Λυπάμαι τις νοικοκυρές
έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη,
σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου.
Σκούπες σκουπάκια
ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια
ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες,
μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις
πάνω στην κατοικίδια σκόνη.
Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα
ακρωτηριάζουνε μια δράση και μιαν έξαψη:
ασώματα κεφάλια χοροπηδάνε σα γιογιό,
χέρια εξέχουν και σφαδάζουν
σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα,
σπασμένα σώματα μισά
που τα πριόνισε το σκύψιμο.
Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου.
Όλο σπάζει αυτό,
πριν καν υπάρξει σπάζει
και σα να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό,
για να μην είναι.
Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος.
Από πού ως πού ολόκληρη
μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε
και μετράτε;
Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο.
Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται.
Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη.
Τινάγματα τινάγματα
να φύγει η σκόνη απ’ τις ρηχές
να φύγει κι από τις βαθιές φωλιές του ύπνου,
σεντόνια και σκεπάσματα.
Και κείνες οι φορές
όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο
νύχτα και ουρλιάζει Θε μου μικραίνω,
θα τιναχτούν κι αυτές σαν σκόνη,
σκόνη η ελάττωση κι ο τρόμος
και πώς δεν τα αντέχω αυτά τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.
Πρισμένα μαξιλάρια του ύπνου
φριχτά γρονθοκοπιούνται και φοβάμαι
τρέμω μη γίνουνε ζημιές:
είν’ οι κρυστάλλινες διαθήκες των ονείρων εκεί μέσα.
Όλα τα όνειρα όνειρο τα κληρονομεί
και άνθρωπος κανένα.
Τρέμω, τέτοια παγκόσμια αποκλήρωση
δεν το αντέχω να τινάζεται σα σκόνη.
Χτυπήματα χαλιών
να βγει η σκόνη απ’ των σχεδίων τις φωλιές,
να γκρεμιστεί απ’ τα γεφύρια των χρωμάτων.
Κι ο γρήγορος βηματισμός
ο τρελαμένος πέρα δώθε μες στο σπίτι
μες στη ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών
να μην ακούν οι από κάτω τι βαδίζει
να μην ακούνε τι δε συμβαδίζει,
θα τιναχτεί κι αυτός σα σκόνη
και πώς δε τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.
Λυπάμαι τις νοικοκυρές
τον άγονό τους κόπο.
Δε φεύγει η σκόνη, δε στερεύει.
Κάθε που πάει ο καιρός καιρό να συναντήσει
καινούρια συμφωνία σκόνης κλείνεται.
Οι προφυλάξεις απ’ αυτήν —το Καθαρό
και η Σταθερότης— μέσα επιστροφής της.
Τη φέρνουν πρώτες και καλύτερες.
Δεν έχω δει πιο σκονισμένες επιφάνειες από δαύτες.
Ως και το Φως το πεντακάθαρο
χαρούμενη μεταφορά της σκόνης:
είν’ έναθαύμα να τη βλέπεις
πώς προχωρεί ακίνητη πάνω σ’ ακτίνα ήλιου,
σα να πατάει σε σκάλα κυλιόμενη
απ’ αυτές τις μοντέρνες, τις υπνωτισμένες,
με τα ευνουχισμένα μονοπάτια.
Μεταφέρεται
ορατή σαν αέρας χοντρά αλεσμένος
να ξαναμπεί απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
τους ανοιχτούς της νόμους.
Η ύπαρξη μας σπίτι της και μέλλον της.
Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται .
Μελετηρή στη ράχη ενός βιβλίου
που μιλάει για το Γήρας.
Στη φρόνιμη φωτογραφία των παιδιών μου
όταν αυτά με φόραγαν
λευκή κολλαριστή ολοστρόγγυλη Μητέρα
χαλαρά από μέσα ραμμένη
με κρυφές αραιές βελονιές
στη σχολική ποδιά τους.
Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τα παιδιά μου,
φοράει η σκόνη τώρα την ποδιά τους
το στρογγυλό γιακά,
με φοράει Μητέρα η σκόνη
—έτσι πρέπει να ράβονται
οι σχέσεις κ’ οι εξαρτήσεις,
με αραιές χαλαρές βελονιές,
για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα.
Ποτέ δεν ξεσκονίζω
τον ορειχάλκινο αθλητή
που διακοσμεί μεγάλο ορειχάλκινο ρολόγι.
Τόσο μυώδη τα μέλη του
που μοιάζουν θυμωμένα.
Ίσως γιατί τον αναγκάζουν να γυμνάζει,
μπορεί να θέλει να ο χρόνος να μπορεί
πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει.
Επίδοση που χαροποιεί τη σκόνη.
Κάθεται στον καθρέφτη μου,
δικός της, της τον χάρισα.
Χέρσο πράμα, τι να το ‘κανα;
Έπαψα να καλλιεργώ τα πρόσωπά μου εκεί μέσα,
δεν έχω όρεξη να οργώνω αλλαγές
και να διπλασιάζομαι αλλιώτικη.
Την αφήνω να κάθεται
την αφήνω να έρχεται
με το τσουβάλι να έρχεται
την αφήνω να χύνεται απάνω μου
σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας,
την αφήνω να έρχεται γρήγορα γρήγορη
σα χρόνος που γυμνάστηκε
πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη,
την αφήνω να κάθεται, χρονίζει,
μπατάλα με σκεπάζει, την αφήνω
να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει
να με ξεχνάς την αφήνω
να με ξεχνάς αφήνω
με ξεχνάς
να με ξεχνάς
σε αφήνω
γιατί δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.