Αν δεχτούμε ότι το μέλλον δεν υπάρχει και ότι στην πραγματικότητα ο χρόνος του Ανθρώπου είναι το παρελθόν και το διαρκώς (καθημερινά) ανανεούμενο παρόν, τότε ο Charles Lloyd είναι τα πάντα στη διαδρομή της Jazz. Είναι δηλαδή και το παρελθόν και το διαρκώς ανανεούμενο παρόν της. Στα 77 του χρόνια είναι ένας master, ένας μεγάλος δάσκαλος του μουσικού αυτοσχεδιασμού. Το αποθεωτικό γι΄ αυτόν είναι ότι δεν κουράζεται να αναζητάει διαρκώς το διαφορετικό και το καινούργιο. Θέλει τρελά κότσια και αστείρευτη ενέργεια να είσαι και να παραμένεις στην εμπροσθοφυλακή της μουσικής δημιουργίας επί τόσες δεκαετίες.
Το 2010 ο Charles Lloyd έρχεται με το κουαρτέτο του στην Ελλάδα για να παίξει στο Ηρώδειο, μαζί με τη προσωπική φίλη του, Μαρία Φαραντούρη, που δείχνει σαφώς να τον εμπνέει στο να διερευνήσει τους νέους γι’ αυτόν μουσικούς δρόμους της ελληνικής και ανατολίτικης παράδοσης. Μαζί τους ο Τάκης Φαραζής και ο Σωκράτης Σινόπουλος, στο πιάνο και τη λύρα αντίστοιχα.
Αν και η σχέση της jazz με το ελληνικό τραγούδι και δη το τραγούδι και τη σχετική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη εμένα με άφησε… σχεδόν παγερά αδιάφορο (χωρίς να φταίει γι΄ αυτό η Μαρία Φαραντούρη), ήδη από εκείνη τη βραδιά είχε διαφανεί ότι η jazz του «Αμερικανού φίλου» μας και οι ήχοι της δημοτικής μας παράδοσης μπορούν να αναμιχθούν με ενδιαφέροντα ίσως και ερεθιστικά αποτελέσματα. Ήταν φανερό ότι ο σπόρος είχε φυτευτεί και ότι η υπόθεση θα έχει πολύ… ψωμί. Και πράγματι η πρόβλεψη ή η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε σύντομα και το αποτέλεσμα που έχει τελικά προκύψει από την ενασχόληση του Lloyd με την μουσική παράδοση της ανατολικής μεσογείου αποτυπώνεται με μαγικό τρόπο πια στον καινούργιο του δίσκο που κάνει επιστρέφοντας στη Blue Note (μετά από δεκαετίες συνεργασίας με την ECM): το Wild Man Dance, μια σουίτα σε 6 μέρη απίθανου μουσικού πλούτου και απαράμιλλου στυλ.
Εδώ υπάρχουν τα πάντα: από το swing και το be bop, την avantgarde του Coltrane, τη folk της κεντρικής Ευρώπης και την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Ο ήχος του, είναι το απόσταγμα της πολυσχιδούς μουσικής προσωπικότητας του μεγάλου δημιουργού: της υπόστασης του σαμάνου που παραδίδεται μυστικιστικά στην άγρια ομορφιά του ενστίκτου και του πάθους και στο κομμάτι της προσωπικότητας του δυτικού πολύπειρου μουσικού με τον ελεγχόμενο, πειθαρχημένο και στέρεα δομημένο νου.
Ξέρετε, δεν είναι λίγοι όσοι έχουν αποπειραθεί μέχρι τώρα να μιξάρουν πολλές γραμμές, ήχους και παραδόσεις ανά τον κόσμο. Λίγοι όμως είναι τελικά αυτοί δικαιώνονται από το αποτέλεσμα της δημιουργίας τους. Ελάχιστοι απ΄ αυτούς μάλιστα πιάνουν κορυφή. Και ο Charles Lloyd στη σουίτα του Wild Man Dance φτιάχνει την ολοδική του κορυφή αφήνοντας το διαχρονικό του στίγμα, ναι, στα 77 του χρόνια, ανεξίτηλο – είμαι σίγουρος! Το «ιδίωμα Lloyd» είναι ένα κορυφαίο παράδειγμα ανάμιξης μουσικών στυλ, έμπνευσης, δεξιοτεχνίας και συνθετικής ολοκλήρωσης και όλα αυτά με τη σφραγίδα του προσωπικού ύφους του δημιουργού του.
Το πρώτο κομμάτι της σουίτας , το 11λεπτο «Flying Over The Odra Valley», είναι υπόδειγμα χρήσης της ελληνικής μουσικής παράδοσης από τη σύγχρονη τζαζ και το τρίτο μέρος με τον τίτλο «Lark» είναι το απόλυτο παράδειγμα συνομιλίας της τζαζ με τον ανατολίτικο αυτοσχεδιασμό, της μουσικής Δύσης με τη μουσική Ανατολή. Ξεκινάει με μια αργόσυρτη επαναλαμβανόμενη μελωδική φράση/σπαραγμό από τη λύρα του Σωκράτη Σινόπουλου που εξελίσσεται διαρκώς ενώ στη συνέχεια την παίρνει το τενόρο σαξόφωνο του Lloyd για να πλαισιωθούν από το υπόλοιπο κουαρτέτο που παίζει με το γνωστό σαρωτικό τρόπο που ο Lloyd έχει «διδάξει» σε όλους. Τhe music is the magic που τραγουδούσε κάποτε και η μεγάλη Abbey Lincoln! Mόλις στις 18 Απρίλη ο Lloyd και το σχήμα του σε πλήρη σύνθεση αποθεώθηκε παίζοντας το Wild Μan Dance στο μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης. Άντε και στα δικά μας για μια ακόμα φορά…
Φυσικά, όλες οι συνθέσεις είναι του Lloyd και για την ιστορία οι μουσικοί του Wild Man Dance είναι οι: Charles Lloyd (tenor sax), Gerald Clayton (piano), Joe Sanders (bass), Gerald Cleaner (drums), Sokratis Sinopoulos (lyra) και Miklos Lucaks (cymbalon).