Ένας διάσημος συγγραφέας, ο Μπεν Μίαρς, επιστρέφει στο Σάλεμς Λοτ, τη μικρή πόλη του Νότιου Μέιν όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο στόχος του είναι να γράψει ένα μυθιστόρημα και παράλληλα να ερευνήσει την αλήθεια γύρω από το τρομακτικό μυστικό που κρύβει το Σπίτι των Μάρστεν. Μια έπαυλη που δεσπόζει πάνω από τη πόλη, η οποία εικοσιπέντε χρόνια πριν έγινε το σκηνικό ενός βίαιου εγκλήματος και μίας αυτοκτονίας που στοιχείωσαν την παιδική του ηλικία.
Η άφιξή του στη πόλη συμπίπτει με την εμφάνιση ενός αλλόκοτου δίδυμου. Δύο ξένοι αγοράζουν την έρημη έπαυλη και ανοίγουν ένα κατάστημα όπου εμπορεύονται αντίκες. Μόνο που οι κάτοικοι της μικρής πόλης βλέπουν πάντα μόνο τον έναν καθώς ο αφανής συνέταιρος λείπει διαρκώς για δουλειές.
Στο μεταξύ το Σάλεμς Λοτ κυριεύεται από σκοτεινές δυνάμεις. Ζώα ανακαλύπτονται σφαγιασμένα με φρικτό τρόπο, παιδάκια εξαφανίζονται και τάφοι βρίσκονται σκαμμένοι με τα πτώματα να λείπουν. Και τότε ο Μπεν Μίαρς αναλαμβάνει να ερευνήσει τι κρύβεται πίσω από αυτήν την σειρά των τρομακτικών περιστατικών. Και να αντιμετωπίσει τον Δράκουλα και την στρατιά των βρυκολάκων του με τις πιο κλασικές μεθόδους, σταυρούς, σκόρδα και παλούκια στη καρδιά.
Ο Στίβεν Κινγκ είχε κόλλημα με τον μύθο του Δράκουλα από τότε που μικρός διάβασε το κλασικό μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η αισθητική του επηρεαζόταν περισσότερο από τα κόμικ με τα βαμπίρ, σκεφτόταν την ιδεά της μεταφοράς του Δράκουλα σε μία Αμερική που αγωνιζόταν να συνέλθει από την πανωλεθρία του Βιετνάμ και το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ. Ξαφνικά οι Αμερικανοί μάθαιναν ότι οι πολιτικοί τους ηγέτες δεν ήταν μόνο ανίκανοι, ήταν και ανήθικοι και φυσικά ασύστολοι ψεύτες. Και ο Κινγκ, «προλετάριος συγγραφέας που γράφει ιστορίες για την εργατική τάξη», δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να περιγράψει μία πόλη όπου δύο άγνωστοι τζέντλεμεν, με αριστοκρατικούς τρόπους και απαράμιλλη κομψότητα, καταφτάνουν και στη κυριολεξία ρουφάνε το αίμα των κατοίκων της.
Από την άλλη, όπως το εξηγεί ο ίδιος, πάντα τον συνέπαιρνε το θέαμα των ερημωμένων μικρών πόλεων που συναντάει κανείς σε όλη την Αμερική. Τον σαγήνευαν οι εικόνες των πόλεων που εγκαταλείφθηκαν μαζικά από τους κατοίκους τους, επειδή κάποιο μεγάλο εργοστάσιο έκλεισε, ή επειδή ο υδάτινος ορίζοντας μολύνθηκε ανεπανόρθωτα και οι κάτοικοι αναζήτησαν αλλού την τύχη τους. Σε μία βόλτα με το αυτοκίνητο στο Βερμόντ ένας φίλος του, του διηγήθηκε μία ιστορία για το Τζερεμάιας Λοτ, μία πόλη εκεί κοντά όπου μία μέρα του 1809 εξαφανίστηκαν όλοι οι κάτοικοι της. Όσοι βρέθηκαν μετά εκεί έλεγαν ότι τα σπίτια ήταν άθικτα και σε κάποια είχαν μείνει ακόμα και τα τραπέζια στρωμένα με τα πιάτα επάνω. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι συνέβη καθώς ούτε ένας κάτοικος δεν βρέθηκε για να μιλήσει σχετικά με το συμβάν.
Στο «Σάλεμς Λοτ» ανακάτεψε τα δύο στοιχεία και προέκυψε αυτό το θεσπέσιο μίγμα που τον καθιέρωσε ως βασιλιά του τρόμου. Εδώ υπάρχουν όλες οι σημαντικές λεπτομέρειες που θα εμφανιστούν στα επόμενα μυθιστορήματα του όπως το «Αυτό», η «Κριστίν», τα «Χρήσιμα Αντικείμενα» ή στο «Θόλο». Η μικρή πόλη με τα στοιχισμένα σπιτάκια όπου πίσω από τις γαλήνιες προσόψεις κρύβονται οι εφιάλτες, η ηλικιωμένη κουτσομπόλα που διαδίδει τις φήμες, ο μεσήλικας σερίφης που δυσκολεύεται να πιστέψει στο αδιανόητο, οι γραφικοί απένταροι μεθύστακες που συνήθως είναι τα πρώτα θύματα κι όλα αυτά με φόντο το μπαρ γεμάτο καπνό, ξεθυμασμένη μπύρα και τζουκ μποξ μόνο με κάντρι.
Το «Σάλεμς Λοτ» παραμένει το αγαπημένο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ όπως λέει στις συνεντεύξεις του. Λογικό. Είναι το μυθιστόρημα που τον ανέδειξε ως έναν κορυφαίο συγγραφέα. Είναι αυτό που περικλείει όλη του τη μυθολογία που θα αναπτύξει αργότερα στα επόμενα έργα του. Και πάνω από όλα είναι το ξαναζωντάνεμα ενός παλιού τρομακτικού θρύλου από έναν παραμυθά που γαλουχήθηκε με την αμερικάνικη ποπ κουλτούρα. Γιατί ο Κινγκ πήρε τον Δράκουλα από την Τρανσυλβανία και τον έφερε στο υποκριτικό και πουριτανικό περιβάλλον μιας μικρής πόλης στα χρόνια που όλοι οι Αμερικανοί ανακάλυπταν έκπληκτοι ότι ο Νίξον ήταν απατεώνας και οι κρατικές υπηρεσίες βυθισμένες στη διαφθορά.