Βολτάραμε, βολτάραμε πολύ αυτή τη βδομάδα στους δρόμους του κέντρου. Πάνω στο σεριάνι μας, ακούσαμε από κάπου ροκαμπιλιές· τους ήχους των Last Drive που πάτησαν τα 30 και αποφάσισαν να το κάψουνε. Αλλά, ανάμεσα στα πρόσωπα των Last και των αγαπημένων τους guests, είδαμε κι άλλα: κάμερες, φώτα, μικρόφωνα, κλακέτα, μπλοκάκια. Μετά, ρωτήσαμε και μάθαμε, οι Last Drive, τα 30 χρόνια τους και οι καλεσμένοι τους θα γίνουν ντοκιμαντέρ. Μάνα εξ ουρανού το ντοκιμαντέρ αυτό, που θα προβάλλει την πορεία των προετοιμασιών για τις δύο μεγάλες βραδιές του Δεκέμβρη, με ότι αυτό συνεπάγεται: πρόβες, live, τις μαρτυρίες αυτών που έγραψαν την μουσική ιστορία των δεκαετιών εκείνων. Αναμένοντας λοιπόν, το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του Σέργιου Βαφειάδη, για τους μουσικούς αυτής, και της προηγούμενης, και της επόμενης χρονιάς, ήπιαμε μερικές μπύρες στην υγειά τους.
Περνώντας, τώρα, από την Ιπποκράτους, βρεθήκαμε στο θέατρο Διάνα, παρακολουθώντας τον «Κατάδικό μου» των Ελένης Ράντου, Σάρας Γανωτή, Νίκου Σταυρακούδη -το τιμ δηλαδή που μας είχε δώσει την τηλεοπτική «Εργαζόμενη γυναίκα». Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια ευχάριστα εύστοχη τοιχογραφία των σύγχρονων «παθήσεων» του νεοέλληνα (κατάθλιψη, ξενοφοβία, φόβος μοναξιάς, ατομικισμός, αποστείρωση) σε ένα έργο εξαιρετικής δραματουργίας και έξυπνων αφηγηματικών ευρημάτων, οριακά ακόμα και κινηματογραφικών θα μπορούσε να πει κανείς. Σε μια παράσταση που κινείται με το πόδι βιδωμένο στο γκάζι του κοινωνικοδραματικού αλλά ξέρει να φρενάρει πολύ απαλά προς το κωμικό, ξεμουδιάζοντας και συγκινώντας.
Συνεχίσαμε περπατώντας στους μουντούς δρόμους της Κυψέλης: φάτσες από κάθε γωνιά της γης, ελληνάκια, αλβανάκια, μαυράκια, όλα μαζί να παίζουνε ποδόσφαιρο στην Πλατεία Αμερικής, αρχαίες πολυκατοικίες, μπλε φώτα σε ύποπτα σπίτια, χαλασμένες φάτσες σα νταβάδες μετά τις 11 το βράδυ, σουτάρισμα πρέζας στις γωνιές, η θρυλική goth-υπόγα της Rebound, το πρωί πολύχρωμα σεντόνια στα μπαλκόνια, φωνές από ανάμεικτες παρέες, old school μαγαζιά, ένας παππούς με ελληνικό καφέ στο χέρι να κάθεται στο πεζοδρόμιο. Και εμείς σουλατζάραμε με τάπες στα αυτιά, στο repeat –ξανά και ξανά- το Spiral Tower από το ντεμπούτο-μπόμπα των Psychotic Waltz ονόματι A Social Grace (1989). Μουσική σαν παραστρατημένο αρχιτεκτονικό τοπίο που ψαχουλεύει τον εσωτερικό ψυχισμό στα όρια μιας πανέμορφης τρέλας. Μετά πέρασε ένας ταρίφας με φουλ ελληνικές σημαίες παντού και φάτσα Χρυσαυγίτη. Και κόρναρε. Θυμηθήκαμε πως μια δήλωση του (μαλάκα) Νότη Σφακιανάκη πρέπει να είναι πρώτη είδηση. Κωλλάδα που λέει και ο Παναγιώτης ο Χατζηστεφάνου.
Την Τετάρτη το βράδυ στην Κυψέλη, για αλλαγή, είδαμε το Thor: The dark world. Εντυπωσιαστήκαμε με τα ειδικά εφέ, και παρατηρήσαμε ότι οι ταινίες με υπερήρωες πλέον δίνουν μικρότερη έμφαση στις μπουνιές και μεγαλύτερη στο να διαλύουν κτήρια με το κιλό, κατά τα πρότυπα που έθεσαν πρώτα οι Avengers και μετά πολύ περισσότερο ο Man of Steel. Και, σε ένα παράλληλο σύμπαν, συγκινηθήκαμε από τις υπέροχες ερμηνείες και αναρωτηθήκαμε πώς γίνεται μια ταινία δράσης να βγάζει τόσο βαθειά νοήματα. Και μετά καθίσαμε το Au Revoir ακριβώς δίπλα από το σινεμά για να συζητήσουμε τις φιλοσοφικές προεκτάσεις αυτής της ταινίας και τους διφορούμενους χαρακτήρες της.
Όταν κουραστήκαμε από το έξω, και επιτέλους βάλαμε τον κώλο μας κάτω, ήρθε η ώρα και για καμιά σειρά. Ντυμένο με τραγούδια του Nick Cave και των White Stripes, βουτηγμένο στη λάσπη και τυλιγμένο στη σκόνη των κακόφημων δρόμων του Μπέρμιγχαμ του μεσοπολέμου, το Peaky Blinders είναι ένα σκοτεινό σόου –όχι ακριβώς η βρετανική απάντηση στο λαμπερό Broadwalk Empire του ΗΒΟ, όπως δηλαδή διαφημίστηκε. Το είδαμε, πάντως, και το απολαύσαμε. Ο Κίλιαν Μέρφι, ο άνθρωπος με τα πιο πράσινα μάτια του σινεμά, είναι ο αρχηγός μιας οικογένειας/ συμμορίας που προσπαθεί να ελέγξει τη γειτονιά της, επικρατώντας έτερων συμμοριτών, ενός σαδιστή επιθεωρητή, μιας μυστηριωδώς γοητευτικής γυναίκας αλλά και των φαντασμάτων του πολέμου που στοιχειώνουν τα όνειρα των ανδρών που βρέθηκαν στο μέτωπο. Δυνατό, με κάποιες μικρές ενδιαφέρουσες ιστορικές λεπτομέρειες, άξιο τέκνο τελικά, της πλούσιας βρετανικής τηλεοπτικής παραγωγής.
Για περισσότερες περιπέτειες των Βέλγων επισκεφτείτε την πιο Σουρεαλιστική Επιθεώρηση Πολιτισμού όλου του ίντερνετ.