«Θα μιλήσω μόνο για το θέατρο» μου είπε τελεσίδικα, μόλις κλείσαμε το ραντεβού για τη συνέντευξη. «Ναι, εντάξει, αλλά αν φέρει κάτι άλλο η κουβέντα…» ξεκίνησα μία πρόταση – προσπαθώντας να αφήσω ανοιχτό ένα παράθυρο για να βγει από αυτό η κουβέντα και να πάει όπου της/μας προκύψει – που την τελείωσε ο Στέλιος Μάινας για λογαριασμό μου. «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος ως προς αυτό. Θα μιλήσω μόνο για το θέατρο. Όλοι βγαίνουν και κάνουν πολιτικές δηλώσεις…». Ήταν η σειρά του να αφήσει μία πρόταση χωρίς σαφές τέλος.
Το να μη θέλεις να μιλήσεις για πολιτική, βέβαια, σε μια εποχή που το κατά το Κλιντ Ίστγουντ γνωμικό, ίσως και να ζει την πιο μεγάλη του επιβεβαίωσή του σε αυτή τη μικρή χώρα που απ’ ό,τι φαίνεται σφύζει από «ειδήμονες» που μιλάνε συνέχεια χωρίς να λένε απολύτως τίποτα (είτε γιατί δεν έχουν κάτι να πουν, είτε γιατί όλοι ξέρουμε πως πάει το άλλο γνωμικό, περί πίτας ολόκληρης και σκύλου χορτάτου), είναι από μόνο του μία στάση που κάθε άλλο παρά ότι δεν έχεις γνώμη σημαίνει. Έστω και αν θέλοντας και μη, είναι μία στάση που δε μπορείς να τηρήσεις όσο αρχικά θα ήθελες, γιατί εν προκειμένω η δουλειά για την οποία θέλεις αποκλειστικά να μιλήσεις, η παράσταση Τίρζα (βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Άρνον Γκρούνμπεργκ) μιλάει πολιτικά από μόνη της.
Απ’ όσο γνωρίζω, η πρώτη σας επαφή με το βιβλίο του Γκρούνμπεργκ έγινε πριν από 7 χρόνια… Πράγματι, το 2008. Έχω έναν Ολλανδό φίλο, τον Γιόχαν Ντούσμπεργκ, που μέχρι πρόσφατα ήταν διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο της Χάγης. Είχε ανακαλύψει το βιβλίο Τίρζα, του Γκρούνμπεργκ, και το 2008 που κάναμε μαζί διακοπές στη Μεθώνη μου είπε ότι θέλει να το ανεβάσει στο θέατρο. Όντως το έκανε, το 2009. Και από το 2010, με το μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο, προσπαθούσα κι εγώ να βρω παραγωγό. Φέτος τελικά τα κατάφερα. Θεωρώ ότι αυτό από μόνο του είναι ένα μικρό κατόρθωμα. Καταρχήν γιατί αυτή την εποχή, ένα έργο με έξι άτομα, θεωρείται μεγάλη παραγωγή, πολυέξοδη. Δεν είναι εύκολη η κατάσταση για το σινάφι μου. Έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, τα πράγματα γίνονται σχεδόν συνεργατικά. Οι ηθοποιοί, δηλαδή, σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι ποσοστούχοι. Τα ‘φερες; Τα πήρες. Κάτι που δεν είναι πάντα υπέρ του εργαζόμενου. Αλλά έτσι λειτουργεί πλέον η πιάτσα. Το πρόβλημα πάντα μετακυλίζεται στον εργαζόμενο.
