του ΕΚΚΕ που είχαν 10-12.00 κόσμο απέμειναν μόνο μερικοί που ακολουθούσαν τυφλά αυτή τη λογική.
Το βάλαμε λοιπόν κι αυτό στη θέση του. Κοίταξε, αυτό δεν έχει νόημα σε σχέση με το Θάνο Μικρούτσικο, αλλά για κάποιον που θα κάνει μια ανάλυση κι εκτίμηση των μορφών του κινήματος τις δεκαετίες του 60 και του 70. Τέλος πάντων, με ρώτησες, σου το είπα.
Ίσως είναι χρήσιμο και σε κάτι άλλο. Κάποιοι μένουν αμετακίνητοι σε μια θεωρητική βάση επιλέγοντας να έχουν πάντα θέση «αντιπολίτευσης», ενώ κάποιοι μια δεδομένη στιγμή επιχειρούν και να τα κάνουν. Εκεί βέβαια θα γίνουν και λάθη, και συμβιβασμοί… Έτσι δεν είναι; Όχι! Αυτή είναι μια λογική που κυριαρχεί, και στα δύο της σκέλη. Γιατί διαφωνώ εγώ τώρα πια – γιατί μπορεί αν κάναμε μια συνέντευξη πριν 10 χρόνια να σου έλεγα πως η λογική των δεύτερων έχει μια βάση. Εγώ Γιώργο είμαι λάτρης της ιστορίας. Πιστεύω ότι αν θέλουμε κάποια στιγμή να συμβάλλουμε στην αλλαγή του κόσμου, χωρίς ιστορική γνώση και ιστορική μνήμη δεν υπάρχει περίπτωση να το καταφέρουμε. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από το 2ο, Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Δες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, πόσα κινήματα, πόσα κόμματα, πόσα γκρουπ, είχαν τη λογική του εφικτού: όλα απολύτως χωρίς εξαίρεση ενσωματώθηκαν στο σύστημα. Κι αυτό είναι ιστορική επιβεβαίωση, επί 60 χρόνια! Μια φίλη μου έλεγε, απευθυνόμενη πολύ φιλικά σε κάποιους του ΚΚΕ: ρε παιδιά, άμα χαλάσει ένας σωλήνας, να φέρουμε έναν υδραυλικό, μην πρέπει να ρίξουμε όλο το σπίτι και να φτιάξουμε άλλο! Απεδείχθη όμως ότι ο υδραυλικός τά’ κανε μαντάρα… Κι όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αν θέλεις να μιλήσουμε ανοιχτά. Και στη Γαλλία, και στην Ιταλία, το βλέπεις. Ειδικά δε σε ορισμένες χώρες, όχι μόνο ενσωματώθηκαν, αλλά άσκησαν και γενιτσαρική πολιτική! Ξέρουμε από την ιστορία: όποιος αλλάζει μεριά, γίνεται χειρότερος κι από τον τυπικό της άλλης μεριάς! Άρα λοιπόν απεδείχθη ότι αυτό το πράγμα δεν δουλεύει. Και σε δύσκολες συνθήκες, κάποιοι που παραμένουν σταθεροί και θεωρούν ότι πρέπει να πούμε στον κόσμο ποια είναι η ρίζα του κακού, ίσως έχουν δίκιο.
