23__MG_0815

«Συγνώμη, αν έχετε την καλοσύνη, θα μας βγάλετε μία φωτογραφία;» του είπε η περίπου συνομήλική του Γερμανίδα από το διπλανό τραπέζι, ενώ οι δύο φίλες της είχαν ήδη ακουμπήσει στα κάγκελα του εξωτερικού χώρου στο καφέ του μουσείου της Ακρόπολης. «Ναι, φυσικά, αν και δεν είμαι πολύ καλός σε αυτό», της απάντησε ο Juergen Teller, χαμογελώντας λίγο ώστε να μην του πέσει το τσιγάρο που στερέωσε στο στόμα για να κρατήσει τη φωτογραφική μηχανή, να νετάρει στα γρήγορα κοιτάζοντας μέσα από το φακό με τον παλιό καλό τρόπο και όχι από την μικρή ψηφιακή οθόνη, να πατήσει τρεις-τέσσερις φορές το κουμπί για να ανοιγοκλείσει άλλες τόσες φορές το κλείστρο και τελικά να επιστρέψει τη μηχανή στα χέρια της γυναίκας που του την έδωσε, λέγοντας της ενώ ακόμη χαμογελούσε «δεν ξέρω αν τα κατάφερα καλά, συνήθως μου παίρνει λίγη περισσότερη ώρα».

Στο ένα περίπου λεπτό που διήρκεσε αυτή η ερασιτεχνική φωτογράφιση από έναν από τους πιο σημαντικούς επαγγελματίες φωτογράφους στον κόσμο, προσπαθούσα να καταλάβω αν το ζωηρό χαμόγελο που είχαν μονίμως ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους οι τρεις τουρίστριες είχε να κάνει απλώς με το ότι φωτογραφίζονταν εκεί, στο συγκεκριμένο μουσείο, με το μνημείο στο λόφο του Φιλοπάππου, τον Παρθενώνα στο λόφο της Ακρόπολης και το εκκλησάκι του Άι Γιώργη στον λόφο του Λυκαβηττού, να δημιουργούν στο background μία σχεδόν «τέλεια συναστρία» ή γιατί δεν πίστευαν στην τύχη τους που τους φωτογράφιζε στο συγκεκριμένο σημείο ο συγκεκριμένος φωτογράφος.

Δεν ξέρω γιατί αλλά το πρώτο σενάριο μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον γιατί σκέφτηκα ότι όταν πια θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους και θα έδειχναν τις περίπου 2500 χιλιάδες φωτογραφίες που τράβηξαν στην Αθήνα, ίσως και να βρισκόταν κάποιος που θα αναγνώριζε ότι αυτές τις τρεις-τέσσερις τις είχε τραβήξει ο Juergen Teller, οπότε αυτές θα απορούσαν γελώντας που δεν είχαν καταλάβει ποιός ήταν, και κάπως έτσι θα είχαν για πάντα μία ωραία ιστορία να διηγούνται από τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Για εκείνο το κυριακάτικο πρωινό που κάτω από την Ακρόπολη συνάντησαν τον καλύτερο (με διαφορά) φωτογράφο της γενιάς του, έναν αυθεντικό πανκ της εικόνας που με τα αρετουσάριστα κλικ του, είτε μπροστά από τον φακό του στέκονταν «απλησίαστοι» διάσημοι είτε «ανώνυμα» μοντέλα είτε ο ίδιος και οι φίλοι του, για τα πιο σημαντικά περιοδικά, για τις πιο γνωστές καμπάνιες, για τις πολυσυζητημένες ατομικές του εκθέσεις, οριοθέτησε μία ολόκληρη αισθητική, την οποία μέχρι σήμερα γνωστοί και άγνωστοι φωτογράφοι δεν έχουν σταματήσει να κοπιάρουν ξεδιάντροπα, νομίζοντας ότι θα πετύχουν ανάλογα αποτελέσματα μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούν την ίδια φωτογραφική μηχανή με εκείνον. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που συνέβη και με τον Kurt Cobain, έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στο παλμαρέ του, όπως λέει και ο ίδιος ο Teller. Η συνταγή των τραγουδιών του δε θα μπορούσε να είναι πιο απλή. Κανείς όμως δεν έχει καταφέρει να την αντιγράψει με επιτυχία μέχρι σήμερα. Πάντα κάτι λείπει.

