Λευκά είδη, ασήμι, μουσική και ζιβανία. Ή αλλιώς τρεις μέρες στο φεστιβάλ Φέγγαρος στον Κάτω Δρυ της ορεινής Κύπρου. Αναφερόμαστε στο μόνο σοβαρό μουσικό φεστιβάλ της χώρας που τα τελευταία χρόνια γίνεται σ’ ένα χωριό σε υψόμετρο 500 μ., σαράντα λεπτά από το αεροδρόμιο της Λάρνακας.
Αρχές Αυγούστου, την ώρα που οι περισσότεροι βρίσκονται στις παραλίες κάποιοι άλλοι πήραν τα κυπριακά βουνά. Ο Κάτω Δρυς βρίσκεται πολύ κοντά στα (Πάνω και Κάτω) Λεύκαρα (από τα άσπρα βουνά), μια καλοχτισμένη κωμόπολη, με μεγάλα αρχοντικά και ένα «μεσαιωνικό κομμάτι» με στενά σοκάκια να διαπερνούν τα πετρόχτιστα σπίτια. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της γραφικότητας (με την καλή έννοια), στη σελίδα της Wikipedia για τα Λεύκαρα, αναφέρεται ως ένα «ένα από τα δέκα πιο γραφικά χωριά της Ευρώπης».
Το κέντρο είναι γεμάτο από καταστήματα όπου μπορείς να βρεις τα προικιά που πάντα έψαχνες.
Τραπεζομάντηλα, καλύμματα, πετσετάκια, σεμεδάκια, σαλιάρες, μαντήλια, πανωσέντονα, κατωσέντονα, ό,τι τραβάει η ψυχή σας και η συρταριέρα σας. Και πολλά ασημικά.
Ο Κάτω Δρυς αντίστοιχα είναι αρκετά πιο μικρός με τους μόνιμους κατοίκους να μην ξεπερνάνε τους εκατό. Είναι εντυπωσιακό όμως το πόσο καλά διατηρημένο είναι, από τους φροντισμένους πεζόδρομους μέχρι τα σπίτια που μοιάζουν σαν να μην έχουν μείνει λεπτό ακατοίκητα.
Αυτή είναι και η πρώτη επιτυχία του Φέγγαρος αφού βγάζει ένα χωριό από τη νιρβάνα του, χαρίζοντάς του μια πρωτοφανή για την περιοχή ένταση. Το φεστιβάλ παίζει στην ουσία σ’ ένα άδειο αλλά κομψό γήπεδο. Εκτός από τις δύο μεγάλες σκηνές μπορεί και χρησιμοποιεί χώρους όπως το προαύλιο ενός μουσείου ή μια εκκλησία.
Ακόμα και αν δεν ήσουν ο μεγαλύτερος θαυμαστής της μουσικής ή των καλλιτεχνών που εμφανίζονται, το όλο σκηνικό, από το περιτύλιγμα μέχρι το περιεχόμενο σ’ έκανε να αισθάνεσαι ότι κάτι το σημαντικά ωραίο συμβαίνει εδώ. Μια ανάλογη αίσθηση νιώθεις όταν βρεθείς σε οποιοδήποτε φεστιβάλ γίνεται εκτός του καθιερωμένου αστικού τοπίου.
Πέρα και πάνω απ’ όλα όμως είναι η μουσική. Αν θα μπορούσα να βάλω ένα τίτλο είναι «Φεστιβάλ για ν΄ανακαλύψεις πράγματα». Η ταυτότητά του είναι μπερδεμένη κάπου ανάμεσα στα ευρύτερα όρια της σύγχρονης ethnic μουσικής, της τζαζ, του indie και πιο πειραματικών ιστοριών. Ένας Ισπανός που έχει κατασκευάσει μια κιθάρα που βγάζει ήχο με χίλιους τρόπους, η Μαρίνα Σάττι με τις Fones, οι Acid Baby Jesus, ο Kid Flicks, οι Villagers Of The Ioannina City, και πολλοί άλλοι, βρήκαν το χώρο τους και το χρόνο τους στα υψίπεδα της Λάρνακας.
