Αυτές τις μέρες βρίσκεται στην πόλη μας ένας από τους σημαντικότερους εν ενεργεία κιθαρίστες της τζαζ, ο οποίος μάλιστα παίζει με μια μοναδική τεχνική που τον κάνει να μη μοιάζει με κανέναν άλλο . O Stanley Jordan μοιράζεται τα μυστικά του με την Popaganda, θυμάται τη συνάντησή του με τον μυθικό παραγωγό George Martin, και νοσταλγεί τα jam sessions που γίνονταν παλαιότερα…
Ξέρω πως αρχίσατε να παίζετε μουσική πολύ μικρός, αλλά το πρώτο σας όργανο ήταν το πιάνο. Ναι, το πιάνο ήταν το αγαπημένο μου όργανο, και το πρώτο μου. Όταν ήμουν περίπου δέκα χρονών, η οικογένειά μου πέρασε κάποιες οικονομικές δυσκολίες κι οι γονείς μου αναγκάστηκαν να το πουλήσουν. Έτσι δεν είχα πρόσβαση σε πιάνο, τότε όμως ήταν που άρχισα να παίζω κιθάρα. Και πολύ γρήγορα κατάλαβα πως η κιθάρα προοριζόταν να γίνει το νούμερο ένα όργανο για μένα. Μετά από μερικά χρόνια, άρχισαν να μου λείπουν κάποιες από τις δυνατότητες του πιάνου. Γι’ αυτό άρχισα να πειραματίζομαι με την κιθάρα, για να δω αν μπορούσα να την παίξω περισσότερο σαν να ήταν πιάνο. Αυτό ήταν που με οδήγησε να αναπτύξω την touch τεχνική μου.
Πείτε μας λίγα πράγματα γι αυτή την τεχνική, για την οποία έχετε γίνει ξακουστός. Ξέρετε, δεν είμαι ο πρώτος που έπαιξε ποτέ με αυτό τον τρόπο, αλλά δεν υπήρξαν και πάρα πολλοί, κι εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ κάποιον άλλο να το κάνει. Το ανακάλυψα λοιπόν μόνος μου, βασιζόμενος στο ότι παλαιότερα έπαιζα πιάνο. Είναι διαφορετικό, γιατί ο κιθαρίστας έχει και τα δυο του χέρια στο λαιμό της κιθάρας, έτσι με αυτή την τεχνική μπορείς να παίξεις την κιθάρα και με ένα μόνο χέρι. Κι αυτό είναι υπέροχο, γιατί έτσι μπορείς να χρησιμοποιήσεις και τα δυο σου χέρια ανεξάρτητα, εν πολλοίς όπως και στο πιάνο. Θα έλεγα πως είναι κατι ανάμεσα στην κιθάρα και το πιάνο, με την έννοια πως είναι πιο πολυφωνικό από την κανονική κιθάρα. Μπορείς να κάνεις περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα. Είναι όμως και πιο εκφραστικό από το πιάνο κατά τη γνώμη μου, γιατί στην πραγματικότητα όταν αγγίζεις τη χορδή, έχεις μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στη δόνηση της, έτσι για τη μελωδία εξακολουθείς να έχεις πολλή από την εκφραστικότητα της κιθάρας. Για μένα λοιπόν είναι σχεδόν σαν ένα καινούριο όργανο, γιατί έχει διαφορετικές δυνατότητες και από την κιθάρα και από το πιάνο. Όμως στην πραγματικότητα είναι κιθάρα. Το αναμειγνύω αυτό με συμβατικές τεχνικές, οπότε είναι σαφώς κιθάρα!
Ήταν όμως κι επαρκώς διαφορετικό ώστε να προκύψει ο τίτλος του άλμπουμ σας που υπήρξε και το πρώτο της επανόδου της Blue Note στην ενεργό δράση: The Magic Touch! Θυμάμαι πως ήμουν με τον ξάδελφό μου κι ετοιμαζόμουν να βγω στη σκηνή – αυτό ήταν πριν να κυκλοφορήσει το άλμπουμ. «Ωραία ακούστηκε αυτό που έπαιξες τώρα», μου είπε. «Φυσικά, αφού έχω το μαγικό άγγιγμα!», του απάντησα. Γελάσαμε κι οι δύο. Και τότε του είπα: «Να! Έτσι πρέπει να ονομάσω το άλμπουμ!»
