«Τι συμβαίνει, κυρά-Βαρβάρα; Γιατί δε σταματάει το μωρό το κλάμα;»
«Άσ’ τα. μωρέ Θεοδώρα. Μπήκε η μάνα του στο νοσοκομείο κι έχει μείνει το δόλιο νηστικό. Παλεύει ο πατέρας του με το μπιμπερό, μα δεν το παίρνει. Θέλει το βυζί της μάνας του».
Σαν κάλεσμα άκουσα πια τις φωνές. Να κλαίει και να χτυπιέται και λύτρωση να μη βρίσκει. Όταν έπιασα το θήλαστρο και το γάλα πετάχτηκε από τη ρώγα σαν από κρουνό, οι στριγκλιές του τρυπούσαν τ’ αυτιά μου σαν ικεσίες. Κάθομαι και ταΐζω τη μηχανή, ενώ το κακόμοιρο έχει πλαντάξει για λίγο γάλα, με κατηγορούσα, σαν να ήμουν εγώ η φταίχτρα. Όπως καταλαβαίνετε, δεν άντεξα για πολύ. Μόλις ένιωσα το στήθος μου να βαραίνει ξανά, κατέβηκα στον δεύτερο. Αν πρόσφερα στον πατέρα το κορμί μου, θα ντρεπόμουν λιγότερο. Έμεινα βουβή για λίγο από τη σαστιμάρα, μέχρι να μπορέσω να του πω να θηλάσω το παιδί. Ήταν τόσο απελπισμένος που το πρόσωπό του φωτίστηκε από την ανακούφιση. Ήμουν, φαίνεται, η ζωντανή απάντηση στις προσευχές του.
Πήρα το αγόρι στην αγκαλιά μου. Το μούτρο του ήταν αγριεμένο από το κλάμα. Έβγαλα έξω το δεξιό μου μαστό και τον έβαλα απαλά στο στόμα του. Το μωρό άρχισε να βυζαίνει με λαιμαργία. Ρουφούσα κι εγώ μαζί του την απόλαυση. Τα χείλια του, υγρά και ζεστά, μάλαζαν τη ρώγα μου σαν να την άγαρμπα και άκαρδα, ταπεινωτικά σαν κωλόχερο σε λεωφορείο –τώρα το καταλάβαινα– ζουλήγματα της μηχανής. Το μωρό κούμπωσε στο σώμα μου σαν το κομμάτι του παζλ που συμπληρώνει την εικόνα, την πρώτη της ζωής μου, που μέχρι τότε αποτελούνταν από θλιβερά, αποτυχημένα στιγμιότυπα. Η πληρότητα που με πλημμύρισε ξεμπρόστιαζε τη μιζέρια της ύπαρξης μου.
Το κορμάκι του χαλάρωνε σιγά σιγά στα χέρια μου, μέχρι που αποκοιμήθηκε χορτασμένο. Δε το άφησα στην κούνια, μα συνέχισα να το κρατώ στην αγκαλιά μου∙ φοβόμουν να το αποχωριστώ. Δε χρειάστηκε όμως να φύγω. Ξάπλωσα στον καναπέ τυλιγμένη σε μια παλιά κουβέρτα, για να το ξαναταΐσω μόλις ξυπνούσε. Στο σπίτι μου πετάχτηκα το πρωί να κάνω ένα μπάνιο και να φάω –πεινούσα σαν λύκος. Μετά ξανακατέβηκα και βοήθησα με την αλλαγή της πάνας. Υο μωρό γελούσε ευχαριστημένο. Ήταν τεσσάρων μηνών, μου είπε ο πατέρας μου, χωρίς να με ρωτήσει για τα δικά μου. Δεν το ρίσκαρε, μη με κακοκαρδίσει και του φύγω.
Πέρασαν έτσι τρία μερόνυχτα. Κατέβαινα στο μωρό κάθε τρεις ώρες, το τάιζα, το άλλαζα και μετά γυρνούσα στο σπίτι μου. Τότε νόμιζα ότι ήταν από διακριτικότητα, μην είμαι όλη μέρα μέσα στα πόδια του ξένου ανθρώπου, μα τώρα ξέρω ότι ήταν από ενοχή: αναγνώρισα τη νέα μου εξάρτηση και προσπάθησα να την κρύψω πίσω από μια κάλπικη άνεση, από τον πατέρα κι από εμένα την ίδια. Και το μωρό είχε δεθεί μαζί μου, με έβλεπε και κουνούσε τα χεράκια και τα ποδαράκια του∙ είχα γίνει η μαμά του. Το θήλαστρο φυσικά το παράτησα, οι κλήσεις από την κλινική έμειναν αναπάντητες.
Την τέταρτη μέρα ήταν που, όπως ετοιμαζόμουν να κατέβω, άκουσα και πάλι το κλάμα του από το φωταγωγό. Γιατί δε με πήρε ο Γιάννης στο κινητό; αναρωτήθηκα κι έτρεξα στον δεύτερο. Στην πόρτα εμφανίστηκε μια γυναίκα άγρια σαν λέαινα. Η μητέρα του παιδιού με περίμενε. Αν είχα κοιμηθεί με τον άντρα της, η οργή της θα ήταν μικρότερη. Γύρισε από το νοσοκομείο και βρήκε το μωρό να την κοιτά σαν ξένη. Τώρα ούτε κι αυτή μπορούσε να το ηρεμήσει, της είχε κοπεί το γάλα. Το γάλα μου, ξένο κι αυτό, είχε κλέψει το παιδί. «Μην τολμήσεις να μας ξαναπλησιάσεις!». Οι λέξεις, πλαισιωμένες, από τις απελπισμένες του τσιρίδες, έσταζαν όλο το μίσος του κόσμου. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη στα μούτρα μου, σαν νοερό χαστούκι.