Στο σύμπαν του Star Wars είναι άφθονες οι θρυλικές φιγούρες (καλές και κακές) που θα είχαν τη δύναμη να καθορίσουν την εξέλιξη του μύθου, όμως το Star Wars: Skywalker η Άνοδος (ένα γραμματικό ακροβατικό της ελληνικής μετάφρασης του τίτλου The Rise of Skywalker για να αποφευχθούν πιθανά σπόιλερ), το τελευταίο επεισόδιο της τρίτης επίσημης τριλογίας, υπάρχει στη σκιά ενός δίκοπου μαχαιριού φωτόσπαθου πιο ισχυρού κι από όλη τη δύναμη των Τζεντάι και των Σιθ μαζί: του fandom.
Η ολοκλήρωση του περίφημου “Skywalker saga” μετά από 9 ταινίες και 42 χρόνια ρίχνεται στην αρένα της λαϊκής έγκρισης και παραδίδεται αμαχητί, προσφέροντας ένα θέαμα τόσο χορταστικό που τελικά σε βαρυστομαχιάζει. Επιστρέφοντας σε άλλο ένα franchise στου οποίου την αναβίωση συνέβαλλε, ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς (Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει) είναι τόσο απασχολημένος με το να ικανοποιήσει το μεγαλύτερο δυνατό κομμάτι των εκατομμυρίων κτητικών, φανατικών θαυμαστών του Star Wars που θυσιάζει την αφηγηματική νηφαλιότητα, τη χαρά της ανακάλυψης νέων στοιχείων αυτού του σύμπαντος και τους συναρπαστικούς χαρακτήρες που στέκονται επάξια δίπλα στα ορόσημα Λουκ, Χαν, Λέια και πάει λέγοντας για να βάλει ένα όσο το δυνατόν πιο τακτοποιημένο τέλος σε μια larger than life ιστορία.
Το αποτέλεσμα; Το Star Wars: Skywalker η Άνοδος είναι το πιο αγχωμένο μπλοκμπάστερ αυτού του αιώνα.
Ίσως φταίει η υπερβολική έκθεσή μας στις γνώμες των άλλων ή η λεπτομερής γνώση του κάθε μικρού και μεγάλου δράματος που συνοδεύει την κυκλοφορία των ταινιών που απασχολούν την επικαιρότητα, αλλά είναι αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς το Skywalker η Άνοδος χωρίς στη σκέψη του να πορεύεται παράλληλα το Οι Τελευταίοι Τζεντάι, η ακριβώς προηγούμενη ταινία της τριλογίας. Εκεί, ο Ράιαν Τζόνσον (Στα Μαχαίρια) τόλμησε να επέμβει ουσιαστικά στην καθιερωμένη, σχεδόν ατσάλινη μυθολογία, προτείνοντας πρωτότυπες, προκλητικές ιδέες και στέλνοντας αποφασιστικά το franchise μπροστά, γεγονός το οποίο πλήρωσε με το να γίνει αποδέκτης ακραίας online τοξικότητας από μια μερίδα θαυμαστών που θα το έπαιρναν λιγότερο προσωπικά αν είχε πάει σπίτι τους, πάρκαρε μπροστά στο γκαράζ τους, έσπαγε την πόρτα, σκότωνε όλη τους την οικογένεια και χόρευε το “Despacito” πάνω στις σωρούς τους. (Κάτι που σίγουρα θα σκέφτηκε να κάνει αφότου έγινε αποδέκτης τόσου μίσους.)