Και μετά ο Juergen επέστρεψε στο τραπέζι που τον περίμενα, συνεχίσαμε να μιλάμε για όλα όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα (και για όσα δεν έχει κάνει), φυσικά για την πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα, μέχρι τελικά, δύο περίπου ώρες αργότερα, να βγούμε από το μουσείο («Φανταστικό μουσείο, φίλε! Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψουμε τα μάρμαρα», ήταν η τελευταία κουβέντα που μου είπε), να περπατήσουμε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και λίγο πριν φύγει για το αεροδόμιο με τη γυναίκα του και τον γιο του, να κάνει κάτι που πριν από μερικά χρόνια μάλλον δε θα του περνούσε καν από το μυαλό. Να κάνει το «πιο τουριστικό πράγμα στον κόσμο». Να φωτογραφηθεί φορώντας το σορτσάκι-σήμα κατατεθέν του εδώ και πολλά χρόνια, δίπλα στον «Λεωνίδα» ή όποιος τέλος πάντων υποτίθεται ότι ήταν εκείνος ο τύπος που «έλιωνε» μέσα στην πανοπλία, κάτω από τον ήλιο. Γιατί του φάνηκε αστείο. Και κυρίως γιατί τώρα που έκλεισε τα 50 θέλει περισσότερο από ποτέ να εκπλήσσει τον εαυτό του.

23__MG_0699

Μιας κι έτσι βάφτισες έτσι την πρώτη σου έκθεση στην Ελλάδα, ποιό θα έλεγες ότι είναι το πιο «macho» χούι σου; Μάλλον ότι γυμνάζομαι. Ξεκίνησα πριν από μερικά χρόνια, γιατί αντιμετώπισα προβλήματα με την πλάτη μου λόγω της δουλειάς. Για πάρα πολλά χρόνια συνήθιζα να λυγίζω τη μέση μου προς τα αριστερά όταν φωτογράφιζα, οπότε μετά από τόσες χιλιάδες φωτογραφίσεις άρχισα να πονάω φρικτά στη μέση, και ο πόνος γρήγορα μεταδόθηκε και στην πλάτη μου. Το αστείο είναι ότι όταν παρουσιάστηκε το πρόβλημα, βρισκόμουν στο Παρίσι. Κάποιοι φίλοι μου εκεί με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι στο Musee d’ Orsay – όπου γινόταν η έκθεση «Masculine», που εξερευνούσε την έννοια του ανδρισμού από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα – υπήρχε και μία δική μου φωτογραφία, που όπως αποδείχτηκε είχαν δανειστεί από ένα μουσείο στο Μόναχο. Φυσικά πήγα αμέσως. Στην έκθεση, λοιπόν, υπήρχαν πολλά αψεγάδιαστα ανδρικά κορμιά και ανάμεσά τους υπήρχε και το δικό μου ημίγυμνο self-portrait. Βλέποντας με εκεί, να κρέμομαι στον τοίχο, σκέφτηκα «μεγάλε πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις κάτι γι’ αυτό». Δε σκοτώνομαι στη γυμναστική, περισσότερο για να μην πονάω το κάνω, δεν είναι σαν bodybuilding. Αλλά δε σου κρύβω ότι τώρα μου αρέσει περισσότερο το σώμα μου.

Κάποιος πριν από αρκετά χρόνια, μου είχε πει ότι την πρώτη υπαρξιακή σοβαρή κρίση δε θα την πάθαινα στα 30, αλλά στα 33. Και πράγματι έτσι έγινε. Πρόσφατα έκλεισες τα 50. Ποιό θα έλεγες ότι υπήρξε μέχρι σήμερα το πιο κομβικό χρονικό σημείο ως προς την εξέλιξη της προσωπικότητάς σου; Κοίταξε, θυμάμαι ότι το διασκέδασα πολύ όταν έκλεισα τα 40. Ήμουν πραγματικά ευχαριστημένος. Οι τελευταίοι τρεις-τέσσερις μήνες πριν κλείσω τα 50, όμως, ήταν πραγματικά καταθλιπτικοί. Η σκέψη ότι θα γινόμουν 50 είχε «μαυρίσει» το μυαλό μου. Βέβαια, μετά έρχεται η στιγμή που όντως σβήνεις τα κεράκια και νιώθεις μια χαρά. Η κατάθλιψη εξαφανίζεται. Είναι σαν ένα «μη γεγονός». Στα 40 είσαι ακόμη πολύ δυναμικός, αγγίζεις μία περίεργη συναισθηματική κορύφωση που αν συνοδεύεται και από επαγγελματική καταξίωση, σου προκαλεί ένα φυσικό high. Όταν πενηντάρισα, έχοντας πια οικογένεια, έχοντας κατακτήσει κάποια πράγματα ως επαγγελματίας, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν «και τώρα τι κάνουμε;» Υποθέτω ότι στα 60 μου θα νιώθω καλύτερα. Ξέρεις, και μόνο επειδή θα έχω καταφέρει να φτάσω σε αυτή την ηλικία.