Εσύ ο ίδιος το δοκίμασες; Βεβαίως και το δοκίμασα! Και να έλεγα πως όχι, θα μου πούνε: Κάτσε ρε φίλε, ήσουνα υπουργός Πολιτισμού του Ανδρέα Παπανδρέου! Βεβαίως δεν είχα ποτέ σχέση με τη μικροαστική ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ, γιατί παρόλο που τη δεκαετία του ’70 και την πρώτη τετραετία του ’80 ήταν ριζοσπαστικό κόμμα, εντούτοις η ιδεολογία του ήταν εξ αρχής μικροαστική, κι εγώ ήμουν πάντα πολύ μακριά από αυτά. Το δοκίμασα όμως… Δεν ξέρω αν θα το δοκίμαζα αν ήμουν οικονομολόγος. Επειδή ήμουν στο χώρο του πολιτισμού, είχα διαπιστώσει με τις δράσεις μου τη δεκαετία του ’80 στο Φεστιβάλ Πάτρας και την πρώτη τριετία του Μεγάρου Μουσικής ότι στην Ελλάδα η βαριά βιομηχανία είναι η τέχνη, ο πολιτισμός. Κι αυτό σε κάποιες περιοχές μπορεί να συνδεθεί με την ανάπτυξη. Π.χ.: Στην Αχαΐα είναι το κέντρο ενός τριγώνου: Δελφοί – Αχαΐα – Επίδαυρος. Στη Μακεδονία υπάρχει ένα άλλο καταπληκτικό τρίγωνο: Βεργίνα – Πέλλα – Δίον. Στη Χίο, τα βυζαντινά μνημεία είναι κάτι το συγκλονιστικό. Όταν αυτά τα συνδέσεις με σύγχρονα φεστιβάλ, αναπτύσσεις πραγματικά τις περιοχές αυτές. Από τη στιγμή λοιπόν που μου έγινε η πρόταση, την οποία δεν αποδέχτηκα κατευθείαν, αλλά ταλαιπώρησα το μακαρίτη τον Παπανδρέου πάνω από 50 μέρες, αποφάσισα οριακά να το κάνω. Έτσι έγινα αρχικά αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού, και μετά το θάνατο της Μελίνας Μερκούρη υπουργός. Και εκείνη την εποχή – και το σοβαρό κομμάτι του σιναφιού το ξέρει και το ευχαριστώ – γίνανε, σχεδιάστηκαν αρκετά πράγματα. Απλώς το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, ακόμα κι αν πρόκειται τυπικά για το ίδιο κόμμα, τα διέλυσε όλα, και δεν είχε πια νόημα η οποιαδήποτε εμπλοκή μου μετά – και γι αυτό, και γιατί το ΠΑΣΟΚ είχε γίνει νεοφιλελεύθερο, αλλά και γιατί το ότι μπήκα εκεί, αφήνοντας τη μουσική μου τρία χρόνια, αν το έκανα δεύτερη φορά θα είχα τελειώσει με τη μουσική: η μουσική δεν θα το ανεχθεί. Και βέβαια, η ανάλυση που σου κάνω δεν ήταν τόσο καθαρή σε ένα κομμάτι του κόσμου, που χωρίς να φταίει κοιτάζει τα πράγματα πιο επιφανειακά. Ζούμε σε ένα σύστημα με ΜΜΕ, κι οι αντιπαλότητες τον κάνουν να μην έχει κρίση. Έλεγαν: ο Μικρούτσικος πήγε γιατί είναι ΠΑΣΟΚ, ή γιατί είναι οπορτουνιστής, ή φιλόδοξος. Τι φιλόδοξος; Με τη μουσική μου με ήξερε όλη η Ελλάδα. Με το που πήρα το υπουργείο, ένα κομμάτι με απέφευγε! Άρα είχα χάσει. Μετά ευτυχώς σιγά-σιγά κέρδισα την εμπιστοσύνη του κόσμου – ίσως και τη διεύρυνα.
