Αν και έχει συναρμολογηθεί από μικρά κομμάτια πολλών προηγούμενων ταινιών του (μια σκηνή-καθρέφτης του Ξέφρενες Νύχτες εδώ, ένα γνώριμο πρόσωπο καρατερίστα εκεί), το Πίτσα Γλυκόριζα του Πολ Τόμας Άντερσον δεν μοιάζει με κανένα τίτλο της εκλεκτής φιλμογραφίας του, με το σκηνοθέτη να δίνει την εντύπωση ότι αναπαριστά ένα όνειρο ή μια παλιά του ανάμνηση και να κάνει κάτι που πολλοί σύγχρονοι επίδοξοι δημιουργοί επιχειρούν και αποτυγχάνουν, αλλά που όταν πετυχαίνει είναι μοναδικό: μια ταινία-vibe. Χωρίς καμία καθυστέρηση, μας πετάει με ακρίβεια δευτερολέπτου στη στιγμή που ο 15χρονος νεαρός ηθοποιός Γκάρι (Κούπερ Χόφμαν) αποφασίζει να φλερτάρει την 25χρονη Αλάνα (Αλάνα Χάιμ) στην αυλή του σχολείου, λίγο πριν φωτογραφηθεί για την επετηρίδα του από το αφεντικό της.
Για τις επόμενες δύο ώρες, ο Άντερσον μάς προσκαλεί να κάνουμε παρέα μαζί τους, σε ένα πανέμορφο δείγμα hangout movie, όπου σημασία έχουν οι χαρακτήρες και το κλίμα και όχι η πλοκή. Με φόντο το Ενσίνο της Καλιφόρνια του 1973, ο Γκάρι και η Αλάνα μπλέκουν με ενθουσιασμό, αβεβαιότητα ή σουρεαλισμό σε ένα σωρό περιπέτειες, ενωμένοι από μια όχι-ακριβώς-πρέπουσα αμοιβαία έλξη και μια περιέργεια που αναγνωρίζουν όλοι όσοι αναμετρήθηκαν με την ενηλικίωση ή την επίμονη αναβολή της.
Ο Άντερσον μεγάλωσε στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ τη δεκαετία του ’70 και η καλειδοσκοπική ματιά του ισορροπεί ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη νοσταλγία, σε μια απότομη στροφή από την αυστηρότητα και τη συναισθηματική ακαμψία της αμέσως προηγούμενης ταινίας του, Αόρατη Κλωστή. Επηρεασμένος σε ψυχολογικό επίπεδο από εκείνα τα γυρίσματα στο Λονδίνο, επέστρεψε στην αγαπημένη του Καλιφόρνια και μάζεψε τους φίλους και τις αναφορές του για μια ηλιόλουστη ωδή στην ασταμάτητη περιπλάνηση (οι σκηνές τρεξίματος είναι από τις ομορφότερες και συμβολικότερες της ταινίας) και στο χαμηλό διακύβευμα, τόσο σπάνιο και τόσο ευπρόσδεκτο στη σημερινή μυθοπλασία. Και στο επίκεντρο, τοποθέτησε με συγκινητική στοργή το νεαρό Κούπερ Χόφμαν, γιο του αδικοχαμένου φίλου και συνεργάτη του, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, δίνοντάς του ένα ρόλο πολύ μακριά από τους χαρακτήρες που έπαιζε ο πατέρας του στο The Master, στο Magnolia και στις άλλες ταινίες του Άντερσον, επιτρέποντας στην ερμηνευτική του απειρία να καλυφθεί από τη συμπαθητική παρουσία του και την άγουρη γοητεία του.
Επίσης στο ντεμπούτο της, η Αλάνα Χάιμ από το συγκρότημα Haim (στην ταινία τις αδερφές και τους γονείς της υποδύεται η πραγματική της οικογένεια – η μητέρα τους ήταν καθηγήτρια του Πολ Τόμας Άντερσον και χρόνια μετά εκείνος σκηνοθέτησε πολλά βίντεο κλιπ της μπάντας) ορμάει στην οθόνη, στον Γκάρι και στον κόσμο γύρω της σαν να μπορεί να διαχειριστεί το χάος μόνο πετώντας του πίσω χάος. Η ερμηνεία της είναι μια από τις καλύτερες της φετινής χρονιάς.Η χειροποίητη χαλαρότητα της ταινίας, φανερή στις ερμηνείες των πρωτοεμφανιζόμενων πρωταγωνιστών, στη δομή της και στο ρυθμό των διαλόγων (ένα flow που δεν υπάρχει πια), την αφήνει να κυλήσει σε απρόσμενες κατευθύνσεις που δεν σταματούν να εκπλήσσουν, και που μπλέκουν την πραγματικότητα με την αφήγηση με συναρπαστικούς τρόπους: ο Γκάρι μετατρέπεται εν μια νυκτί σε πωλητή στρωμάτων νερού (ο πατέρας του έπαιζε τον Mattress Man στο Χτυπημένος από Έρωτα), η Αλάνα ζει μια τρελή βραδιά με ένα σταρ του Χόλιγουντ (Σον Πεν) και ένα σκηνοθέτη (ο Τομ Γουέιτς απολαυστικά ακαταλαβίστικος), ο Γκάρι συλλαμβάνεται για φόνο και αφήνεται αμέσως ελεύθερος και η παρέα έχει μια αγωνιώδη, τρελή συνάντηση με τον Τζον Πίτερς, κομμωτή/παραγωγό/σύζυγο της Μπάρμπρα Στρέιζαντ, που υποδύεται ο Μπράντλεϊ Κούπερ σε μια εκτός ελέγχου, ξεκαρδιστική εμφάνιση. (Και αυτός ο κύριος που μοιάζει με μεταμφιεσμένο Αλ Πατσίνο και πουλάει στον Γκάρι το πρώτο του στρώμα; Είναι ο πατέρας του Λεονάρντο ΝτιΚάπριο.)
Ο Ντέιβιντ Τσέις είχε δηλώσει χαρακτηριστικά για το πολυσυζητημένο τελευταίο πλάνο των Sopranos ότι για 7 σεζόν άνοιξε ένα παράθυρο στις ζωές αυτών των ανθρώπων και σε εκείνο το σημείο επέλεξε να το κλείσει, χωρίς εξηγήσεις, γιατί έτσι είναι η ζωή. Με μεγάλη χαρά θα συνοδεύαμε στο επόμενο βήμα τους τον Γκάρι και την Αλάνα, όσο βολοδέρνουν στον απόηχο της αντικουλτούρας της εποχής, αναζητώντας τη δική τους εκδοχή του Αμερικάνικου Ονείρου.