pop_gabriel_garcia_2

Ο Gabriel García Márquez έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών . Όλοι ξεψάχνισαν την σχετική αρθρογραφία των τελευταίων ημερών ή ξεσκόνισαν το ομώνυμο λήμμα  στη Βικιπαίδεια. Δυστυχώς για κάποιους, οι δύο εναλλακτικές δεν είχαν και τρομερές διαφορές.

Ο «Gabo» γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927, στο χωριό Aracataca της Κολομβίας. Μέχρι τα 11 του χρόνια ζούσε με τη γιαγιά και τον παππού του. Ήδη από το γυμνάσιο έγραφε ποίηση, ενώ στα 17 του χρόνια δημοσίευσε για πρώτη φορά ένα ποίημα του στην κολομβιανή εφημερίδα El Tiempo. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του στη Νομική του Πανεπιστημίου της Μπογκοτά. Στράφηκε από νωρίς στη δημοσιογραφία εργαζόμενος ως πολιτικός ρεπόρτερ, ανταποκριτής στην Ευρώπη και κριτικός κινηματογράφου. Το 1958 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Mercedes Barcha. Το 1961 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Μεξικό. Το 1967 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», που έκανε αμέσως πάταγο. Το 1982 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Οι εμφανίσεις του περιορίστηκαν σε βαθμό που ο διεθνής τύπος, ως αυτόκλητος προφήτης, άρχισε να προαναγγέλλει το θάνατό του. Χρόνια αργότερα, ο αδερφός του, Jaime García Márquez, αποκάλυψε πως Gabriel «αντιμετώπιζε προβλήματα με τη μνήμη του». Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας έπασχε από γεροντική άνοια. Στις αρχές του φετινού Απριλίου νοσηλεύτηκε στο Μεξικό, έχοντας υποστεί μόλυνση στους πνεύμονες και σοβαρή αφυδάτωση. Στις 17 Απριλίου του 2014 απέπνευσε, ενώ την ίδια μέρα η σορός του αποτεφρώθηκε.

Τί σημασία έχουν όλα αυτά για έναν αναγνώστη του 2014, που με την είδηση του θανάτου δεν έπιασε βιβλίο στο χέρι του αλλά διάβασε το βιογραφικό σημείωμα στο ίντερνετ; Η βιογραφία δεν είναι μια απλή λίστα χρονολογιών, είναι η πραγματική ιστορία που κρύβεται πίσω από όλες τις άλλες: τις ιστορίες της φαντασίας. Και ως τέτοια πρέπει να αναγνωσθεί. Να λοιπόν τέσσερις μικρές ιστορίες για τους αναγνώστες και μη του Gabriel García Márquez, για τη ζωή του σαν παιδί και για το έργο του ως λογοτέχνη αλλά και ως ανθρώπου.

pop_gabriel_garcia_1

Χίλιες μέρες πολέμου και «Εκατό χρόνια μοναξιά»
O Gabriel έζησε τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής του με τη γιαγιά του, Doña Tranquilina Iguarán και τον παππού του, Συνταγματάρχη Nicolás Ricardo Márquez Mejía. Το πολυτάραχο πολιτικό σκηνικό της Κολομβίας, που δεν είχε καλά καλά συμπληρώσει έναν αιώνα ανεξαρτησίας από τους Ισπανούς αποικιοκράτες, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την οικογένεια του συγγραφέα. Η πολιτική διαμάχη μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελευθέρων δεν άργησε να εξελιχθεί σε ανοικτή σύρραξη στα 1866, που έμεινε γνωστή ως ο Εμφύλιος των Χιλίων Ημερών. Ο παππούς του ήταν στρατευμένος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, πολέμιος του Αμερικανικού παρεμβατισμού και της – νόθου κατά τα φαινόμενα – κυβέρνησης των Συντηρητικών. Οι διηγήσεις του Συνταγματάρχη ήταν εκείνες που διαμόρφωσαν τις αντι-ιμπεριαλιστικές απόψεις του García Márquez, απόψεις που διακρίνονται στο «Εκατό Χρόνια Μοναξιά»: την ιστορία επτά καταδικασμένων γενεών της οικογένειας Buendia στο φανταστικό λατινοαμερικάνικο χωριό Macondo. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει πως ο «Papalelo», όπως αποκαλούσε τον παππού του, ήταν «ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την ιστορία με την πραγματικότητα»

