Σ Π Ι Τ Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Β Ο Λ Ι
του Τέλλου Άγρα
Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι’ ως μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.
Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντου την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ’ η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.
K’ έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,
κ’ η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περικοκλάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.
Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ’ τη βρύση,
Παράταιρα, εσυγκλίναν– κ’ εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα ναρθε να συγκατοικήση·
και μία φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν…
Μα έλειψε κι’ όλας. Μα ήτανε μία απάτη ακόμα,
μούχρωμα– κ’ έλυωσε, κ’ ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! Πικρός κι’ ως το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας…