Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΜΟΥΣΙΚΗ

Τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού ‘ν’ τα, κύριε Βιολάρη;

Λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία για τα 48 χρόνια της καριέρας του, ο Κύπριος των ελληνικών μπουάτ μάς αφηγείται την ιστορία του Νέου Κύματος, απ’ το κυνηγητό της Επταετίας, μέχρι την άλωσή του από την ποπ της Άννας Βίσση και τα σκυλάδικα του ΛεΠα.
Φωτογραφίες-Βίντεο: Ανδρέας Σιμόπουλος/ FOSPHOTOS

http://youtu.be/XnIVMC9GID8

Στα 70 του χρόνια, ο Μιχάλης Βιολάρης έχει την αεικινησία ξεκούραστου 25άρη. Με τα κοκάλινα γυαλιά που πρέπει να αγόρασε μαζί με τον Scorcese, το καρό πουκαμισάκι και το στενό του τζιν, στο προβάδικο που τον συνάντησε η Popaganda έμοιαζε πως θα μπορούσε να εξουθενώσει όλους τους μουσικούς που είχε γύρω του, κι ύστερα να πάρει τα κορίτσια δίπλα του να τα πάει για ένα κρασί. Κι είχε ήδη μια ώρα πρόβας πίσω του, κι άλλη τόση μπροστά. Άρα, μόνο εντύπωση δεν πρέπει να κάνει το ότι η αποψινή, επετειακή του συναυλία για τα 48 χρόνια της καριέρας του, θα διαρκέσει δυο ώρες ολόκληρες, γεμάτες με όλα εκείνα τα τραγούδια που χάραξαν ίσως την ομορφότερη εποχή στην ιστορία του ελληνικού έντεχνου τραγουδιού.

23_VIOLARIS_MG_1735_2

Πιτσιρικάς στα 20 του τότε, ήρθε από την Κύπρο στην Ελλάδα για να σπουδάσει Φιλοσοφία και βρέθηκε εκφραστής του Νέου Κύματος, πρωταγωνιστής ενός ολόκληρου κεφαλαίου της αστικής και πολιτιστικής ιστορίας της Αθήνας, να ερμηνεύει Ελύτη, Γεωργουσόπουλο, Βιζυηνό και Καμπανέλλη, ανάμεσα σε φωνές ορόσημα της εποχής του όπως η Καίτη Χωματά, η Ρένα Κουμιώτη, η Αρλέτα κι ο Χατζής. Διάβολε, ήταν εκεί όταν μπήκαν οι χωροφυλάκοι στη μπουάτ και συνέλαβαν τον Σαββόπουλο, επειδή τραγουδούσε το Βιετνάμ. «Ήταν άγριες εποχές εκείνες, την περίοδο ‘67-’73» θυμάται ο Βιολάρης. «Κι όταν τραγουδούσαμε Θεοδωράκη, υπήρχαν άτομα μέσα στην ίδια τη μπουάτ, οι οποίοι καλούσαν τους ένστολους και κλείνανε το μαγαζί για βδομάδες ολόκληρες. Ήταν πολύ έντονη η παρουσία των συνταγματαρχών μέσα στις μπουάτ, μυστικά όμως, λες και φοβόταν ο ένας τον άλλο». Μυστικά όχι μονάχα απ’ τους θαμώνες όμως. «Πολλές φορές κλείναμε την μπουάτ και τραγουδούσαμε μόνο Θεοδωράκη», θυμάται. «Και μάλιστα, ένα περίεργο θέμα, χρόνια μετά συνάντησα στη λαϊκή της Ερυθραίας έναν μεγάλο άνθρωπο που με πιάνει απ’ τον ώμο και μου λέει “θυμάσαι ρε Μιχάλη, τότε, στις μπουάτ;” και τον θυμάμαι πολύ έντονα το ‘71 στα Χρυσά Κλειδιά. Ήταν ο τότε αρχηγός της Αεροπορίας!».

 

23_VIOLARIS_MG_1680

Ο Βιολάρης μπήκε στις μπουάτ ακριβώς την περίοδο που η Ελλάδα έμπαινε στην περιπέτεια της Επταετίας. «Θυμάμαι ότι πήγα το ‘67 στην Παράγκα, στην Πλάκα, που τραγουδούσε η Καίτη Χωματά τότε, και μου είπαν να παίξω ένα – δυο τραγούδια στο πιάνο. Είχα πάρα πολύ τρακ τότε βέβαια, ήμουν μόλις 23 χρονών, αλλά άρεσε αυτό που έπαιξα, γιατί είχε ένα καινούριο χρώμα: το χρώμα της Κύπρου». Άρεσε αρκετά ώστε να τον καλέσουν να τραγουδήσει και την επόμενη βδομάδα και σύντομα ο νεαρός Κύπριος της Φιλοσοφικής βρέθηκε στο πλάι της νεαρής κοπέλας που θα χάραζε στο συλλογικό υποσυνείδητο το σπαρακτικό της παράπονο για Μια Αγάπη για το Καλοκαίρι. Αυτή δεν ήταν η μόνη όμως απ’ της σπουδαίες προσωπικότητες που θα έβρισκε στο δρόμο του ο Βιολάρης. «Την εποχή που ήμασταν εμείς, ήταν δίπλα μας ο Ελύτης. Ο Χατζιδάκις κι ο Λοΐζος. Όλοι αυτοί ερχόντουσαν στους χώρους που τραγουδούσαμε. Συνθέτες οι οποίοι δοκίμαζαν τα τραγούδια πρώτα εκεί, μ’ ένα πιάνο, κι ύστερα αν είχαν απήχηση τα κάνανε δίσκο. Αυτούς τους ανθρώπους είχαμε για πρότυπα, κι ήταν δίπλα μας, μας αγκάλιαζαν, αν αξίζαμε μας προωθούσαν, ήταν μεγάλες εμπειρίες».

 Η συναστρία όμως της εποχής, δεν περιοριζόταν στους ποιητές που μελοποίησε το Νέο Κύμα. «Εκείνη την εποχή ανθούσε το καλό θέατρο», θυμάται ο Βιολάρης για την καλλιτεχνική άνοιξη του ‘60 κι ‘70. «Υπήρχαν ονόματα από τον Κουν, τον Μυράτ και τους μεγάλους του Εθνικού, τον Μινωτή κλπ, μέχρι τον Χορν κι ύστερα τον Αλεξανδράκη και τη Μελίνα απ’ την άλλη μεριά. Ηθοποιοί ανάμεσα στους οποίους υπήρχε ένας ανταγωνισμός ποιότητας. Αντίστοιχα και στους σκηνοθέτες, ξεκινώντας απ’ τον Κακογιάννη ας πούμε. Ο οποίος, μαζί με τον Θεοδωράκη, έβγαλε την Ελλάδα έξω απ’ τα σύνορά της, με πράγματα εντελώς απλά κι ωραία, όπως ο Ζορμπάς. Το τραγούδι του Ζορμπά, αυτήν την μελωδία που αποκρυστάλλωσε όλη τη λεβεντιά και την ομορφιά της Ελλάδας, ο Θεοδωράκης την αποκαλούσε υποτιμητικά “Το Ταράμ”, δηλαδή σαν να σου λέει ότι έχω γράψει και σπουδαιότερα πράγματα. Αντίστοιχα κι ο Χατζιδάκις, όταν καθόταν σε μια ταβέρνα και τού παίζανε τιμής ένεκεν τα Παιδιά του Πειραιά, αυτός σηκωνόταν κι έφευγε. Ο Χατζιδάκις, που δεν πήγε να παραλάβει το Όσκαρ του, ακριβώς γιατί θεωρούσε ότι είχε γράψει πολύ πιο σπουδαία πράγματα. Μέσα από τους ανθρώπους αυτούς λοιπόν, τους οποίους εμείς θαυμάζαμε, μάθαμε κατ’ αρχήν από πρώτο χέρι τι θα πει ταπεινότητα, και ταπεινότητα ουσιαστική, όχι της δουλικότητας, αλλά αυτής που σε βοηθά να αξιολογήσεις το έργο σου».

