Υπόθεση εργασίας νο. 1: Λίγα πράγματα στον κόσμο έχουν τόση στενή σχέση με τη νεότητα όσο το rock’n’roll. Είτε γιατί οι rockers της εφηβείας μας πέθαναν στα 27, είτε γιατί αποσύρθηκαν από το προσκήνιο όταν τους ξεπέρασαν οι εκάστοτε μόδες της εποχής σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, είτε γιατί κάτι τύποι με μυστήριο DNA σαν τον Mick Jagger χαλάνε την πιάτσα. Στο μυαλό μου – και πιστεύω και στο μυαλό το δικό σας, αν το σκεφτείτε λίγο – ο αρχετυπικός rocker είναι στα είκοσι του, είναι όμορφος, είναι καυλωμένος, είναι έτοιμος να γαμήσει κατακτήσει τον κόσμο με τη φωνή, ή τα riffs της κιθάρας του.
Και μετά θυμάσαι ότι υπάρχει ακόμα ο Jason Pierce, κατά κόσμο Jason Spaceman. Σε ηλικία 53 χρονών πια, 35 και πλέον χρόνια μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις του ως μέλος των Spacemen 3, (σχεδόν) 22 χρόνια μετά από τότε που με το Ladies & Gentlemen We Are Floating In Space όντως κατέκτησε για λίγο τον κόσμο (έστω, των μουσικών περιοδικών και των ετήσιων ανασκοπήσεων), ένας θεός ξέρει πόσα χρόνια μετά την πρώτη θεραπεία σε κέντρο απεξάρτησης από την ηρωΐνη, 13 χρόνια από την πνευμονία που παραλίγο να τον στείλει κυριολεκτικά στον επόμενο κόσμο, 7 χρόνια από την χημειοθεραπεία που ενέπνευσε το Sweet Heart, Sweet Light… Jason is still walking. Κι όταν λέω walking, εννοώ rocking.
Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. O Jason δεν είναι πια καλά. Παραμένει η ψιλόλιγνη φιγούρα που κρυβόταν στην πίσω σειρά της yearbook φωτογραφίας με τις Μεγάλες Βρετανικές Μπάντες των 90s (όχι, δε μιλάω για κάποια πραγματική φωτογραφία) αλλά μοιάζει να κινείται αργά, χωρίς νεύρο, χωρίς δύναμη. Αν και ποτέ δεν ήταν ο high energy frontman, πλέον στις συναυλίες του τραγουδά και παίζει κιθάρα καθιστός. Κι όταν πιάνει στα χέρια του την κόκκινη Telecaster και κάθεται μπροστά από το μικρόφωνο, τότε είναι η μόνη στιγμή που θυμίζει τον παλιό εικοσάχρονο, όμορφο (όχι ακριβώς, αλλά όμορφο), καυλωμένο εαυτό του και κατακτάει τον κόσμο με τα riffs της κιθάρας του.
Υπόθεση Εργασίας νο. 2: O Jason πονάει. Και μετά από δεκαετίες κατάχρησης φαρμακευτικών και όχι-ακριβώς-φαρμακευτικών ουσιών, το μόνο πράγμα που μπορεί να καταπραϋνει το κάψιμο που νιώθει μέσα του είναι η μουσική.
Κάπως έτσι, ο Jason κατέκτησε το Vega της Κοπεγχάγης το βράδυ του περασμένου Σαββάτου. Με τον παλιό γνώριμο John Coxon (από την εποχή του Ladies & Gents) να ηγείται της μπάντας που προσπαθούσε να συνοδεύσει έναν άνθρωπο που παίζει μουσική για να νιώσει ξανά ζωντανός. To κυρίως μενού του live περιελάμβανε ολόκληρο το tracklist του περσινού (και υπέροχου) And Nothing Hurt με 5 Spiritualized classics (“Come Together”, “Shine A Light”, “Stay With Me”, “Soul On Fire”, “Broken Heart”) ως ορεκτικό κι άλλα 2 (“So Long You Pretty Thing” και την οργιαστική διασκευή στο gospel classic “Oh Happy Day” με την οποία κλείνουν εδώ και χρόνια τις συναυλίες τους) ως επιδόρπιο.
Κοιτάζοντας αποκλειστικά προς την μπάντα, αγνοώντας σχεδόν ολοκληρωτικά το κοινό (με την εξαίρεση μερικών “Thank you” στη λήξη του κανονικού set και του encore), ο Jason αποχώρησε από τη σκηνή με ένα κλικ περισσότερη ενέργεια από αυτή που είχε όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο παροιμιωδώς ψύχραιμο σκανδιναβικό κοινό.
Υπόθεση Εργασίας νο. 3: Η μούσα που τον ενέπνευσε για το And Nothing Hurt δεν είναι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος όπως ήταν για παράδειγμα η Kate Radley, ο χωρισμός με την οποία αναβλύζει από τις σχισμές του βινυλίου του Ladies & Gents. Είναι η ίδια η μουσική, αυτή στην οποία τραγουδάει “come on darling, let’s dance”. Είναι αυτή, και μόνο αυτή που μπορεί να τον κρατάει ζωντανό και ικανό να ανεβαίνει στη σκηνή, έστω καθιστός.
Είναι αυτή και μόνο αυτή που τον μετατρέπει από Jason Pierce σε Jason Spaceman.