Από αυτά που επιχειρήθηκαν τότε στον πολιτισμό – κάποια νομίζω πως σχεδιάστηκαν πάνω στα γαλλικά πρότυπα, όπου μια πόλη αναλαμβάνει μια τέχνη – τα πιο πολλά η τοπική αυτοδιοίκηση τα άλωσε μέσα σε σύντομο διάστημα, με τελευταίο που επιβίωσε τον χορό στην Καλαμάτα, σε πολύ μεγάλο βαθμό χάρις στη Βίκυ Μαραγκοπούλου. Πολύ σωστή παρατήρηση. Και για το γαλλικό πρότυπο, που είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 50, αλλά και στη Γερμανία υπήρξαν τέτοιες πόλεις με θεσμούς, όπως το Κάσελ. Και αλλού – αλλά αρχικά στη Γαλλία, έχεις απόλυτο δίκιο. Η δεύτερη παρατήρησή σου είναι επίσης σωστή, αλλά να προσθέσεις ότι και η κεντρική εξουσία η ίδια μετά από μένα άρχισε να τα διαλύει! Ήταν δίδυμο… Πριν μπει σε εφαρμογή το Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο ,επισκέφτηκα και τις έντεκα περιφέρειες για να το ανακοινώσω εκεί, εν δυνάμει σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, Στη Βόρειο Ελλάδα ήταν θυμάμαι σε κάθε περιφέρεια 40-50 δήμαρχοι… Αν θυμάμαι καλά οι δήμοι ήταν τότε 415. Η αντίδραση ήδη από τότε ήταν ότι το feedback δεν αφορούσε πάνω από 45 πόλεις, άρα η συντριπτική πλειοψηφία ούτε κατάλαβε τίποτα, ούτε την ενδιέφερε. Από τις 45 πόλεις, οι σοβαρές προτάσεις ήταν 10-15. Εγώ τους έλεγα: η τοπική κοινωνία, οι πνευματικοί άνθρωποι της περιοχής, το πολιτικό προσωπικό κι ενδεχομένως κάποιοι φωτισμένοι επιχειρηματίες οι οποίοι να μην προσπαθούν μέσα σε δυο χρόνια να βγάλουν εκατομμύρια – υπάρχουν τέτοιοι, λίγοι, αλλά υπάρχουν! – πρέπει να κάτσουν όλοι μαζί σε ένα τραπέζι και να δουν πώς η πόλη τους μπορεί να αναπτυχθεί τα επόμενα είκοσι χρόνια. Είχαμε δουλέψει πολύ σκληρά, και καταλήξαμε σε αυτές τις 10-15 πόλεις. Άρα έχεις δίκιο στην παρατήρησή σου, αλλά μετά από μένα, αν σε αυτές τις πόλεις δεν συνεχίστηκε το πράγμα, την κύρια ευθύνη έχει η κεντρική εξουσία, που και τα διέλυσε, και τα ακύρωσε, και τα αναίρεσε. Προχώρησαν μόνο όπου υπήρχε ένα φωτισμένο πρόσωπο όπως η Μαραγκοπούλου. Από πού προέρχονταν όλοι οι υπόλοιποι; Από ένα σύστημα που τους είχε μάθει στον ατομικισμό και στην ευημερία της επόμενης μέρας – όχι στο σχεδιασμό. Ο καπιταλισμός που ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα τέτοιες συνειδήσεις δημιουργεί, τέτοιους ανθρώπους. Χρειάζεται πολύ μεγάλη διαδρομή για να αρχίσεις να αλλάζεις. Ο Μπρεχτ είχε πει: Αλλάζουμε τον κόσμο, και στη διαδικασία αλλάζουμε κι εμείς. Ε, αυτή