Έμφυτα κινηματογραφικό, το Μάκβεθ του Σαίξπηρ έχει αποπλανήσει μερικούς από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, από τον Όρσον Γουέλς το 1948 και τον Ρομάν Πολάνσκι το 1978 ως τον Ακίρα Κουροσάβα το 1957 (με το Θρόνο του Αίματος). Ως solo project του Τζόελ Κοέν μετά από μια λαμπρή 35ετή καριέρα συνεργασίας με τον αδερφό του Ίθαν, το The Tragedy of Macbeth αποτελεί ταυτόχρονα μια ασφαλή επιλογή (πόσο άτυχος πρέπει να είναι κάποιος με τόσες περγαμηνές για να θαλασσώσει τον Σαίξπηρ;), αλλά και μια πιθανώς συναρπαστική πρόταση για το σκηνοθέτη και σεναριογράφο που έχει αναδείξει με κυνισμό και οξυδέρκεια τις πιο σκοτεινές και ποταπές πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης.
Το τελικό αποτέλεσμα μάλλον προσγειώνει τις προσδοκίες, αν και η ελληνική κυκλοφορία της ταινίας μόνο για κατ’οίκον παρακολούθηση αντί για έξοδο στη μεγάλη οθόνη σίγουρα της αφαιρεί την ατμοσφαιρική, εφιαλτική της διάσταση. Ασπρόμαυρο και κλειστοφοβικό, το σύμπαν του Κοέν και του γάλλου διευθυντή φωτογραφίας Μπρούνο Ντελμπονέλ, συχνού συνεργάτη των Κοέν και του Ζαν Πιερ Ζενέ, παγιδεύει τους σαιξπηρικούς ήρωες σε έναν ηθικό και αρχιτεκτονικό λαβύρινθο – για μια ταινία της οποίας το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι οι αισθητικές της επιλογές, το μέγεθος της οθόνης μετράει.
Ο Κοέν κρατά τα απολύτως απαραίτητα από το κείμενο του Σαίξπηρ (οι διάλογοι παραμένουν ατόφιοι) καθώς ξεδιπλώνει την κλασική ιστορία της δολοφονικής φιλοδοξίας και της καταβύθισης στις ενοχές και την τρέλα του ανδρόγυνου που ξύπνησε και διάλεξε κυριολεκτικά τη βία. Η επιλογή του Γουάσινγκτον και της ΜακΝτόρμαντ για τους κεντρικούς ρόλους, δύο ηθοποιών μεγαλύτερων σε ηλικία απ’ό,τι συνηθίζεται στο συγκεκριμένο έργο (στην τελευταία του μεταφορά το 2015 από τον Τζάστιν Κερζέλ, έπαιζαν ο Μάικλ Φασμπέντερ και η Μαριόν Κοτιγιάρ – και εκείνη η ταινία, που εστίασε στη βία που ο Σαίξπηρ υπαινισσόταν, αποτέλεσε στυλιστική πρόταση) προσδίδει επιπλέον επίπεδα απελπισίας και ματαιότητας στις πράξεις τους: η ζωή σχεδόν τους έχει προσπεράσει και είναι η τελευταία τους ευκαιρία να κυνηγήσουν το άπιαστο όνειρό τους. Για άλλους είναι ο γύρος του κόσμου ή ένα timeshare στην Χαβάη, για τον στρατηγό και την Λαίδη του είναι η βασιλοκτονία και ο σκωτσέζικος θρόνος. Πρόκειται, θεωρητικά, για αλεξίσφαιρο κάστινγκ, όμως το οσκαρικό δίδυμο δεν είναι καν στην κορυφή των ερμηνειών της ταινίας. Αυτή η τιμή ανήκει στη βετεράνο σαιξπηρική ηθοποιό του λονδρέζικου θεάτρου, Κάθριν Χάντερ, που υποδύεται τις τρεις μάγισσες που προφητεύουν την ενθρόνιση του Μάκβεθ, με μια ανατριχιαστική σωματικότητα, σαν ένα non-binary Γκόλουμ.
Μέσα στη συμμετρική, μινιμαλιστική φυλακή που έχει φτιάξει για τους ήρωες, ο Κοέν αφήνει τους ερμηνευτές του να δώσουν ό,τι έχουν (αν και η ΜακΝτόρμαντ δεν πετυχαίνει πάντα το σωστό τόνο και ο Γουάσινγκτον αδικεί τις Μεγάλες Στιγμές του χαρακτήρα) ενώ εκείνος επιδίδεται σε μια άσκηση γερμανικού εξπρεσιονισμού που όσο τεχνικά εντυπωσιακή κι αν είναι, παραμένει υπερβολικά εξαρτημένη από την ψευδοθεατρικότητά της. Μοιάζει, για να δανειστούμε μια ατάκα που σκεφτήκαμε μόνοι μας και σε καμία περίπτωση δεν έγραψε άλλος πριν από εμάς, με ένα παραμύθι γεμάτο λύσσα και φωνές, δίχως κανένα νόημα.