Δε με αφορά αν κάποιος είναι διάσημος ή όχι. Στο μυαλό μου αντιμετωπίζω όλο τον κόσμο, όλα τα πιθανά projects, εντελώς δημοκρατικά. Τίποτα και κανένας δεν έχει εκ προοιμίου περισσότερο ενδιαφέρον από κάποιον άλλο.

Συνήθως οι άνθρωποι που κάνουν μία δημιουργική δουλειά, θυμούνται πολύ καθαρά τη στιγμή που «κόλλησαν το μικρόβιο». Στη δική μου περίπτωση, για παράδειγμα, ξέρω ότι όλα ξεκίνησαν όταν σπούδαζα και αποφάσισα να βγάλω ένα μουσικό φανζίν. Υπήρξε για σένα ένα τέτοιο «σημείο μηδέν»; Είναι μία πολύ όμορφη ιστορία. Το σχολείο ποτέ δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα, ήμουν κακός μαθητής. Το σπίτι που μεγάλωσα ήταν σε ένα μικρό χωριό, δίπλα στο δάσος, εκεί που η οικογένειά μου είχε μία μικρή βιοτεχνία, η μητέρα μου (σ.σ. ο αλκοολικός πατέρας του αυτοκτόνησε ένα χρόνο αφότου ο Juergen μετακόμισε στο Λονδίνο), οι θείοι μου, οι παππούδες μου κατασκεύαζαν γέφυρες για βιολιά. Από μικρός νόμιζα ότι κι εγώ θα δουλέψω εκεί. «Γάμα το σχολείο», έλεγα σε όποιον με ρωτούσε, δε μου καιγόταν καρφί. Κάποια στιγμή ξεκίνησα ως μαθητευόμενος τη δουλειά, αλλά αποδείχτηκε ότι ήμουν αλλεργικός στο πριονίδι, κάτι που όπως αποδείχτηκε, στην πραγματικότητα ήταν μία ψυχοσωματική αντίδραση, γιατί η δουλειά ήταν πολύ σκληρή. Με πήρε, λοιπόν, μαζί του ένας ξάδερφος μου που θα έκανε road trip στην Ιταλία. Φτάνοντας στην Τοσκάνη, ενώ ψάχναμε ένα μέρος να στήσουμε τη σκηνή μας λίγο πριν πέσει ο ήλιος, έβγαλε από το αυτοκίνητο το τρίποδο και τη φωτογραφική μηχανή του και άρχισε να φωτογραφίζει. Τότε σκεφτόμουν «τι κάνει ο μαλάκας; Πότε θα στήσουμε τη σκηνή; Όταν νυχτώσει;». «Έλα να δεις αυτό που βλέπω», μου είπε. Άρπαξα, λοιπόν, την κάμερα. Ήμουν 17 ετών. Ήταν η πρώτη φορά που κοιτούσα μέσα από φακό. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι θα γινόμουν φωτογράφος. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Δεν είναι πολλοί αυτοί που καταλαβαίνουν ακριβώς τι θέλουν να κάνουν από τόσο μικρή ηλικία.

23__MG_0777

Θυμάσαι με ανάλογη λεπτομέρεια και τη στιγμή που κατάλαβες ότι είχες «φτάσει» ως φωτογράφος; Δε νομίζω ότι υπήρξε μια τέτοια στιγμή. Από την αρχή, από τότε που πήγα σε μια βαρετή σχολή και μάθαινα διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες, ήξερα ότι ήμουν καλός σε αυτό που έκανα. Ποτέ δεν αμφέβαλλα. Δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα η γνώμη των άλλων. Ήθελα απλώς να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου, να εξερευνήσω τη φωτογραφία με τον δικό μου τρόπο. Αυτό το σκεπτικό δεν έχει αλλάξει μέχρι και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια. Δε θέλω να ακουστώ ψωνισμένος, γιατί από την άλλη είμαι και ανασφαλής, ποτέ δεν ξέρω τι να φωτογραφήσω μόλις τελειώσω μία δουλειά. Αλλά είναι και αυτό το άγχος, κομμάτι της δουλειάς μου.

