2 Ημέρες Στη Νέα Υόρκη (2 Days In New York) *****
ΗΠΑ, 2011, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Julie Delpy
Πρωταγωνιστούν: Julie Delpy, Chris Rock, Albert Delpy
Διάρκεια: 96’
Διανομή: Hollywood
Πάνε μερικά χρόνια από τότε που η Marion επισκέφθηκε με τον Jack την πατρίδα της και τον σύστησε στην αλλοπρόσαλλη οικογένειά της. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, οι δύο τους έκαναν ένα παιδί, χώρισαν και πλέον η Marion συγκατοικεί με το νέο της δεσμό, το ραδιοφωνικό παραγωγό Mingus, προσπαθώντας να ανοιχτεί στον κόσμο των γκαλερί. Όλα ήσυχα, μέχρι που ο πατέρας της και η αδερφή της μαζί με τον ενοχλητικό σύντροφό της τους επισκέπτονται στη Νέα Υόρκη και φέρνουν τα πάνω-κάτω. Δεν φτάνει την ποιότητα της προηγούμενης ταινίας ούτε κατά διάνοια –πόσο μάλλον την τριλογία του Linklater-, μα παραμένει αστεία, γλυκιά και ευχάριστη, σχεδόν καθόλη τη διάρκειά της.
Το ότι μια μερίδα σινεφίλ του παρελθόντος (γιατί όχι και παρόντος;) ερωτεύτηκε παράφορα τη Julie Delpy και δέθηκε με το δεσμό της με τον Ethan Hawke δεν αποτελεί κάποιο επτασφράγιστο μυστικό. Σε αυτή την ρεαλιστικά ρομαντική σχέση που οι χαρακτήρες τους μοιράστηκαν στην τριλογία των Πριν… υπάρχει η κάθε αιτιολόγηση για να πεις το απαιτούμενο c’est la vie και να αποδεχτείς πως ακόμα και όταν πεθάνει το ρομάντζο υπάρχει πάντα η μνήμη και η θέληση για να μην πάει στο βρόντο η κάθε λέξη που μοιράστηκες με το ταίρι σου. Η Delpy δε θα μπορούσε με τη σειρά της να μείνει ανεπηρέαστη από αυτόν το ρόλο-κλειδί για την καριέρα της και έτσι το 2007 βρέθηκε να σκηνοθετεί το νοστιμότατο 2 Ημέρες Στο Παρίσι. Μπορεί να μην είχε την ούγια της Linklaterικής γραφής ή να έκανε το μεγάλο μπαμ της τριλογίας του σκηνοθέτη, μα όλα τα συστατικά της ήταν κατάλληλα τοποθετημένα. Οι αναφορές, η γαλλική τρέλα, ο ρομαντισμός, το χιούμορ, το άφησαν να υπάρχει στα χαρτιά ως ένα μεθαδονικό feelgood διαμαντάκι, όχι ως μια ανέμπνευστη προσομοίωση μιας άνευ προηγουμένου διλογίας (τότε).
Το 2012 η Delpy αποφάσισε να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε το 07, μεταφέροντας αυτή τη φορά τους χαρακτήρες από το ιδιαίτερο Παρίσι στην κοσμική Νέα Υόρκη. Να αντικαταστήσει τον Aaron Goldberg με τον Chris Rock (μια πολύ καλή ευκαιρία να χαμηλώσει τους τόνους του και να αποφύγει τα στερεοτυπικά αφροαμερικάνικα ξεσπάσματά του) και να κρατήσει το υπόλοιπο τσίρκο απαράλλαχτο.
Το αποτέλεσμα σαφώς και στερείται πρωτοτυπίας, μα δεν είναι αυτό το πρώτο πλημέλημμά του. Είναι που πολλές φορές, ενώ καταφέρνει να κάνει τη Νέα Υόρκη να μοιάσει τόσο γαλλική, δεν καταφέρνει να γράψει ένα τόσο δυνατό ή καλογραμμένο σενάριο ώστε να μετατρέψει την ταινία από ένα συμπαθές σίκουελ σε άλλο ένα τυπικό φιλμ γαλλικής κοπής που αναπόφευκτα δε θα παραμείνει για πολύ καιρό στην κινηματογραφική επικαιρότητα και θα δημιουργήσει επιθυμίες για επαναπροβολή του πρώτου του μέρους. Και, επιπλέον, ενώ έχει αυτούς τους θεοπάλαβους χαρακτήρες και μπορεί να φτιάξει κάτι το ξεκαρδιστικό, δεν τους δίνει τον απαραίτητο χώρο για να αναπτυχθούν, μέγα σφάλμα.
Από την άλλη, αν και δεν είναι αντάξιο του προηγούμενου, δεν παύει να κρύβει μικρές εκπλήξεις-λεπτομέρειες που το γλιτώνουν από την καταβαράθρωση. Μικρές λεπτομέρειες, ζεστό και οικείο χιούμορ, όμορφη κινηματογράφηση, θετικό μήνυμα και μια θέληση ανάδειξης της αλήθειας ως το μόνο πραγματικό παραμύθι είναι τα στοιχεία που το «δικαιολογούν». Και ορισμένοι διάλογοι/μονόλογοι μοιάζουν τόσο ειλικρινά γραμμένοι που άλλοι θα σκότωναν για να τους έχουν στις ταινίες τους, έστω και αν το 2 Ημέρες Στη Νέα Υόρκη δεν απαρτίζεται αποκλειστικά από αυτούς.