η διαδικασία στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ! Γιατί βεβαίως δεν έγινε και σοσιαλισμός: οι δομές και με τον Ανδρέα ήταν καπιταλιστικές, κι ας υπήρξε περισσότερη κοινωνική ευαισθησία, ειδικά τον πρώτο καιρό. Κάποτε μου είχε πει ο Ανδρέας, που ήταν πολύ έξυπνος και ευαίσθητος άνθρωπος: «Είμαι ο πρώτος στην Ευρώπη που έθεσα το ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης» – είχε πάρει, αν θυμάσαι, τα περίφημα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. «Έκανα ένα ιστορικό λάθος. Δεν υπολόγισα κάτι: ότι δίνοντάς τα όλα για να μην αποφασίζει η κεντρική εξουσία, σε ποιους τα έδινα; Σε κάποιους που ήταν κατ’ εικόνα και ομοίωση της κεντρικής εξουσίας»! Άρα η αποτυχία ήταν δεδομένη! Επιστρέφω λοιπόν σε κάτι που λέγαμε πριν: Πώς, αν δεν αλλάξουμε τον κόσμο στην ουσία και στη βάση του, έχουμε τη δυνατότητα μιας τέτοιας διαδρομής; Μήπως έχει δίκιο το ΚΚΕ και σε ορισμένες περιόδους το παρεξηγήσαμε; Πώς θα γίνει; Θα χτίσουμε στην άμμο;
Με αφορμή το Μπρεχτ, ας επιστρέψουμε στη μουσική: από τα πολλά που σου καταμαρτυρούνται, άλλα από θαυμασμό, αλλά από φθόνο, άλλα με μομφή, είναι πως έχεις τεράστιο άνοιγμα στα μουσικά είδη. Από τη Μουσική Πράξη στο Μπρεχτ μέχρι το Κρατάει Χρόνια Αυτή Η Κολόνια κι από την όπερα μέχρι τα τραγούδια με το Μητροπάνο, και την ηλεκτρονική μουσική, υπάρχει άβυσσος! Αισθάνεσαι ποτέ ότι ίσως θα έπρεπε να έχεις επικεντρωθεί κάπου πιο πολύ; Σπουδαίο ερώτημα. Κι επίσης η παρατήρησή σου ότι κάποιοι το θαυμάζουν αυτό και κάποιοι το φθονούν, κι ίσως λιγότεροι το κατηγορούν – γιατί οι τελευταίοι θα πρέπει να κατηγορήσουν όχι τη διάθεσή μου να τα κάνω όλα αυτά, αλλά το αποτέλεσμα! Να πουν: αν είχες επικεντρωθεί, ρε βλάκα, εδώ, θα ήταν καλύτερο το αποτέλεσμα! Δεν το έχω ακούσει αυτό… Έτσι όπως το λες είναι. Αν είχες την ηλικία μου και πριν 40 ή 35 χρόνια ερχόσουν να μου πάρεις συνέντευξη, κι ήθελα να είμαι ειλικρινής, θα σου έλεγα: δεν ξέρω. Ή ίσως θα σου έλεγα: Λες να είμαι τόσο ματαιόδοξος που να θέλω να τα κάνω όλα; Μου πήρε κάποια χρόνια να καταλάβω γιατί. Κι έπρεπε να γυρίσω πίσω. Από τα 4 ως τα 12 κάθε μέρα έπαιζα Μπετόβεν, Μότσαρτ, Ντεμπυσσύ, Μπαχ… Και με ένα περίεργο τρόπο ήμουν και καλός μαθητής στο Δημοτικό και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, χωρίς να είμαι φυτούκλα, και ήμουν κι ο πρώτος στην τάξη μου που είχα και φλερτ. Περίεργο σε τέτοια ηλικία όλο αυτό