«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας»: έρωτας απίθανος κι όμως αληθινός
Η νουβέλα «Εκατό χρόνια μοναξιά» γνώρισε εξαιρετική εμπορική επιτυχία και καθιέρωσε τον Gabriel García Márquez ως πατέρα ενός νέου λογοτεχνικού ύφους που επονομάστηκε «μαγικός ρεαλισμός». Αυτό το υφολογικό χαρακτηριστικό το χρωστά στη γιαγιά του, η οποία με τη σειρά της, στον αντίποδα των ιστοριών του ρεαλιστή Συνταγματάρχη, προτιμούσε να διηγείται στον εγγονό της τους τοπικούς μύθους με τις όποιες δόσεις δεισιδαιμονίας συμπεριλάμβαναν αυτοί. Ο Márquez είχε σημειώσει πως η ίδια μιλούσε για «πράγματα ασυνήθιστα με μια απόλυτη φυσικότητα». Πράγματι, αν κανείς αφιερωθεί στο έργο του Márquez, αμέσως θα προσέξει πως το μόνο πράγμα που μοιάζει περίπλοκο είναι ο έρωτας, τη στιγμή που το φαινόμενο του θανάτου σχεδόν γελοιογραφείται: ο έρωτας του Florentino Ariza για τη Fermina Daza χρειάζεται εκατοντάδες σελίδες για να περιγραφεί, ενώ θάνατος του συζύγου της, δόκτορα Juvenal Urbino, συμβαίνει ακαριαία, όταν προσπαθεί ανεπιτυχώς να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο για να πιάσει… τον δραπέτη παπαγάλο του. Ο λόγος για την δεύτερη πιο γνωστή νουβέλα του συγγραφέα, «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», που γράφτηκε το 1985.

Αυτή τη φορά ο συγγραφέας βρήκε πηγή έμπνευσης όχι στα πρόσωπα των παππούδων του αλλά σ’ εκείνα των γονιών του. H Luisa Santiaga Márquez και o Gabriel Eligio García είχαν ένα βασικό εμπόδιο να υπερπηδήσουν για να πραγματώσουν τον έρωτά τους: αυτό ήταν ο Συνταγματάρχης, ο πατέρας της Luisa. Ο Papalelo δεν είχε φανταστεί πως ο επίδοξος μνηστήρας της κόρης του θα ήταν υποστηρικτής των Συντηρητικών, ενώ ο μνηστήρας με τη σειρά του ήταν επιβαρυμένος με την κακή φήμη του γυναικά. Ο Gabriel Eligio επιστράτευσε ένα τρομερό οπλοστάσιο ρομαντισμού, βομβάρδιζε τη Luisa με ερωτικά γράμματα και ποιήματα, της τραγουδούσε παίζοντας βιολί και εν τέλει ανάγκασε το Συνταγματάρχη να λάβει δρακόντια μέτρα και να τη στείλει εκτός της πόλης για κάποιο διάστημα. Όμως η επιμονή του Gabriel Eligio και η αφοσίωση της Luisa έπεισαν την οικογένεια της να επιτρέψει τελικά τον γάμο. Τα ίδια και χειρότερα μαρτύρια θα περάσει και ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, προτού καταλήξει -γέρος πια- να διεκδικήσει μια αιώνια κρουαζιέρα μαζί με την αγαπημένη του.

Η νουβέλα «Εκατό χρόνια μοναξιά» γνώρισε εξαιρετική εμπορική επιτυχία και καθιέρωσε τον Gabriel García Márquez ως πατέρα ενός νέου λογοτεχνικού ύφους που επονομάστηκε «μαγικός ρεαλισμός». Αυτό το υφολογικό χαρακτηριστικό το χρωστά στη γιαγιά του.