 

23_VIOLARIS_MG_1655

Δύσκολο στην Αθήνα του σήμερα, να φανταστείς ότι υπήρχε μια εποχή όπου αν έκανες μια βόλτα στην Κριεζιώτου, θα μπορούσες να τρακάρεις τον Σπανό, τον Ρίτσο και τον Ελύτη να βγαίνουν από το νούμερο 11. Όμως ο Νίκος Καρύδης, ο επικεφαλής της Εταιρείας Γενικών Εκδόσεων, είχε καταφέρει ακριβώς αυτό, μεταφέροντας όλη του την εκδοτική συλλογή στις πρέσες της Λύρας. «Έβαλε τον Ελύτη να απαγγέλλει Ελύτη, τον Ρίτσο να απαγγέλλει Ρίτσο και ουσιαστικά μετέφερε ολόκληρο το βιβλιοπωλείο του στη Λύρα, κάνοντάς το τραγούδια. Με το που ξεκίνησα λοιπόν, είχα την ευτυχία ποιητές που σπουδάζαμε στο πανεπιστήμιο, να τους γνωρίζω στη Λύρα, όπου έμπαινα για να τους τραγουδήσω. Εκεί τους γνώρισα, σε μια ηλικία όμως που δεν μπορείς να καταλάβει έντονα, όπως καταλαβαίνουμε τώρα, το τι χάσαμε που δεν τους πλησιάσαμε ακόμα πιο πολύ. Αλλά άμα είσαι 23 χρονών, ε φοβάσαι να πας να χτυπήσεις την πόρτα του Χατζιδάκι, ή την πόρτα του Ελύτη. Ακόμη και τώρα που είμαι 70 μού φαίνεται κάπως, σκέψου τότε! Γιατί θέλει και το ανάλογο θράσος το σε ποιον θα πας να χτυπήσεις την πόρτα».

 Ο Βιολάρης, ωστόσο, είχε το μερίδιό του από θράσος, και το σημείο όπου το επέδειξε, ήταν κι εκείνο που καθόρισε την καριέρα του, αλλά και το στίγμα που άφησε στο ελληνικό τραγούδι της εποχής. «Το θράσος που μου έκανε καλό», θυμάται, «ήταν το ‘65, που είπα στον στιχουργό, τον Ανδρέα Γρηγορίου, “γράψε ρε παιδί μου ένα τραγούδι, να μεταφέρουμε εδώ κάτι που λείπει”, το οποίο ήταν το κυπριακό τραγούδι. Διότι υπήρχε βέβαια ο Ανδρέας Λυκουρίδης, ένας σημαντικότατος συνθέτης της Κύπρου εκείνη την εποχή, ο οποίος όμως, καθώς έμενε στην Κύπρο, δεν είχε την άμεση τριβή με το ελλαδικό κοινό που είχα εγώ, για να καταλάβει πώς και πού ήταν δυσνόητο το κυπριακό στην Ελλάδα και να το προσαρμόσει. Εγώ λοιπόν, ζώντας εδώ και βλέποντας το κενό που υπήρχε, μπόρεσα να το διαμορφώσω κι έτσι βγήκε το Ούλα Χαλάλι σου, ένα τραγούδι που αγάπησε ο κόσμος, που το έγραψα το ‘65 και μου έκανε το χατήρι ο χρόνος να το κρατήσει».

 

23_VIOLARIS_MG_1607

Περίπου όπως έκανε ο Θεοδωράκης με το Ταράμ, κάπως έτσι προσπερνάει κι ο Βιολάρης ίσως το διαχρονικότερο, και σίγουρα το ευρύτερης απήχησης τραγούδι του: τα Ριάλια. «Εντάξει, ήταν ένα δημοτικό τραγούδι που είχα την έμπνευση να διασκευάσω το ‘72 και να το φέρω σε τέτοια κατάσταση που να γίνεται πιο κατανοητό στον ελλαδικό χώρο. Το Ούλα Χαλάλι σου, όμως, ήταν εκείνο που άρχισα να τραγουδάω στην μπουάτ, κι εκείνη την εποχή που δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε κινητό να το βάλεις κάπου, το άκουσε ένας, έφερε τον άλλο, που το είπε σ’ έναν τρίτο, κι έτσι έγινα γνωστός ως ο Κύπριος φοιτητής της Πλάκας, πρώτα στην περιοχή εκείνη, κι ύστερα στα παιδιά της Φιλοσοφικής, της Νομικής και πάει λέγοντας. Και μετά άρχισε να ενδιαφέρετε η εταιρεία, επειδή είδε ότι υπάρχει απήχηση, κι έβαλε διαφήμιση στο ραδιόφωνο, που το είχε η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού τότε, και το άκουσε και το ευρύτερο κοινό. Κι έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, άρχισαν να καθιερώνονται τα Κυπριακά στην Πλάκα».