να συνοδεύεται από το Μπετόβεν… Εμπεριεείχα την κλασική μουσική. Αμέσως μετά, στα 13-14, δεν υπήρχε τραγούδι του Χατζιδάκι ή του Θεοδωράκη που να μην το ακούω και να μην το παίζω στο πιάνο. Σε λίγο λοιπόν εμπεριείχα κι αυτούς, κι ίσως και το ιταλικό τραγούδι με το οποίο χορεύαμε στα πάρτι, όπως και το αμερικάνικο, που το ακούγαμε από κάτι αεροπλανοφόρα του 6ου Στόλου που ελλιμενίζονταν στην Πάτρα, και είχαν ραδιοφωνικούς σταθμούς που τους πιάναμε κι εμείς. Και στα 18-19 μου χρόνια έρχεται κι η σπουδή μου στον 20ο αιώνα, και μπαίνω με τα μπούνια στον πειραματισμό και τις καινούριες τάσεις της μουσικής. Κι όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου, είχα ανάγκες που άλλοτε έβγαιναν με τον ένα κι άλλοτε με τον άλλο τρόπο. συνέχισα δε το κυνήγι της γνώσης σε όλα αυτά τα επίπεδα. Γιατί οφείλω να πω και στους νεώτερους πως μέχρι να τελειώσεις τη ζωή σου οφείλεις να διευρύνεις τις γνώσεις σου αν θες να μεγαλώνει το γήπεδο όπου η έμπνευσή σου μπορεί να βρει πράγματα. Νομίζω λοιπόν πως σαφώς δεν είναι ματαιοδοξία. Όταν έχω, για παράδειγμα, ένα κείμενο της Λίνας Νικολακοπούλου, αυτό με πάει προς μια κατεύθυνση. Έχω ένα κείμενο του Ρεμπώ: με πάει προς μια άλλη κατεύθυνση, θα την επιχειρήσω. Άρα λοιπόν είναι όλη μου η παιδεία, αλλά κι η πορεία μου μετά, που έχει όλα αυτά τα πράγματα αποθηκευμένα εντός μου, κι ανάλογα την περίσταση πάω και σε άλλη κατεύθυνση. Όταν έγραφα την όπερα από το πρωί μέχρι το βράδυ επί μήνες, 20 ώρες τη μέρα και κάθε 12 μέρες κοιμόμουνα 12 ώρες, ταξίδευα σε αυτό. Μόλις τέλειωσα, αυτό το «Ουφ!» με πήγε να κάνω το Συγνώμη Για Την Άμυνα. Από μια στιγμή και μετά λοιπόν δεν είχα πρόβλημα αν θα με πουν ματαιόδοξο ή αν νομίζουν ότι θέλω να τα κάνω όλα κ.ο.κ. Κι οφείλω να σου πω κοιτώντας συναδέλφους μου στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό, ότι στο χώρο της λεγόμενης λόγιας μουσικής δεν είμαι πίσω τεχνικά από κανέναν – δεν μιλάω για την αξία του έργου, αυτή προσδιορίζεται από άλλους παράγοντες.
«Πες ότι ο δισέγγονός σου έρχεται να πάρει συνέντευξη από τον τρισέγγονό μου. Κι είναι η 9η έκδοση του Καββαδία το 2084! Τι μπορείς να πεις για την αξία του έργου; Μπορείς τώρα να πεις για την 7η συμφωνία του Μπετόβεν μετά από διακόσια χρόνια; Είναι λοιπόν ένα πολύ βασικό κριτήριο, και πολύ το χαίρομαι, και το βλέπω από τον κόσμο. Όχι τώρα που έχω αρρωστήσει και υπάρχει ίσως περισσότερη ευαισθησία.»