Συνήθως, όταν αρχίζει κανείς να παίζει πιάνο, στρέφεται λίγο έως πολύ προς την κλασική μουσική. Θυμάστε πώς μπήκε στη ζωή σας η τζαζ; Όταν άκουσα τζαζ για πρώτη φορά, ήμουν ακόμα πιανίστας, και συνέθετα στο πιάνο σε ένα ύφος ύστερο ρομαντικό. Σπούδαζα κλασικό πιάνο. Όταν άκουσα τζαζ την αγάπησα, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ κι η rock’n’roll κι η soul μουσική. Αυτό που μου άρεσε στη τζαζ ήταν ότι συνδύαζε τα αγαπημένα μου στοιχεία κι από τους δύο κόσμους. Γιατί είχε τον πλούτο και την πολυπλοκότητα που μου άρεσε από την κλασική μουσική, αλλά είχε κι αυτή την ωμή ενέργεια και το αίσθημα του αυθόρμητου που είχαν η μπλουζ και η ροκ. Να γιατί η τζαζ έγινε η αγαπημένη μου μουσική, και παραμένει μέχρι σήμερα. Παίζω κι άλλα είδη μουσικής. Σίγουρα όμως η τζαζ παραμένει η πιο μεγάλη μου αγάπη.
Έχετε κάνει σημαντικές μουσικές σπουδές, όπως έχει συμβεί και με πολλούς από τους τζαζ μουσικούς της δικής σας γενιάς. Οι παλαιότεροι ήταν συνήθως αυτοδίδακτοι. Τι διαφορές πιστεύετε ότι δημιουργεί αυτό στο ύφος και στις συνθέσεις; Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση, και για να είμαι ειλικρινής δεν το έχω σκεφτεί και πολύ. Δεν ξέρω αν υπάρχει μια γενική διαφορά. Αλλάζει κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, ο Dizzy Gillespie, γνώριζε πολύ καλά τις πλέον προηγμένες μουσικές θεωρίες, γνώριζε το μαθηματικό σύστημα Schillinger… Ξέρεις, πολλοί από τους παλαιότερους μουσικούς γνώριζαν πιο πολλά από μουσική θεωρία από όσα τους αναγνωρίζουμε κάποιες φορές σήμερα. Ίσως ο Erroll Garner ίσως να είναι πιο χαρακτηριστική περίπτωση κάποιου που δεν έκανε κανονικές σπουδές αλλά είχε εκπληκτικό αυτί. Νομίζω πως οι κανονικές σπουδές είναι απωφελείς. Όμως δεν νομίζω πως είναι και απολύτως απαραίτητες. Δεν ξέρω αν έχει σχέση, αλλά όταν ακούω κάποιους από τους νεώτερους μουσικούς, πιστεύω ότι πολλοί από αυτούς έχουν καλή τεχνική και γνώσεις, αλλά δεν έχουν απαραίτητα το ίδιο πνεύμα που είχαν κάποιοι από τους παλαιότερους. Δεν ξέρω αν αυτό σχετίζεται με την ακαδημαϊκή τους προσέγγιση. Εγώ έπρεπε να τα κρατήσω όλα σε ισορροπία. Σπούδασα σειραϊκή μουσική με τον Milton Babbitt και είμαι σε επαφή με την πιο προχωρημένη μουσική θεωρία, αλλά προσπάθησα να βρω την ισορροπία και να μη γίνω άκαμπτος στο παίξιμό μου, να μη χάσω το συναίσθημα και τον αυθορμητισμό της μουσικής. Κάποιοι το πετυχαίνουν αυτό και κάποιοι όχι, είναι αλήθεια πως η μουσική ορισμένων ακούγεται κάπως άκαμπτη.