 Εκτός απ’ την Πλάκα, όμως, ο Μιχάλης Βιολάρης εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και τις συναυλίες του στην Κύπρο. Σε μια απ’ αυτές, μια φιλική οικογένεια του έφερε ένα μικρό κοριτσάκι, που ήθελε πολύ να τραγουδήσει μαζί του. «Η Άννα Βίσση ήταν τότε 14 χρονών. Την έφερε η μητέρα της, την ακούσαμε και τη βάλαμε. Ξεκίνησε από εμάς, κι αργότερα, μέχρι να βγάλει το σχολείο, δούλευε με τον Δόρο Γεωργιάδη, ερμηνεύοντας τραγούδια σπουδαία, με τα οποία έφτιαξε τόσο στην Κύπρο, όσο κι εδώ όταν ερχόταν στα φεστιβάλ, ένα όνομα δυνατό ως μια τραγουδίστρια του ποιοτικού ρεπερτορίου. Ερχόμενη στην Ελλάδα, αρχίζει έναν δεσμό με τον Γιώργο Νταλάρα, ο οποίος την οδηγεί στον Κουγιουμτζή. Από ‘κει ενισχύεται στο καλό ελληνικό τραγούδι. Μετά χωρίζει με τον Νταλάρα, περνάει σ’ έναν δεσμό με τον Σαμαρά ο οποίος ήταν ατυχής λόγω της οικογένειάς του, που δεν ήθελε τραγουδίστρια στο σπίτι, κι ύστερα βρίσκει στο δρόμο της τον Καρβέλα. Οποιαδήποτε απ’ τις δυο προηγούμενες σχέσεις της, θα την είχε οδηγήσει σε μια πορεία στο καλό τραγούδι. Με τον Καρβέλα όμως, η γυναίκα αυτή που είχε το ποπ μέσα της λόγω και της ηλικίας της, γράφει τραγούδια εύκολα και μιας χρήσεως, σε όλη τη 15ετία που ήταν με τον Καρβέλα. Τραγούδια όμως, που της απέφεραν πάρα πολλά χρήματα και δόξα, σίγουρα».

 

23_VIOLARIS_MG_1711

Τον ρωτάω αν νιώθει κάποια απογοήτευση απ’ την πορεία μιας κοπέλας στην οποία έβλεπε ενδεχομένως έναν συνεχιστή της δικής του δουλειάς. «Δεν νιώθεις απογοήτευση», λέει. «Απλά βλέπεις ότι ο δρόμος του καθενός είναι ξεχωριστός. Κάποτε με είχαν ρωτήσει τη γνώμη μου, τότε που το θέμα ήταν αν η Βανδή είναι η νέα Βίσση, κι εγώ είπα πως θα ήθελα την Άννα να τη συγκρίνω με τη Μαρινέλλα και τη Χαρούλα Αλεξίου. Γιατί δεν είναι και πολύ τιμητικό να συγκρίνεις τη μηδέν με το δέκα. Θα ήθελα δηλαδή την Άννα να την δω να διαδέχεται τη Βίκυ Μοσχολιού. Όμως, ξέρεις, εμείς στην εποχή μου μπορεί να κάναμε μονάχα τρία πράγματα, κι όχι πέντε, αλλά ήταν και τα τρία ελληνικά, με παράδοση και ρίζες κατάδικές μας. Ενώ αν σκεφτούμε την πορεία της Άννας Βίσση, που έκανε μεγάλη δισκογραφία και πολλά λεφτά, αν πιάσουμε όλη αυτή τη δισκογραφία της, θα βρούμε ότι έμεινε το 12. Κι αν ψάξουμε πάρα πολύ, ίσως βρούμε κι άλλο ένα. Έχει στην τράπεζα εκατομμύρια, ναι. Αλλά για να τα κάνει αυτά, έπρεπε να δεχτεί να κυλιέται στα πατώματα της Eurovision, ας πούμε».

