Ο Μίκαελ Χάνεκε, ταυτόχρονα το αγγελάκι και το διαβολάκι πάνω από τον ώμο της ευρωπαϊκής αστικής τάξης εδώ και περίπου δύο κινηματογραφικές δεκαετίες, παρακολουθεί με ειρωνεία αλλά κι εμφανή πλέον κούραση στη νέα του ταινία, Happy End, τη σταδιακή αποσύνθεση μιας εύπορης οικογένειας της Γαλλίας μετά από μια σειρά ατυχών γεγονότων όπως η κατάρρευση μέρους μιας οικοδομής, η νοσηλεία μιας γυναίκας μετά από υπεβολική δόση χαπιών, μια υποτιθέμενη απόπειρα αυτοκτονίας.
Όλα συνδέονται ή αφορούν την οικογένεια Λοράν που ζει σε μια κατοικία στο Καλαί, αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει στα μέλη της να έχουν τη λιγότερη δυνατή επαφή μεταξύ τους. Η επικεφαλής της οικογενειακής επιχείρησης (μιας κατασκευαστικής εταιρείας που είναι υπεύθυνη για το προαναφερθέν εργατικό ατύχημα), η Αν, προσπαθεί να διαχειριστεί όχι μόνο την επαγγελματική κρίση, αλλά και την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του γιου της, Πιερ, που κάθε άλλο παρά ικανός (και πρόθυμος) μοιάζει να αναλάβει τα καθήκοντα της μητέρας του. Τουλάχιστον την Αν ενσαρκώνει η Ιζαμπέλ Ιπέρ, οπότε ξέρουμε πως ό,τι και να της συμβεί θα το αντιμετωπίσει με παγερή αποφασιστικότητα, αξιοζήλευτα death stares προς κάθε κατεύθυνση… και ίσως σπάζοντας κάποιο δάχτυλο. Δεν ανησυχούμε για την Αν, λοιπόν.
Ο αδερφός της, Τομά (ο Ματιέ Κασοβίτς επιτέλους φανερώνει τον sleazeball που πάντα έκρυβε μέσα του κι ας πιστεύει η Αμελί ό,τι θέλει), ένας γιατρός που περιμένει παιδί με τη δεύτερη σύζυγό του, αναγκάζεται να φέρει στο σπίτι και την 13χρονη κόρη του, Εβ, (Φαντίν Αρντουάν, μια μίνι αποκάλυψη), αφού μια ύποπτη υπερβολική δόση έχει στείλει τη μητέρα της στο νοσοκομείο, σε κώμα. Ο πάτερ φαμίλιας, που υποδύεται ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν, αναπολεί την όχι-και-τόσο ευθανασία της ηλικιωμένης γυναίκας του και, αδιάφορος πλέον για τη ζωή και τη διαλυμένη οικογένειά του, επιθυμεί μόνο να έρθει η σειρά του, επιχειρώντας με διάφορους ημι-κωμικούς τρόπους να επισπεύσει τη διαδικασία του χρόνου και της αρρώστιας του. Είναι ξεκάθαρο πως δεν βρισκόμαστε στον κόσμο του Άκρως Οικογενειακόν.
Το παζλ (ή μάλλον το Jenga, έτσι απειλητικά όπως το στήνει για να το γκρεμίσει ο Χάνεκε) της αποστασιοποιημένης, ανήθικης ύπαρξής τους, εμπλουτίζουν η μάλλον υπερβολικά απόμακρη υποσημείωση της προσφυγικής κρίσης στο γαλλικό λιμάνι και κάποιες πρωτοεμφανιζόμενες στυλιστικές πινελιές του σκηνοθέτη που ενθουσιάζουν περισσότερο on paper παρά εκτελεστικά. Τέτοιες είναι η προσωρινή κατάληψη της αφήγησης από τη χρήση των social media, το youTube και την κάθετη κάμερα του iPhone – τα τρικ αυτά, όμως, εγκαταλείπονται γρήγορα κι ανούσια από τον Χάνεκε, σαν κάποιον που αγόρασε το iPhone 8 και το βαρέθηκε αμέσως μόλις βγήκε το iPhone X.
Οι θεματικές του εμμονές παραμένουν: στο Happy End θα βρει κανείς αναφορές στα Παράξενα Παιχνίδια, τον Κρυμμένο και την 7η Ήπειρο (η ψυχικά νεκρή ανώτερη τάξη), το Benny’s Video (η αναισθησία ενός νεαρού κοινωνιοπαθούς μέσα από την κινηματογράφηση μιας βίαιης πράξης) και το Amour (ο Τρεντινιάν και η Ιπέρ, που έπαιζαν επίσης τον πατέρα και την κόρη, θα μπορούσαν να κινούνται σε ένα εναλλακτικό σύμπαν εκείνης της ταινίας). Ωστόσο εδώ ο αντίκτυπός τους είναι σημαντικά αποδυναμωμένος, με ημιτελείς, αδιέξοδες ιδέες και μια φαινομενική παραίτηση του δημιουργού που στο παρελθόν έβαζε τόσο αριστοτεχνικά νυστέρι στην παρακμή του κοινωνικού του περίγυρου. Μικρές εξάρσεις έμπνευσης αποτελούν η πιο αμήχανη σκηνή καραόκε από το τέλος του Only God Forgives (σας συγχωρούμε εμείς αν δεν φτάσατε ποτέ ως το τέλος), με τον Χάνεκε να επιδεικνύει το καλό του ποπ γούστο επιλέγοντας το “Chandelier” της Sia, και το σατανικό, σαρκαστικό φινάλε που φυσικά ουδεμία σχέση έχει με τον τίτλο της ταινίας.
Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση από μια άλλη πρόσφατη ταινία που πριόνισε την όποια γοητεία της μπουρζουζίας, τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού… it’s a metaphor.