Το πρόγραμμα είχε ως εξής. Έφτανα κοντά στις 18.00 στον Κάτω Δρυ. Έπαιρνα από το καφενείο μια πίτα γεμιστή με κοτόπουλο, μαϊντανό, ψιλοκομμένη ντομάτα και αγγούρι. Αλάτι, πιπέρι και η μόνη σος που είχε μέσα ήταν μερικές στάλες λεμόνι. Κάποια στιγμή ζήτησε να προσθέσει κάποιος χαλόυμι στο έδεσμα και σχεδόν πήγε να τιναχτεί όλο το χωριό στον αέρα. Δεν παίζεις με κάτι τέτοια. Το φαγητό συνοδευόταν από 250 ml ζιβανίας, η κυπριακή ρακή που επειδή είναι αρκετά πιο βαριά είναι σχεδόν απαραίτητο να συνοδεύεται από αρκετό πάγο. Μετά το τρικούβερτο τσιμπούσι, ερχόταν η ώρα της μουσικής. Σταχυολογώ (απ’) όσα θυμάμαι:
«Οι Κύπριοι είναι μαμούνια, ρε. Καταφέρνουν διάφορα τρελά πράγματα». Αυτή ήταν η απάντηση στο πως πέτυχαν να κλείσουν τον (όνομα και πράγμα) Fantastic Negrito λίγους μήνες αφότου είχε βραβευθεί με Grammy. H ιστορία του Dphrepaulezz όπως είναι το πραγματικό του όνομα είναι για να γυριστεί σε σειρά. Το έσκασε από το σπίτι του στο Oakland όταν ήταν 12 ετών, έμπλεξε με συμμορίες, πουλούσε ναρκωτικά και παρακολουθούσε κρυφά μαθήματα μουσικής στο Berkeley, είχε κάτι προβλήματα με τον υπόκοσμο μέχρι που τον ανακάλυψαν και άλλαξε η ζωή του. Σαρωτικός, ένας από τους χαρισματικούς κληρονόμους του μαύρου ήχου από τα gospel φωνητικά μέχρι τα blues και το φανκ. Αν βρεθεί στην Ελλάδα μην τον χάσετε.
«Ω, ρε σεις που βαδίζετε στης μουσικής τις στράτες, να γλυκοτραγουδείτε ονειρεμένες μουσικές, ουράνιες μελωδίες, κουρδίσετε τα όργανα στον τόνο τσι φωνής μου…» Για λίγη ώρα υπήρχε η εντύπωση πως όταν τελειώσει το Hey, Musicians (Black Peak) από τους Xylouris White, θα περάσουν δύο, τρία λεπτά και θ’ αφανιστεί ο κόσμος. Η μπάντα του ντράμερ Jim White (Dirty Three) και του Ψαρογιώργη (της οικογένειας Ξυλούρη) μετά από τα πρώτα της δύο άλμπουμ έχει φτιάξει ένα κοσμογονικό σύνολο που συμπεριλαμβάνει την κρητική μουσική παράδοση και τους δυτικούς ρυθμούς.
Ροκ πανηγύρι. Αυτό είναι το είδος που ευδοκιμεί στη χώρα μας και φάνηκε πολύ και στο Φέγγαρος. Οι VIC, οι Jan Van και οι Baildsa παντρεύουν χάλκινα, τσαμπούνες, κλαρίνα με τον ηλεκτρισμό και έχουν φτιάξει ήδη μια γερή βάση από θαυμαστές. Όπως και η Μαρίνα Σάττι με τις Fonές αντίστοιχα όπου δεν είναι ένα απλό viral. Προπονημένες σαν αθλήτριες, με γνωστά στο ελληνικό κοινό τραγούδια, φαίνεται πως θα κινούνται πολλά χρόνια στο κουρμπέτι.
Στα πιο ταπεινά. Οι Acid Baby Jesus παρά τα τεχνικά προβλήματα είναι μια από τις πιο ευχάριστα θρασείς μπάντες που κυκλοφορούν στα πέριξ. Εξαιρετικοί οι Cave Children σε ένα χώρο, το προαύλιο του μουσείου, που τους ευνόησε ώστε να γίνει πιο ζεστό το live. Για τους Σωτήρες δεν μπορώ να πω πολλά γιατί είμαι στα όρια να γίνω γκρούπι. Οι ίδιοι είπαν ότι έγινε από τα καλύτερα ζωντανά τους, γιατί να μην το επιβεβαιώσω;
Η Μικαέλα, o Αντρέας, ο Λευτέρης και τ’ άλλα παιδιά του φεστιβάλ έχουν μεθοδικά και με υπομονή θέσει τις βάσεις για ένα μεγάλο πολιτιστικό άνοιγμα σ’ ένα μεσογειακό σταυροδρόμι. Είναι κάπως μοιρολατρικό άραγε ότι, ύστερα από τέτοια υποδειγματική διοργάνωση, το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι πως «τα καλύτερα έρχονται»;