Λες ότι από την αρχή πίστευες στον εαυτό σου. Πόσο καιρό σου πήρε όμως για να μορφοποιήσεις το χαρακτηριστικό σου στιλ; Στο δεύτερο χρόνο των σπουδών μου, με είχε απορροφήσει το φιλμ 35mm. Τότε ακόμη όλες οι δουλειές μου ήταν ασπρόμαυρες. Όταν μετακόμισα λοιπόν στο Λονδίνο, με ένα σκοτεινό, ασπρόμαυρο πορτφόλιο, ένιωσα ξαφνικά σαν να με προσπερνάνε όλοι οι larger than life φωτογράφοι σαν τον Nick Knight και τον Javier Vallhonrat με τα έντονα, τρελά τους χρώματα. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά στην καριέρα μου που ένιωσα σαν να χάνω τα πατήματά μου. Ώσπου γνώρισα την πρώτη μου σύζυγο (σ.σ. τη διάσημη στυλίστρια Venetia Scott με την οποία απέκτησαν τη – 17χρονη σήμερα – Lola. Από το 2003 ο Teller είναι παντρεμένος με τη γκαλερίστα Sadie Cole, με την οποία έχουν έναν γιο, τον 11χρονο Ed). Της έδειξα τη δουλειά που είχα κάνει στη Γερμανία. Αμέσως μου είπε «είναι pretentious σκουπίδια. Γιατί δεν φωτογραφίζεις σαν κανονικός άνθρωπος;». Ήταν ίσως η πιο σημαντική συμβουλή που μου έχουν δώσει μέχρι σήμερα.

Τώρα η Νέα Υόρκη είναι το πιο βαρετό μέρος στον κόσμο. Δεν συμβαίνει τίποτα συναρπαστικό. Το εντελώς αντίθετο από την Ελλάδα.

Συνεχίζεις να περνάς πολύ χρόνο πάνω στην κάθε φωτογραφία; Είχες πει κάποτε ότι είναι σημαντικό να παιδεύεσαι με τη δουλειά σου, γιατί μόνο έτσι αποκτάει συναίσθημα. Κάτι που δεν έχουν οι ψηφιακές φωτογραφίες, ακριβώς γιατί τους λείπει η «σωματική», αν θες, εμπλοκή του φωτογράφου. Αντιμετωπίζω κάθε μου φωτογραφία, κάθε μου δουλειά, όχι ως μεμονωμένη αλλά ως κομμάτι ενός μεγάλου project που συνεχίζεται. Ενός project με το οποίο ζω, μεγαλώνω μαζί του, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Δεν φωτογραφίζω τόσο συχνά όσο νομίζει ο κόσμος. Δε γίνεται να φωτογραφίζεις συνέχεια, αν θες να έχει μια ποιότητα η δουλειά σου. Δε γυρνάω δεξιά κι αριστερά με μια μικρή ψηφιακή κάμερα αιχμαλωτίζοντας τα πάντα. Προτιμώ να περνάω αρκετή ώρα στο στούντιο για να φροντίζω μία δουλειά που ετοιμάζω, όπως αυτή την έκθεση. Πριν κλειστώ όμως στο στούντιο, πρέπει να εμπνευστώ. Και την έμπνευση τη συναντάς μόνο αν αποκτάς εμπειρίες. Αυτή η έκθεση, για παράδειγμα, όπως σου είπα προέκυψε από την εμπειρία μου με την έντονη σωματική άσκηση.

Πόσο εκνευριστικό είναι για κάποιον που κάνει κάτι δημιουργικό, με ένα έντελως προσωπικό ύφος, να βλέπει τόσους πολλούς στυγνούς αντιγραφείς του; Δε σου κρύβω ότι στην αρχή ήταν σχεδόν οδυνηρό. Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, το συνήθιζα ολοένα και περισσότερο. Πλέον δε με ενοχλεί σχεδόν καθόλου. Υπάρχουν βέβαια ακόμη και σήμερα στιγμές που εξοργίζομαι, συνήθως όταν είναι εντελώς απροκάλυπτη η αντιγραφή, αλλά ευτυχώς το ελέγχω. Δεν μπορείς να ξοδεύεις το χρόνο σου ανησυχώντας για αυτό. Κατάλαβα αρκετά νωρίς ότι είναι προτιμότερο να συγκεντρώνεις την προσοχή σου σε αυτό που εσύ κάνεις, διαφορετικά χάνεις τη θετική σου ενέργεια, σταματάς να το διασκεδάζεις. Δουλεύω καλύτερα όταν στο μυαλό μου δεν έχω τέτοιες σκοτούρες.