Μεταξύ Κούβας και Αμερικής: μια λογοτεχνική φιλία
«Όταν κουράζεται να μιλά, ξεκουράζεται μιλώντας» είχε πει ο Κολομβιανός συγγραφέας για τον Fidel Castro, τον ηγέτη της επανάστασης στην Κούβα. Από την πλευρά του, ο Castro το 2008 σημείωσε πως «η φιλία μας είναι ο καρπός μιας σχέσης καλλιεργημένης επί δεκαετίες, σχηματισμένης από εκατοντάδες συζητήσεις που μου ήταν πάντοτε ευχάριστες». H θέση του Márquez ως δημοσιογράφου τον έφερε στην Αβάνα της Κούβας τον Ιανουάριο του 1959, για να παρακολουθήσει τη δίκη ενός συνταγματάρχη, υποστηρικτή του καθεστώτος του Batista και κατηγορούμενου για σφαγές αμάχων στο μικρό χωριό El Oro de Guisa. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον Fidel Castro, με τον οποίο ανέπτυξε μια μακρά φιλία που ο ίδιος χαρακτήριζε ως «αμιγώς λογοτεχνική». Ο Κολομβιανός συγγραφέας, σθεναρός πολέμιος της θανατικής ποινής, αποκάλυψε αργότερα πως εξασφάλιζε σιωπηλά την απελευθέρωση διαφόρων αντιφρονούντων του καθεστώτος για πάνω από 20 χρόνια. Μάλιστα, διετέλεσε ως ειδικός απεσταλμένος της Κούβας στις ΗΠΑ για να συζητήσουν με τον Bill Clinton μια διμερή συμφωνία μετανάστευσης το 1994 και μια πιθανή συνεργασία τρία χρόνια αργότερα, η οποία φυσικά ναυάγησε. Η φανερή υποστήριξή του στον Castro και το αντι-ιμπεριαλιστικό του φρόνημα του είχαν αποκλείσει την είσοδο στις Η.Π.Α., μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο Clinton ήρε την απαγόρευση έκδοσης VISA. Ο Márquez λόγω της στάσης του αυτής υπέστη τα πυρά άλλων λογοτεχνών, όπως ο εξόριστος Κουβανός Guillermo Cabrera Infante ή ο Περουβιανός νομπελίστας Mario Vargas Llosa. Η βιογράφος του και συγγραφέας του βιβλίου «Fidel and Gabo», Stephanie Panichelli, αναγκάστηκε να παρέμβει στο δημόσιο διάλογο περί της «αμφιλεγόμενης φιλίας» – όπως αρέσκονται να την αποκαλούν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι – σημειώνοντας ότι «η υποστήριξή του στην Επανάσταση δεν θα ΄πρεπε να επηρεάζει την εκτίμηση των αναγνωστών του για τη λογοτεχνική του δουλειά».

«Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» ταξίδεψαν από την Ιαπωνία στην Κολομβία
Η τελευταία νουβέλα του Márquez δημοσιεύτηκε το 2004 με τον τίτλο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», όταν ο συγγραφέας είχε ήδη αποσυρθεί από τα κοινά και είχε ήδη δημοσιεύσει το 2002 μέρος της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Ζω για να διηγούμαι». Το περιεχόμενο του βιβλίου, παρότι θεματολογικά δεν αποκλίνει από τα ενδιαφέροντα του Márquez, μοιάζει σαν ιδιαίτερος φόρος τιμής στο έργο ενός άλλου δαφνοστεφή συγγραφέα. Ο Ιάπωνας Yasunari Kawabata – να μια βιογραφία με τρομερό ενδιαφέρον- δημοσίευσε το 1961 «Το Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών» και τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1968, τέσσερα χρόνια πριν το θάνατό του. Πρόκειται για την ευαίσθητη ιστορία του γερο-Εγκούτσι και της επίσκεψής του  σε έναν ιδιαίτερο οίκο ανοχής, όπου οι ηλικιωμένοι άνδρες πληρώνουν για να κοιμηθούν δίπλα σε ναρκωμένες νεαρές κοπέλες. Η θεματική είναι γνωστή στον Márquez, κάτι που φαίνεται ολοκάθαρα στο «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», ο οποίος στο τελευταίο του διήγημα συνεχίζει να εξερευνά τη δύναμη του ερωτικού πάθους και την υπέρβαση της ηλικίας και του χρόνου. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ – απλώς συστήνεται ως ένας «άσχημος, ντροπαλός και αναχρονιστικός» γέρος. Στα 90 του χρόνια αποφασίζει να κάνει δώρο στον εαυτό του την παρθενιά μιας 14χρονης κοπέλας, που εκπορνεύεται για να βοηθήσει την οικογένειά της. Αρκείται όμως απλά να την κοιτάζει όσο κοιμάται, ενώ ο ίδιος ανακαλύπτει εκ νέου τον εαυτό του και ανακαλεί τις μνήμες της ερωτικής του ζωής, στο ίδιο μονοπάτι με τον Ιάπωνα Εγκούτσι, που βρίσκεται μπλεγμένος μεταξύ μοναξιάς, έρωτα και θανάτου.

Ένα ερώτημα προκύπτει από τις τέσσερις αυτές ιστορίες. Ένας συγγραφέας έπρεπε να φύγει από τη ζωή για να διαβάσουμε τη βιογραφία του. Δηλαδή, για να διαβάσουμε τα βιβλία του, τί πρέπει να συμβεί;