Υπάρχει βέβαια και το θέμα της επαφής με τον κόσμο. Ο δίσκος με τον Gary Burton ή εκείνος πάνω στο Ρεμπώ, απευθυνόταν σε συγκεκριμένο κοινό, ενώ το Η Αγάπη Είναι Ζάλη σε πολύ περισσότερους. Υπήρχε ποτέ, έστω και ως σκέψη, το «Να έρθω κοντά σε πιο πολλούς»; Δούλεψα σε πολλές περιπτώσεις, στη συντριπτική πλειοψηφία, με τον Καββαδία ως παράδειγμα, με παραγγελίες. Θεωρώ ότι η τέχνη, η μουσική, τα τελευταία 800 χρόνια, και στα καλύτερα σπίτια, όπως αυτό του ιδιοφυούς Μπαχ, του Μπετόβεν, του Μότσαρτ, κινήθηκε κυρίως από παραγγελίες, κατά 90%. Μέσα στις παραγγελίες, που είναι η βάση για να μπορείς να ζήσεις, βάζαν τις εμμονές τους. Θρησκευτικές ο ένας, πολιτικές ο άλλος… Πίσω από τον Καββαδία, ένα έργο που θεωρείται από τη μεταπολίτευση και μετά ως η αιχμή του δόρατος του ελληνικού τραγουδιού κι έχει περάσει σε τρεις γενιές, υπήρχε μια παραγγελία. Συνεπώς δεν ήταν το πρόβλημά μου να κάνω κάτι για να ακουστεί: όταν είχα μια παραγγελία, ήθελα να αντεπεξέλθω με τον καλύτερο τρόπο στο κείμενο και στο πρόσωπο – στην περίπτωση του Η Αγάπη Είναι Ζάλη που λες την Αλεξίου – που αφορούσε. Σκόντο δεν έκανα για να πάει κάτι παραπέρα. Το γεγονός ότι κάποια τραγούδια μου πήγαν, με ευχαριστεί πολύ, γιατί ενώ στην αρχή ίσως με ενδιέφερε τι θα πουν κάποιοι φωτισμένοι δημοσιογράφοι ή κριτικοί, ή συνάδελφοι – με ευχαριστούσε ότι ο Χατζιδάκις είπε, το ‘78 κιόλας, πως είμαι ο καλύτερος έλληνας συνθέτης, ή μια απίστευτη κριτική που γράφτηκε στην Καθημερινή για την Καντάτα Για τη Μακρόνησο – όταν όμως κάποια τραγούδια μου πέρασαν στην επόμενη γενιά, το κριτήριό μου άλλαξε. Όταν κάνουν τέτοια διαδρομή και συνοδεύουν τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, όταν δηλαδή φτιάχνεις τραγούδια κοινού αισθήματος που διασχίζουν το χρόνο, τότε κριτήριο είναι αυτή η σχέση με τον κόσμο. Κι όχι στην πρώτη εντύπωση, αλλά στη διαδρομή. Πες ότι ο δισέγγονός σου έρχεται να πάρει συνέντευξη από τον τρισέγγονό μου. Κι είναι η 9η έκδοση του Καββαδία το 2084! Τι μπορείς να πεις για την αξία του έργου; Μπορείς τώρα να πεις για την 7η συμφωνία του Μπετόβεν μετά από διακόσια χρόνια; Είναι λοιπόν ένα πολύ βασικό κριτήριο, και πολύ το χαίρομαι, και το βλέπω από τον κόσμο. Όχι τώρα που έχω αρρωστήσει και υπάρχει ίσως περισσότερη ευαισθησία.
