Η νέα κινηματογραφική μεταφορά του Dune, μετά τις θρυλικές αποτυχίες του Ντέιβιντ Λιντς και του don’t call my name, don’t call my name Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, αποτελεί πεδίο δόξης λαμπρό για τον Ντενί Βιλνέβ, που καλείται να μετατρέψει ένα παραδοσιακά unfilmable βιβλίο σε υπερθέαμα εμπορικών αξιώσεων για τη γενιά της Marvel. Προερχόμενος από την καλλιτεχνική επιτυχία του σίκουελ ενός άλλου τοτέμ της επιστημονικής φαντασίας, του Blade Runner 2049 (που όμως δεν μεταφράστηκε και σε εισπράξεις), ο Καναδός σκηνοθέτης έχει όλα τα φόντα (κυριολεκτικά – συγκεκριμένα, σε αυτή την ταινία είναι γκρίζα) για να παρουσιάσει το spicy έπος του Φρανκ Χέρμπερτ όπως το ονειρεύεται ένα από τα ομολογουμένως πιο γκαντέμικα fandoms, αλλά και για να το συστήσει σε αμύητους θεατές που παθαίνουν αναφυλαξία στη θέα ενός τόμου 640 σελίδων ή/και λαμβάνουν ένα αμυδρό vibe Star Wars από τη διαπλανητική ίντριγκα. Μόνο και μόνο από το πρωτοκλασάτο καστ, η εκδοχή του Βιλνέβ ευτυχώς απομακρύνεται πολύ νωρίς από οποιαδήποτε έννοια φιάσκου, αν και η ημιτελής φύση της (για την οποία προειδοποιεί το “Μέρος 1” στους τίτλους αρχής) στοιχειώνει το όλο εγχείρημα, μετατρέποντάς το σε μια μακρόσυρτη, πανάκριβη εισαγωγή χωρίς κυρίως πιάτο. Πόση αξία έχει μια ταινία που συνεχώς υπαινίσσεται ότι τα καλύτερα έρχονται… στην επόμενη; Όπως φαίνεται, αρκετά μεγάλη.
Σε ένα δυστοπικό-φεουδαρχικό σύμπαν 8 χιλιάδες χρόνια στο μέλλον, μια σπάνια, ψυχοτροπική ουσία που επιτρέπει το ταξίδι στο χρόνο, γίνεται το μπαχαρικό της έριδος ανάμεσα σε δύο ισχυρές οικογένειες, εκείνη του ισχυρού, δίκαιου (και hot) ηγέτη των Ατρειδών (Όσκαρ Άιζακ) και του σατανικού δυνάστη του οίκου των Χαρκόννεν (Στέλαν Σκάρσγκαρντ). Όταν ο οίκος του πρώτου αναλαμβάνει την επίβλεψη της παραγωγής του μπαχαρικού στη μοναδική πηγή του, τον αμμώδη πλανήτη Αρράκις, μετά την απομάκρυνση των Χαρκόννεν, η κίνηση μοιάζει με παγίδα. Παρόλα αυτά, ο δούκας Ατρείδης φέρνει μαζί του στον Αρράκις το γιο του, Πολ (Τιμοτέ Σαλαμέ), που ακολουθείται από ψιθύρους και ατομικά οράματα μελλοντικού μεγαλείου, και τη μητέρα του Πολ, Λαίδη Τζέσικα (Ρεμπέκα Φέργκιουσον), που ανήκει σε μια αινιγματική σέχτα που ετοιμάζει το έδαφος για ένα διαγαλαξιακό Σωτήρα. Τον προσμένουν, άλλωστε, οι ντόπιοι του Αρράκις, οι βασανισμένοι Φρέμεν.