Ας μιλήσουμε λίγο και για το πρότζεκτ που θα δούμε στην Αθήνα. Ανυπομονώ γι αυτό. Ο Charnett Moffett είναι απίστευτος μουσικός, και δεν υπάρχει κανένας μπασίστας αυτή τη στιγμή που να κάνει ό,τι κάνει αυτός. Είναι καλός μου φίλος εδώ και πολλά χρόνια, με έχει συνοδεύσει σε πολλές διαφορετικές εκδοχές του συγκροτήματός μου. Τώρα λοιπόν του ανταποδίδω αυτή τη χάρη και παίζω στο δικό του συγκρότημα για πρώτη φορά. Το κάνουμε αυτό εδώ και περίπου δύο χρόνια. Και πραγματικά απολαμβάνω να παρακολουθώ όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν ενώ παίζουμε τη μουσική του. Είναι εξαιρετικά πολυπολιτισμική και πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί έχει επιρροές από τη μουσική της ανατολής, έχει την ενέργεια του rock’n’roll στη σκηνή, και πολύ αυτοσχεδιασμό σε όλη της τη διάρκεια. Κι όταν μπαίνει στην ορθόδοξη τζαζ και το σουίνγκ, είναι όλα σε πολύ υψηλό επίπεδο. The best of the best. Νομίζω λοιπόν ότι είναι ένα από τα πιο ποικίλα κι ενδιαφέροντα πρότζεκτ που έχω κάνει.
Έχετε παίξει με πολλούς μουσικούς, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, αλλά και πολύ ενδιαφέροντες και σημαντικούς. Ποιες συνεργασίες θεωρείτε πως ήταν οι σημαντικότερες για σας; Μια από τις αγαπημένες μου session ηχογραφήσεις ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με τον Kenny Rogers. Ηχογραφήσαμε μαζί το τραγούδι “Morning Desire”, κι εγώ έπαιζα το σόλο κιθάρας. Αυτό το κομμάτι είναι στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό με την απώλεια του George Martin, γιατί εκείνος έκανε την παραγωγή σε εκείνο το session. Ένας από τους λόγους που είναι ένα από τα αγαπημένα μου sessions που έκανα ποτέ, είναι ακριβώς ο George Martin κι ο τρόπος που δούλεψε μαζί του για να βγάλει το φυσικό μου ήχο και τη μουσική μου ευαισθησία. Υπήρξαν στιγμές που μου είπε: «ας πούμε πως πρόκειται για το δικό σου δίσκο. Τι θα έπαιζες αν ήταν ο δικός σου δίσκος;». Έτσι πήγα μέσα κι άρχισα να παίζω, κι αυτά που έπαιξα τα χρησιμοποίησε στο δίσκο. Νομίζω λοιπόν ότι το σόλο μου σε αυτό το τραγούδι, παρόλο που κατατάσσεται στα country τραγούδια, μπορεί να σταθεί ισάξια με οποιοδήποτε σόλο έχω κάνει στους δίσκους μου. Ένα άλλο πρότζεκτ που ξεχωρίζει στο μυαλό μου και δεν έχει κυκλοφορήσει σε μεγάλη δισκογραφική εταιρία ακόμα, λέγεται Ragas. Ήταν με τον Jay Kishor και τον Vedang Londhe, που είναι δύο μουσικοί από την Ινδία. Κάναμε μια συναυλία με ινδικά ragas, παιγμένα με πιο σύγχρονο ύφος, αλλά πάντοτε πιστά στην αυθεντική μουσική. Ο Jay παίζει σιτάρ, κι έχει μάστερ στην κλασική ινδική μουσική. Έχει κάνει εκτενείς σπουδές με δασκάλους όπως ο Ravi Shankar, είναι αυθεντία σε αυτή τη μουσική. Κάναμε μαζί κάποια διαφορετικά πράγματα, που ελπίζουμε πως θα αποτελέσουν κομμάτι της εξέλιξης αυτής της μουσικής. Ένα από τα πράγματα που είπα στον Jay ήταν: «ξέρεις, παίζω με πολλούς μουσικούς της τζαζ, αλλά όταν παίζω μαζί σας, το νώθω ως απολύτως φυσικό. Υπάρχουν πολλά πράγματα που κάνω μαζί σας που δεν λειτουργούν πάντα όταν παίζω με τους φίλους μου που ανήκουν καθαρά στη τζαζ. Κατά κάποιο τρόπο νιώθω πιο άνετα μαζί σας παρά με τους τζαζίστες!» Ήταν μια εκπληκτική συνεργασία…