Ας το ρωτήσω ανάποδα: Στο κομμάτι της μουσικής, που ήταν δεδομένα πιο λόγια, σε απασχόλησε ότι την Καντάτα Για Τη Μακρόνησο μπορεί κάποιοι οι οποίοι πέρασαν από τη Μακρόνησο να είχαν δυσκολία να την προσεγγίσουν; Είχαν πολλή δυσκολία. Υπάρχει κάτι πολύ συγκινητικό, παρόλο που κάποιοι γέλασαν όταν το είπα – εγώ δεν γέλασα ποτέ. Ήταν αρχές 1977, υπήρχε τότε μια προσέγγιση με το ΚΚΕ και με είχαν καλέσει σε μια κομματική συνεστίαση. Βγήκα έξω να καπνίσω, γιατί μέσα ήταν 500 άνθρωποι κι είχαν δακρύσει τα μάτια μου. Ήταν εκεί ο Γρηγόρης Φαράκος και κάπνιζε την πίπα του, και ένας άνθρωπος 70 χρονών – εγώ ήμουνα 29. Μόλις βγαίνω μου λέει: «Σύντροφε, τι μας έκανες με τα Μακρονησιώτικά σου! Τι μου θύμισες… Ήμουνα τρία χρόνια εκεί. Με το Ντικ… Όλα! Ο σύντροφος Γιάννης Ρίτσος έχει γράψει αριστούργημα, αλλά εσύ με διέλυσες! Με συγκίνησες!». Και μετά από μια παύση, λέει: Πού τον έβγαλες το δίσκο; Του λέω: στη Lyra. Ποιος είναι εκεί στη Lyra; Ο Πατσιφάς, του λέω. Πρόσεχέ τον… Γιατί; τον ρωτάω. Γιατί όπως αρχίζει ο δίσκος, για τρία λεπτά τον έχουνε γρατζουνίσει επίτηδες! Και μετά μπαίνει η Δημητριάδη με το Ντικ… Πετάγεται ο Φαράκος και λέει: Εννοεί το κουαρτέτο εγχόρδων με τα δύο πιάνα! Άρα τους δυσκόλεψε… Κοίτα όμως τι συνέβη, Γιώργο, το οποίο πρέπει να το μοιραστώ μαζί σου, και δεν πρόκειται για ευαισθησία που προέρχεται από την αρρώστια μου… Με κάλεσε το ΚΚΕ και μου έκανε την τιμή να κάνω τρεις συναυλίες με την Καντάτα για τη Μακρόνησο και τη Σπουδή σε Ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι για τα 100 του χρόνια. Αυτές οι συναυλίες μάζεψαν 22.000 κόσμο. Όλοι φίλοι και μέλη του ΚΚΕ, μαζί με καμιά πεντακοσαριά συνολικά δικούς μου φίλους. Οι χώροι ήταν το Ολυμπιακό γήπεδο του Γαλατσίου, το Παλαί ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη που είναι ο αθλιότερος χώρος για μουσική στον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα, και το Γυμναστήριο Τόφφαλου στην Πάτρα. Άβολοι χώροι για συναυλίες. Το έργο ως θέμα, οικείο σε αυτό το χώρο. Η φόρμα ανοίκεια, πολύ δύσκολη. Κι όμως ρώτα οποιονδήποτε από τις 22000 θες. Ήταν η Μάρω Δούκα, ο Παντελής Βούλγαρης, η Ιωάννα Καρυστιάνη και δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Η απόλυτη σιωπή επί 60 λεπτά, ούτε βηχάκι αμηχανίας, που παρουσιάζεται ακόμα και στο Μέγαρο. Κι η αποθέωση στο τέλος. Είναι η μοναδική φορά στη ζωή μου που το εισέπραξα αυτό, και είμαι ευγνώμων που το έζησα. Κερασάκι στην τούρτα, ο λόγος του Δημήτρη Κουτσούμπα για μένα επί 55 λεπτά. Και παρακαλώ εσένα ειδικά να τον διαβάσεις: μίλησε αναλυτικά για τα ατονάλ μέρη της Καντάτας! Για το πώς δημιουργώ μουσικά την αποστασιοποίηση, που είναι η κατάκτηση του 20ου αιώνα από τον Μπρεχτ. Ο Γιάννης Μηλιός, που δεν έχει σχέση με το ΚΚΕ, του έσφιξε το χέρι και του είπε ότι τέτοιο κείμενο δεν εκφωνήθηκε ποτέ από ηγέτη κομμουνιστικού κόμματος παγκοσμίως από την εποχή του Μαρξ και του Λένιν – θα το περίμενες από καθηγητή αισθητικής εγγλέζικου πανεπιστημίου!