23_VIOLARIS_MG_1606

 Σε μια απ’ αυτές τις συμπτώσεις που σε κάνουν να αναρωτιέσαι με ποιανού διαόλου το ποδάρι είναι συνδεδεμένα τα αυτιά που έχουν οι τοίχοι σου, το τηλέφωνο του Μιχάλη Βιολάρη χτυπά και στην οθόνη εμφανίζεται το νούμερο της Άννας Βίσση. «Σε ευχαριστώ που με πήρες πίσω, ακόμη κι αν η απάντησή σου είναι αρνητική», της λέει. Νωρίτερα της είχε εκφράσει την επιθυμία, σ’ αυτήν την επετειακή του συναυλία, να περάσει κι αυτή να πει δυο λόγια, μαζί με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο που θα είναι επίσης παρών. Η Άννα Βίσση αφήνει το ενδεχόμενο ανοιχτό. «Η Άννα έγραψε τραγούδια της μιας χρήσεως», συνεχίζει, όταν επανερχόμαστε στην κουβέντα. «Μέσα της ένιωθε ότι αυτό έπρεπε να κάνει, κι αν νιώθει ευτυχής μ’ αυτό, με το γδύσιμο και την ποπ και τα εξτένσιονς, είναι πάρα πολύ καλό. Είδαμε πάντως ότι, έστω και μέσα σ’ αυτό το πράγμα, το έκανε πολύ καλά και δημιούργησε έναν μύθο. Εμένα δεν με εκφράζει αυτό, αλλά χάρηκα που είδα φέτος, ότι ένιωσε πως δεν έχει πια ανάγκη τα λεφτά. Ένιωσε πως έχει ανάγκη την ποιότητα. Και με την θεατρική της παράσταση με τον Ρέμο, την πέτυχε. Γιατί κι αυτό, δεν είναι ένας διακόπτης, που τον στρίβεις δεξιά και πας ποιότητα».

 

 

23_VIOLARIS_MG_1693

Για να πετύχει η στροφή, πρέπει το κοινό που έχεις δημιουργήσει τόσα χρόνια, να σου έχει αφήσει το περιθώριο, όπως μου εξηγεί, βάζοντας στην κουβέντα την περίπτωση Λευτέρης Πανταζής: «Ο ΛεΠα, για παράδειγμα, πλήρωσε 10 εκατομμύρια δραχμές τον Μίμη Πλέσσα κι άλλα τόσα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του γράψουν έναν δίσκο. Τον έκανε λοιπόν, αλλά το κοινό που είχε δημιουργήσει ήταν ΛεΠα-τζίδικο. Κι έτσι, πήρε έναν δίσκο αυτός, έδωσε κι έναν δώρο στη γυναίκα του, και πούλησε άλλους πέντε. Τους υπόλοιπους τους κράτησε για να τους κάνει δώρα. Γιατί το κοινό του δεν μάσησε. Γιατί όμως αυτό; Γιατί το κοινό του ήταν ο Εκκενώσεις Βόθρων κι ο Νεκροθάφτης. Έτσι τους λέγαμε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά τους. Ένας που έκανε εκκενώσεις σ’ όλη την Αττική, κι ένας που είχε φτιάξει τεράστιο όνομα στην πιάτσα των ενδυμάτων φτιάχνοντας κοστούμια για πεθαμένους. Μπαίνανε όμως αυτοί στο μαγαζί και γεμίζανε την πίστα μετρητό. Αλλά αν ο Νεκροθάφτης δεν άκουγε τον Παπαγάλο του ΛεΠα για να έρθει στο τσακίρ κέφι και να πετάξει λουλούδια, δεν θα άφηνε το ρευστό. Γίνεται όμως ο ίδιος άνθρωπος να ακούσει το Δελφινοκόριτσο; Τι να καταλάβει; Χωρίς να υποβαθμίζω τη διασκέδαση, έτσι; Όλοι πάμε ενίοτε, να πιούμε κι ένα ουίσκι, να ’χουμε και μια γκόμενα στο πλάι. Εγώ όμως, σαν εργασία, σαν λειτούργημα και κατάθεση στο χρόνο, δεν ξέρω, μάλλον είμαι ο ηλίθιος της παρέας, που όλα μου τα χρόνια έκανα αυτά που έκανα. Γιατί αυτό μου πήγαινε να κάνω κιόλας. Κι αν το ξανάκανα απ’ την αρχή, πάλι το ίδιο ηλίθιος θα ήμουν».

 

*Ο Μιχάλης Βιολάρης θα τραγουδήσει απόψε στη συναυλία Μιχάλης Βιολάρης: 48 Χρόνια Τραγούδι, πλαισιωμένος απ’ την Ανδριάνα Κόλλια και τον Τάκη Κωνσταντακόπουλου, σε ενορχήστρωση και καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιώργου Σαλβάνου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος, 2103418550) με την υποστήριξη του Σπιτιού της Κύπρου.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.