Η πλοκή του Dune είναι περίπλοκη (δεν έχουμε αναφέρει τίποτα για τα σκουλήκια της άμμου που καταστρέφουν ό,τι ακούσουν στην επιφάνεια του εδάφους και την ένταση που βράζει στο στρατόπεδο των Χαρκόννεν) και ο Βιλνέβ έχει βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο να την τηλεγραφήσει: έχει βάλει την Ζεντάγια, μέλος των Φρέμεν, να κάνει τις συστάσεις στο κοινό. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, η ταινία με κάποιο τρόπο επιμένει να μοιάζει αραιή, ίσως από την υπερβολική ποσότητα σκόνης και τη μουντή ατμόσφαιρα που κατακλύζουν την οθόνη. Όμως η αφηγηματική οικονομία επιτρέπει στο νέο Dune να βρει μια ξεχωριστή ταυτότητα μέσα στο απέραντο τοπίο των sci-fi ιστοριών για ανέλπιστους Μεσσίες: το Dune κεντράρει σε ένα ασταμάτητο κυνηγητό με ιδιότητες fever dream, με τον Πολ Ατρείδη να τρέχει να ξεφύγει από τους εχθρούς του και την ίδια στιγμή να τρέχει από ή προς το πεπρωμένο του (η άγνοια και η σταδιακή του συνειδητοποίηση είναι το μπαχαρικό που τροφοδοτεί την ταινία.) Ο Σαλαμέ είναι εκφραστικός αλλά υπερβολικά μοντέρνος για μια ιστορία που μπορεί να εκτυλίσσεται μετά το 10.000 αλλά έχει ρίζες στη δεκαετία του ’60, αλλά αν ήταν αναπόφευκτη η επιλογή ενός πιθανού franchise στην ανερχόμενη καριέρα του, μάλλον αυτή εδώ ήταν η σοφότερη (αφού ο Σπάιντερμαν είναι πιασμένος, οι υπερηρωικές επιλογές δεν είναι πολλές.) Από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, ο Άιζακ περνάει με ασύλληπτη άνεση από τον κουλ Πο Ντάμερον στον αξιοσέβαστο (και hot) Λίτο Ατρείδη, η Φέργκιουσον, ενδιαφέρουσα παρουσία παγιδευμένη πάντα σε ερμηνευτικό αδιέξοδο, βρίσκει επιτέλους ένα ρόλο που καμουφλάρει τις συνήθεις αδυναμίες της, ο Σκάρσγκαρντ και η Σαρλότ Ράμπλινγκ (στην καλύτερη σκηνή της ταινίας, υποβάλλει τον Πολ σε μια δοκιμασία πόνου με εργαλείο ένα μικρό κουτί) είναι γνήσια τρομακτικοί, και ο Τζέισον Μομόα, στο ρόλο του πολεμιστή Ντάνκαν Άινταχο, κλέβει άνετα όλες του τις σκηνές με το χαρακτηριστικό του χάρισμα.
Καθεδρικοί από τσιμέντο, γυναίκες που αναρωτιούνται “ποιος θα είναι ο επόμενος δυνάστης μας;”, οι κίνδυνοι της μυθολογίας του σωτήρα, realpolitik σε επίπεδο γαλαξιών – από τα μυριάδες νήματα του Dune, ξεπροβάλλει η μηχανική αφοσίωση του Βιλνέβ στην παραζάλη αυτού του κόσμου. Συχνά, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού του, ταυτόχρονα οραματιστής αλλά και δέσμιος του υλικού, της ατομικής του φιλοδοξίας και των κυνικών προσδοκιών για τη δημιουργία ενός νέου franchise (από μια αντικαπιταλιστική αλληγορία, αν μη τι άλλο). Για κάθε εντυπωσιακή ιδέα στη θεόρατη κλίμακα που υπενθυμίζει την ασημαντότητά μας μπροστά στις γιγάντιες, μπρουταλιστικές κατασκευές, νιώθεις ότι διστάζει να απελευθερωθεί πλήρως, αυτολογοκρίνοντας την ίδια του τη φαντασία ως την επόμενη φορά.
Η ταινία Dune κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.