Εκτός του Καββαδία, με τον οποίο έχεις ταυτιστεί, συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με το Μπρεχτ; Αναμφισβήτητα. Κι ήταν μεγάλη χαρά μου όταν το 1981 διήυθυνα την Καντάτα κι ένα έργο του Μίκη Θεοδωράκη στο τότε Ανατολικό Βερολίνο, στη Δρέσδη και τη Λειψία, και κλήθηκα να παρακολουθήσω ένα κοντσέρτο στο Berliner Ensemble. Καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν τότε ο Ekkehard Schall, παντρεμένος με τη Μπάρμπαρα Μπρεχτ, την κόρη του Μπέρτολντ. Μετά με βγάλανε για φαγητό. Μου είπαν και οι δύο πως λυπούνται που αυτή τη μελοποίηση δεν την άκουσε ο Μπρεχτ, γιατί αν την άκουγε θα με θεωρούσε, μετά τον Eisler, τον Weill και τον Dessau, που ήταν οι τρεις μπρεχτικοί συνθέτες, ως τον τέταρτο της παρέας. Ακόμα και κομπλιμέντο να ήταν, δεν είναι λίγο! Θα έλεγα ότι από τους ποιητές, τα σημεία αναφοράς μου είναι ο Ρίτσος, ο Μπρεχτ κι ο Καββαδίας, κι από στιχουργούς ο Αλκαίος, ο Μάνος Ελευθερίου, η Λίνα, ο Τριπολίτης και ο Οδυσσέας Ιωάννου.
Ο Χατζιδάκις ως ιδιοφυΐα το είδε πρώτος από όλους, αλλά τώρα πια, όχι μόνο όσοι σε αγαπάμε και μεγαλώσαμε με τους δίσκους σου, αλλά και οι πιο δύσπιστοι, σε αναγνωρίζουν ως συνεχιστή του μεγάλου διπόλου, και βλέπουν την περίοπτη θέση σου στην ελληνική μουσική. Εσύ το αισθάνεσαι; Καταρχάς σ’ ευχαριστώ. Αυτό που αισθάνομαι είναι πως σε αυτό που μου παραδόθηκε, αυτό που προσπάθησα να κάνω – και νομίζω ότι το πέτυχα – είναι να διευρύνω τα όρια. Αν αυτό με καθιστά συνεχιστή αυτού του διπόλου, από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί! Χωρίς να υποτιμώ άλλους συνθέτες της γενιάς μου, που κι αυτοί με το δικό τους τρόπο διεύρυναν κάποια όρια, οι περισσότεροι είχαν ένα κύκλο μιας περιόδου. Εγώ βοηθούμενος κι από το γεγονός ότι είχα μεγάλο φάσμα, ίσως συνέχισα περισσότερα χρόνια αυτή τη διαδρομή.
Ξέρω πως κανείς δημιουργός δεν αγαπάει να ακούει αυτή την ερώτηση. Αλλά υπάρχουν έργα σου που είναι πιο κοντά στην καρδιά σου; Κλασική απάντηση που κανένας δημοσιογράφος δεν αγαπάει να ακούει, είναι ότι αν ο συνθέτης – κι εγώ είμαι μια τέτοια περίπτωση – ποτέ δεν είχε ως πρόθεση να κάνει σκόντο – ανεξαρτήτως αποτελέσματος – τότε μάλλον δεν μπορεί να σου απαντήσει, διότι ακόμα και τα προβληματικά παιδιά του, τα αγαπάει το ίδιο ή και περισσότερο από τα μη προβληματικά, όπως συμβαίνει και στις οικογένειες. Όμως με τα χρόνια, αν υποθέσουμε, στο χώρο του τραγουδιού, ότι η Καντάτα Για Τη Μακρόνησο και η Μουσική Πράξη στο Μπρεχτ είναι δυο έργα πολύ ιδιαίτερα από πλευράς φόρμας που αναδεικνύει το περιεχόμενο, η συνολική δουλειά πάνω στον Καββαδία και η διαδικασία από τη μια έκδοση στην άλλη είναι επίσης μοναδική, και έχει και την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι περνάει σε τρεις γενιές. Από κει και πέρα, ακούω τα Τροπάρια Για Φονιάδες και λέω: Εντάξει, ωραία τα κατάφερες!
Τι δεν είπαμε; Τίποτα. Όλα τα είπαμε!