Ιδανική επιλογή για έξοδο σε κάποιο θερινό σινεμά που μυρίζει νυχτολούλουδο. Δε θα αναφωνήσουμε πως είδαμε ένα πρωτότυπο αριστούργημα, μα έστω και για λίγο, ο κόσμος θα φαίνεται πιο όμορφος απ’ ότι πριν. Και αν αυτός είναι ο σκοπός της ταινίας, επιτυγχάνει.
Brick Mansions *****
Γαλλία, Καναδάς, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Camille Delamarre
Πρωταγωνιστούν: Paul Walker, David Belle, RZA
Διάρκεια: 90’
Διανομή: Odeon
Το 2018, το Detroit έχει χωριστεί σε δύο μέτωπα. Από τη μία τα όργανα της τάξης και τους φιλήσυχους πολίτες και από την άλλη όλους τους κατά συρροή εγκληματίες που κατοικοεδρεύουν σε ένα γκέτο, το Brick Mansions, αποτελούμενο αποκλειστικά από εγκαταλειμμένα κτίρια. Ο αρχιβαρώνος της πόλης, Tremaine, ανακαλύπτει ένα σχέδιο αφανισμού του Brick Mansions και εξαναγκάζει τον Lino, έναν κακοποιό που προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή του, να ψάξει να βρει μια λύση. Ο Lino θα γνωριστεί με έναν αστυνόμο που μάχεται κατά της διαφθοράς, τον Damien και άθελά τους θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να ξεσκεπάσουν την αλήθεια. Αστείο σεναριακά, μα διασκεδαστικότατο φιλμ δράσης/πολεμικών τεχνών.
Το Brick Mansions αποτελεί άλλο ένα κλασσικό παράδειγμα ταινίας που δίνει μεγαλύτερο βάρος στην παρουσίαση παρά στο χτίσιμο των χαρακτήρων της. Τυπική ιστορία δύο ανθρώπων με αντίθετες ζωές που ξεκινούν ως εχθροί και καταλήγουν να συμμαχούν για καλό σκοπό, χωρίς να έχουν κανένα απολύτως βάθος, όπως και οι καλοί/κακοί της ταινίας. Μπλέκει μέσα και την πολιτική διαφθορά με άτσαλο τρόπο προκειμένου να δώσει μια παραπάνω «γκριζάδα» στην ηθική του κόσμου του, που όμως δεν τον κάνει να φαντάζει ούτε πιο ρεαλιστικός μα ούτε σκοτεινά «σοβαρός». Φυσικά γι’ αυτό δεν ευθύνεται κανένας άλλος πλην του σεναριογράφου Luc Besson που δείχνει να έχει θυσιάσει την όποια έμπνευσή του κάτι χρόνια πριν (θυμάστε τον περσινό πάτο του Malavita;), οπότε οι προσδοκίες περί σοβαρής αντιμετώπισης της πλοκής είναι μηδαμινές.
Ό, τι του λείπει σε σενάριο το έχει σε παρουσίαση. Καταιγιστική δράση με κοφτά πλάνα, αισθητική από βιντεοπαιχνίδια και βίντεοκλίπ, χορογραφία αντλημένη από το παρκούρ (ο πρωταγωνιστής David Belle είναι από τους πρωτεργάτες του) και χαίρε δοξασμένη υπερβολή. Μπορεί να μη συνδεθείτε με κανέναν από τους χαρακτήρες ή να πάρετε στα σοβαρά τις κακογραμμένες ατάκες, μα θα χορτάσετε βία σε μια απενοχοποιημένη μορφή/αυτοσκοπό της ταινίας. Και είναι και η τελευταία ταινία που θα δείτε τον αείμνηστο Paul Walker να πρωταγωνιστεί, οπότε και ένα πριμ από το παρόν προνόμιό της το παίρνει.
Προφανώς και περνώντας ο καιρός θα ξεχαστεί, μα προς το παρόν διεκδικεί ένα γενναίο κομμάτι από την γεμάτη τεστοστερόνη και αδρεναλίνη σύγχρονη παραγωγή. Το θέμα είναι αν θέλετε αυτή την ανάλαφρη και ανούσια (με την ουδέτερη έννοια) διασκέδαση ή κάτι πιο ποιοτικό. Αν αναζητάτε το πιο ποιοτικό, ούτε λόγος, αν ωστόσο δέχεστε να «ρίξετε το επίπεδο», θα περάσετε ξέγνοιαστα.
Maleficent
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Robert Stromberg
Πρωταγωνιστούν: Angelina Jolie, Elle Fanning, Juno Temple
Διάρκεια: 97’
Διανομή: Feelgood
Στη νεότερη παράδοση των παραμυθένιων ταινιών με πιο έντονο το σκοτεινό τους στοιχείο, έρχεται το Maleficent να πει την άγνωστη ιστορία της μάγισσας. Το πώς από μια νεαρή και καλοσυνάτη κοπέλα μετατράπηκε σε αδίστακτη μάγισσα όταν τα τάγματα ενός βασιλείου κατέκτησαν το δάσος που κατοικούσε. Καταριέται την Aurora, νεαρή κόρη του βασιλιά, μα σύντομα καταλαβαίνει πως ίσως το κορίτσι κρύβει το μυστικό για την αποκατάσταση της ειρήνης στο βασίλειο. Μεγαλεπήβολα στυλιζαρισμένο, ατμοσφαιρικό ποπ κορν που δεν προσφέρει επί της ουσίας κάτι παραπάνω στον ήδη ολοκληρωμένο μύθο της Maleficent. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, η σκηνή της κατάρας της Maleficent, ανασύρει με ευκολία το μεγαλείο και τον τρόμο της πρωτότυπης ταινίας κινουμένων σχεδίων. Νοσταλγία-νεωτερισμοί, σημειώσατε 1.