Ο Έιμπραμς ανέλαβε τα ηνία της σκηνοθεσίας του κρίσιμου τρίτου μέρους μετά και από την απόλυση του Κόλιν Τρέβοροου (μεγάλη ιστορία στην οποία δεν θα μπούμε, αρκεί να ξέρετε 4 λέξεις: Τhe Book of Henry), όντας δοκιμασμένος από την Ντίσνεϊ και ειδικός στο ανώδυνο λίφτινγκ κλασικών properties για κατανάλωση από ένα νέο κοινό και υγιή νοσταλγία από το παλιό. Συμπαθούμε τον Τζέι Τζέι, μας έκανε προς στιγμήν να ενδιαφερθούμε μέχρι και για το Star Trek, χαιρόμαστε που πάντα κάνει ρουσφέτια για τους συνεργάτες του από το παρελθόν (εδώ Ντόμινικ Μόναχαν από το Lost και βεβαίως Κέρι Ράσελ από το Felicity) αλλά στη μανιώδη προσπάθειά του να διορθώσει την πορεία από τους Τελευταίους Τζεντάι, δεν φτιάχνει ούτε όμορφες εικόνες (από τα ατού της ταινίας του Τζόνσον) ούτε δικαιώνει την υπόσχεση μιας σπουδαίας ιστορίας ούτε αξιοποιεί τους πραγματικά ενδιαφέροντες ήρωές του (μοναδικό ελαφρυντικό ότι βάζει σε πρώτο πλάνο τον Πο του Όσκαρ Άιζακ. Δεν θα μας πείραζε μια ολόκληρη ταινία στην οποία ο ρόλος του θα ήταν να Φοράει Μαντήλι Στο Λαιμό.)
Στο εξωτερικό, αυτή τη στιγμή το Skywalker η Άνοδος έχει 58% στο Rotten Tomatoes, και είναι το πρώτο live action Star Wars από την (κατακρεουργημένη από την κριτική) Αόρατη Απειλή του 1999 που μια ταινία του franchise ανακηρύσσεται «σάπια». Μια κυρίαρχη θεωρία είναι ότι οι κριτικοί εκδικούνται το πισωγύρισμα του Έιμπραμς επειδή το εκλαμβάνουν σαν προσβολή του ριψοκίνδυνου αλλά αναζωογονητικού οράματος του Τζόνσον, ειδικά μετά τις δηλώσεις του σκηνοθέτη και του καστ σε άρθρο των New York Times που εύκολα παρεξηγούνται ως «άδειασμα» των Τελευταίων Τζεντάι. Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση το fan service δαιμονοποιείται, προ λίγων μηνών μια άλλη ταινία, που συμβολίζει για τη νέα γενιά ό,τι το Star Wars για τους γονείς της και που ήταν κι εκείνη η ολοκλήρωση μιας μαζικά λατρεμένης ιστορίας, το Avengers: Endgame, έγινε δεκτό με τις συνήθεις θετικές κριτικές πάρα το εξώφθαλμο fan service του. Βέβαια στο Endgame δεν υπήρχε τόσο η αίσθηση ότι οι αντιδράσεις των φαν υπαγόρευσαν τόσο πολύ την εξέλιξη της ιστορίας όσο ότι η αναπόφευκτη τροπή (η ακύρωση του snap του Θάνος) μια προϋπάρχουσας σε κόμικ ιστορίας έγινε αφορμή για ένα συναισθηματικό κλείσιμο και επίδειξη ευγνωμοσύνης στο κοινό.
Σίγουρα μετά το Skywalker η Άνοδος θα ενταθεί και πάλι η συζήτηση σχετικά με την υπαγόρευση της δημιουργικής διαδικασίας από τις προσταγές του κοινού στο οποίο απευθύνεται (ελπίζουμε με την ίδια ένταση που τα σχόλια του Σκορσέζε για την Marvel ανάγκασαν την κοινή γνώμη να εντρυφήσει στο θέμα) – ωστόσο αυτό που μένει από την ταινία παραδόξως δεν είναι οι επισκέψεις αγαπημένων φαντασμάτων ή το αντίο στην Κάρι Φίσερ ή τo arc του Κάιλο Ρεν (ο Άνταμ Ντράιβερ σταθερά ο καλύτερος σε κάθε ταινία που εμφανίζεται), αλλά το γλυκόπικρο τελευταίο πλάνο της, που υπενθυμίζει πως στο σύμπαν του Star Wars τίποτα δεν μένει νεκρό, απλά σταματάει για λίγο ως την επόμενη περιπέτεια.