23__MG_0842

Σε εκνευρίζει καθόλου η όλη κουλτούρα του instagram, που ο καθένας νομίζει – και δε βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω – ότι οι φωτογραφίες που τραβάει με το smartphone είναι σπουδαίες και τρανές μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί φασόν ψηφιακά φίλτρα και κόκκους; Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι με ενοχλεί όταν κάποιος μου δείχνει το σκύλο του ή το παιδί του στο κινητό. Ποτέ δε θα έβγαζα τα παιδιά μου στο instagram. Αν είναι δυνατόν! Γενικά πάντως, αυτή η τρέλα με instagram μου φαίνεται λίγο βαρετή. Ξέρω πολλούς συναδέλφους μου που στην αρχή σκέφτονταν «θεέ μου θα είμαι περιττός, κανείς δε θα με χρειάζεται πια». Με έναν περίεργο τρόπο, όμως, νομίζω ότι ισχυροποιεί τη θέση ενός πραγματικά καλού φωτογράφου. Γιατί μια καλή φωτογραφία φαίνεται ακόμη πιο καλή ανάμεσα σε τόσα σκουπίδια.

Μήπως όμως κι εσύ με αυτό το σκεπτικό δίνεις περισσότερη αξία απ’ όσο χρειάζεται στο instagram; Δεν ξέρω. Ίσως να μην είμαι και ο πλέον ειδήμων. Δεν έχω instagram. Μόλις πρόσφατα άρχισα να δουλεύω με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η γυναίκα μου μού πήρε ipad για να βλέπουμε ταινίες στα ταξίδια, και ακόμη μου φαίνεται περίεργη εμπειρία. Μόλις πριν από ένα χρόνο περίπου άρχισα να δουλεύω εκτός από φιλμ και με ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Ήταν σαν να κρατούσα απόσταση ασφαλείας από την ψηφιακή τεχνολογία. Μπορείς να πεις ότι τη φοβόμουν λίγο. Άσε που λατρεύω το φιλμ, τον φυσικό του κόκκο. Και ένιωθα ότι η κάμερα που χρησιμοποιούσα, μία Contax G2, ήταν το τέλειο όχημα για να εκφραστώ. Δε χρειαζόμουν κάτι περισσότερο. Μπορούσα να την ελέγξω απόλυτα. Ήξερα τα μειονεκτήματά της, ήξερα όμως και τα δυνατά της σημεία. Και φυσικά η εκτύπωση των εικόνων είναι μία ασύγκριτη εμπειρία, το ότι μπορώ να δω αν χρειάζεται λίγο περισσότερο πράσινο ή μπλε ή ματζέντα ή οτιδήποτε. Είναι μία ολόκληρη ιεροτελεστία. Πλέον όμως δε μπορώ να αρνηθώ τις ευκολίες της ψηφιακής τεχνολογίας. Άσε που με έναν περίεργο, σχεδόν διεστραμμένο τρόπο, έχουν αρχίσει να με γοητεύουν τα «σκατένια» ψηφιακά χρώματα. Ποιος θα μου το ‘λεγε!

Πώς αντιστάθηκες όλα αυτά τα χρόνια στον πειρασμό του εξαντλητικού photoshop; Μου φαίνεται ανούσιο και περιττό. Εντάξει, μπορεί να διορθώσω λίγο τα χρώματα, αλλά μέχρι εκεί. Ποτέ δε θα έπαιρνα ένα καπέλο για να το «φορέσω» σε ένα κεφάλι ή ένα ολόκληρο κεφάλι για να το «κολλήσω» σε κάποιο άλλο, πιο καλλίγραμμο σώμα. Είναι ηλίθιο!

Στην επόμενη σελίδα: ο κίνδυνος της τυποποίησης, πώς είναι να διδάσκει σε νέους φωτογράφους, η γνώμη του για τους διάσημους και η γνωριμία του με τον Kurt Cobain πριν οι Nirvana κυκλοφορήσουν το Nevermind.