Είναι αλήθεια πως η τζαζ μουσική τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει και περιέχει πολλά ακούσματα από μουσικές του κόσμου. Ποια πιστεύετε πως είναι η βασική διαφορά της τζαζ σήμερα από παλαιότερα; Νομίζω πως σήμερα η μουσική είναι αληθινά υγιής, γιατί υπάρχουν τόσο πολλοί νέοι άνθρωποι που βγαίνουν και παίζουν πολύ καλά. Όταν το βλέπω αυτό αισθάνομαι αισιόδοξος για το μέλλον. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι πως δεν υπάρχει αληθινός προσανατολισμός στη μουσική σήμερα. Απλώς υπάρχουν πολλά διαφορετικά πράγματα που συμβαίνουν, αλλά δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη τάση που να κάνει τη μουσική να προχωρήσει. Νομίζω πως μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει το γεγονός πως η παράδοση των jam sessions δεν είναι τόσο ισχυρή όσο κάποτε. Γίνονται βέβαια jam sessions, όταν είμαστε σε φεστιβάλ υπάρχει συνήθως κάποιο στο τέλος, τα βλέπω πιο συχνά στα φεστιβάλ από ότι στα κλαμπ, όμως όχι τόσο όσο κάποτε. Και πολλοί από τους ανθρώπους που βρίσκονται στο δικό μου επίπεδο, που δίνουν πολλές συναυλίες και ταξιδεύουν πολύ, μερικές φορές το βρίσκουμε δύσκολο να πάμε στα jam sessions. Είσαι τόσο κουρασμένος, κάνεις τη συναυλία και μετά πρέπει να προλάβεις μια πτήση. Κι όταν σε προσκαλούν στο jam session λες «μπα, είμαι υπερβολικά κουρασμένος, αλλά μακάρι να μπορούσα να πάω». Νομίζω πως αυτό περιορίζει τη μουσική, γιατί τον παλιό καιρό, ακόμα κι αυτοί που θεωρούνταν ως οι κορυφαίοι του είδους, πήγαιναν σε πολλά jam sessions. Και σε αυτά υπήρχε η αίσθηση πως οι άνθρωποι συλλογικά έκαναν τη μουσική να προχωράει. Δυστυχώς αυτό δεν το αισθάνομαι πια όπως κάποτε.
Υπάρχουν κάποια σχέδια, ή και όνειρα, που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; Εδώ και πολλά χρόνια δουλεύω πάνω σε ένα κοντσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα. Περιμένω να ολοκληρώσω αυτό το κομμάτι φέτος, κι έχω εξαιρετικά νέα εδώ και περίπου δύο εβδομάδες. Υπάρχει μια πολύ σπουδαία ορχήστρα της οποίας ο δισυθυντής συμφώνησε να κάνουμε εκεί την πρεμιέρα του κοντσέρτου μου. Δεν είναι ακόμα επιβεβαιωμένο 100%, οπότε δεν μπορώ ακόμα να σας πω ποιος είναι, αλλά πρόκειται για πολύ σημαντική ορχήστρα. Είμαι ενθουσιασμένος με αυτό, γιατί αληθινά με εμπνέει για να βρω το χρόνο και να ολοκληρώσω το κομμάτι, ώστε να μπορέσουμε να το εκτελέσουμε μέσα στη χρονιά.
καταστήματα: Public, Seven Spots, Media Markt. Είσοδος: 20 ευρώ (μπαρ), 25 ευρώ (Β’ Ζώνη), 30 ευρώ (Α’ Ζώνη), 35 ευρώ (VIP)