Πρόκειται περί βαθιά πολιτικού βιβλίου και συνεπώς θεατρικού. Το έργο είναι πρωτίστως βαθιά κοινωνικό, και αυτό το κάνει βαθιά πολιτικό, επί της ουσίας και όχι στην επιφάνεια της πολιτικής. Έχει παρεξηγηθεί ο όρος “πολιτική”. Και από εμάς τους ίδιους. Που έχοντας ως προμετωπίδα μία επιλογή που μπορεί να έχουμε κάνει, νομίζουμε ότι θα μας χαρακτηρίσει άπαξ και διά παντός. Όμως στη ζωή, χαρακτηρίζεσαι καθημερινά από αυτά που κάνεις. Γι’ αυτό και τώρα πια οι ταμπέλες και τα χρώματα δεν παίζουν κανένα απολύτως ρόλο. Δε με ενδιαφέρει αν είσαι άσπρος, κόκκινος, μπλε, ροζ. Με ενδιαφέρει τι αποδεικνύεις στην καθημερινότητά σου ότι είσαι. Μπορεί εσύ να λες ότι είσαι ένας πολύ προοδευτικός άνθρωπος και στην πράξη να είσαι υπερσυντηρητικός. Ή το αντίστροφο. Οι ταμπέλες δηλαδή αυτοκαταργούνται, ειδικά σήμερα περισσότερο από ποτέ, στην πράξη. Όλοι κρινόμαστε. Και καλά κάνουμε. Σε ό,τι αφορά το έργο, ο Γκρούνμπεργκ που έγραψε το βιβλίο, ουσιαστικά αποδομεί τη δυτική, ευρωπαϊκή και όχι μόνο κοινωνία. Η Ευρώπη απέκτησε τρόπον τινά συνείδηση με τη γαλλική επανάσταση και το τρίπτυχο “αδελφότης, ισότης, ελευθερία”, που καθόρισε την ευρωπαϊκή ιδέα. Και φυσικά μετά ακολούθησε ο Διαφωτισμός. Ο Γκρούνμπεργκ κάνει μία επαναδιαπραγμάτευση αυτών των αξιών. Αναρωτιέται αν ισχύουν ακόμη στη δυτική κοινωνία. Αποδομεί την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα καλοκάγαθο ον, χρησιμοποιώντας στο ίδιο κείμενο τη θεωρία του Σπινόζα, σύμφωνα με την οποία δε μπορείς να είσαι ευτυχισμένος αν όλοι γύρω σου είναι δυστυχισμένοι. Η ευτυχία σου δηλαδή εξαρτάται και από την ευτυχία των γύρω σου. Το ισοζύγιο ευτυχίας σε αυτόν τον πλανήτη είναι συγκεκριμένο. Αν διαταραχθεί υπάρχει πρόβλημα. Όπως όλα τα μεγάλα έργα, έτσι και αυτό δε δίνει απαντήσεις, θέτει ερωτήματα. Και ο Γκρούνμπεργκ, ως γνήσιος προβοκάτορας τα θέτει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπορείς να τα αγνοήσεις. Δυναμιτίζει διαρκώς τους ήρωές του, με πρώτο και κύριο τον βασικό, που υποδύομαι εγώ. Που είναι ένας καλλιεργημένος Ευρωπαίος. Ξέρει δέκα πράγματα, έχει βγάλει πανεπιστήμιο, έχει πάρει μεταπτυχιακό, ασχολείται με έναν εκδοτικό οίκο, διαβάζει στα παιδιά του Ντοστογιέφσκι και Τολστόι για να τα κοιμίσει… Ο συγγραφέας με το καλημέρα σας ακυρώνει αυτόν τον τύπο, εμφανίζοντας το πραγματικά επιθετικό του πρόσωπο. Αποδεικνύοντας με αυτό ότι κανείς δε μπορεί να είναι στο απυρόβλητο.
Το βιβλίο και κατ’ επέκταση το θεατρικό είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο; Πάρα πολύ αισιόδοξο. Όσο αισιόδοξος είναι ο Ντοστογιέφσκι. Αμφιβάλλω αν έχει υπάρξει πιο αισιόδοξος συγγραφέας από τον Ντοστογιέφσκι. Κι όμως, όλο του το έργο στηρίζεται στο μαρτύριο. Κάποια στιγμή ο ήρωάς μου λέει: «όποιος δεν πιστεύει σε τίποτα, είναι άτρωτος, στέκεται πάνω από τα κομμάτια. Όποιος πληγώνεται, αμφιβάλλει». Εννοώντας, φυσικά, ότι ο ίδιος δεν είναι άτρωτος. Ότι είναι αφημένος στις μεταβολές της φύσης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Ότι είναι ένας ευαίσθητος πόλος της κοινωνίας. Το κείμενο, λοιπόν, είναι τόσο σκληρό και ταυτόχρονα τόσο τρυφερό όσο είναι η ίδια η ζωή.
Ο Δημήτρης Καταλειφός μου είπε κάποτε ότι όλοι οι άνθρωποι, πόσω μάλλον οι δημιουργικοί, αναγκάζονται να εφεύρουν ένα ζωτικό ψέμα για να πορευτούν στη ζωή τους. Ισχύει αυτό στη δική σας περίπτωση; Στην περίπτωση των ηθοποιών, η ίδια η φύση της δουλειάς τους, τους προσφέρει αυτό το ζωτικό ψέμα ως δώρο με το καλημέρα σας. Φαντάσου τι ζωτικό ψεύδος πρέπει να δημιουργήσει ένας υπάλληλος κάποιας επιχείρησης για να αντισταθεί στην ευμεταβλητότητα της ζωής του, που πλέον συμβαίνει σε καθημερινή βάση. Άρα οι ηθοποιοί είμαστε προνομιούχοι από αυτή την άποψη. Πάντως δεν ισχύει ότι καταναλωνόμαστε στους ρόλους μας. Για να το πω απλά, αυτό είναι μια μεγάλη μούφα. Ένα κολπάκι για να δημιουργούμε επίπλαστες εντυπώσεις για το μεγαλείο της ψυχής και του μυαλού μας. Δεν είναι ότι δε σε αγγίζουν οι ρόλοι. Αλλά είναι σαν να μου λες ότι κάποιος που κάνει ψυχανάλυση στενοχωριέται κάθε φορά που μιλάει με τον ψυχαναλυτή του. Προφανώς! Αλλά πηγαίνει για να θεραπευτεί. Κάπως έτσι λειτουργεί και για τους ηθοποιούς. Κάνουμε μία από τις πιο αίολες δουλειές που υπάρχουν. Συνειδητοποιείς από πολύ νωρίς ότι τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο θα ψάχνεις δουλειά. Παλιότερα, το έλεγες αυτό σε κάποιον που είχε μια “κανονική”, μόνιμη δουλειά και σε κοιτούσε με απορία. Τώρα ζουν όλοι αυτό που έχει εν σπέρματι η δική μας δουλειά. Τη σύμβαση ότι αν καταφέρεις να ζήσεις από το επάγγελμα που διάλεξες να κάνεις, θα το κάνεις με το τσεκούρι της αβεβαιότητας πάνω από το κεφάλι σου για το αν θα έχεις να πληρώσεις το ρεύμα σου τον επόμενο μήνα. Μην έχοντας όμως τίποτα ως δεδομένο, σιγά σιγά ο ηθοποιός αποκτά την αίσθηση της προσωπικής ματαιότητας. Όχι ματαίωσης, ματαιότητας.
Σε εποχές σαν τη σημερινή τελικά η τέχνη ανθίζει ή κινδυνεύει, με την έννοια ότι κάποιος μπορεί να εγκαταλείψει την όποια καλλιτεχνική του ανησυχία εφόσον πρώτα και πάνω απ’ όλα τον απασχολεί να έχει να πληρώσει το νοίκι του; Νομίζω ισχύουν και τα δύο. Από τη μία υπάρχει μεγάλη ανάγκη για δημιουργία. Από την άλλη πολλοί καλλιτέχνες εγκαταλείπουν στη διαδρομή για να επιβιώσουν. Όταν σου χτυπάει δυο φορές τη μέρα την πόρτα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού γιατί του χρωστάς, δεν έχεις ούτε το μυαλό, ούτε την ενέργεια, ούτε τη διάθεση να είσαι δημιουργικός. Γι’ αυτό η κοινωνική πρόνοια δεν πρέπει απλώς να προσφέρει δωρεάν περίθαλψη και παιδεία αλλά να προσφέρει στον κάθε πολίτη τις προϋποθέσεις να κατακτήσει τουλάχιστον το μίνιμουμ ευτυχίας που του αναλογεί. Διαφορετικά, ο κόσμος δυστυχεί. Στο τελευταίο κομμάτι του έργου, ο ήρωας που υποδύομαι, σε μία κατάβαση στη δική του προσωπική κόλαση, πηγαίνει σε μία έρημο. Εκεί συναντά ένα μικρό κορίτσι από την Αφρική. Της λέει λοιπόν: «εσύ είσαι άτρωτη, δε μπορεί να σου κάνει κανείς τίποτα. Δε μπορεί να σου πάρει κανείς τίποτα. Γιατί δεν έχεις τίποτα. Ακόμη και αν κάποιος έβαζε τώρα τέλος στη ζωή σου, δε θα σε πλήγωνε. Γιατί στην ουσία είσαι ήδη πεθαμένη». Υπάρχουν γύρω μας τέτοιοι άνθρωποι που ουσιαστικά έχουν ακυρωθεί. Κάποιος που ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό, είναι ακυρωμένος σαν ύπαρξη.
Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, αν και είπαμε ότι το έργο είναι αισιόδοξο, εσείς πώς βλέπετε το μέλλον; Σε ένα απαισιόδοξο τοπίο, οφείλεις στον ίδιο σου τον εαυτό και στους άλλους γύρω σου να είσαι αισιόδοξος. Απαισιοδοξώ σημαίνει ότι ένα κομμάτι μέσα μου παραιτείται από τη διεκδίκηση του μεριδίου της ευτυχίας που μου αναλογεί. Αισιοδοξώ σημαίνει επιμένω να διεκδικώ το κομμάτι της ευτυχίας που μου έχουν κλέψει. Όπως σου είπα και πριν, ο Ντοστογιέφσκι είναι πολύ χρήσιμος στη ζωή κάποιου.
Τίρζα, Θέατρο Ιλίσια, Παπαδιαμαντοπούλου 4, Τηλ : 2107210045. Από Κυριακή ως Τετάρτη.