Ο Έλντριτς είχε ξυπνήσει άσχημα. Ούτε καν η είδηση ότι η συναυλία ήταν sold out δεν του έφτιαξε το κέφι. «Τότε τι νόημα έχει η συνέντευξη;» μουρμούριζε. Αρνιόταν να ποζάρει για τον φωτογράφο Μάριο Βαλασόπουλο, τον έβριζε, προσπαθούσε να τον φτύσει- σε μία παρωδία πανκ επιθετικότητας, αγνοώντας όσα τον ρωτούσα, αλλά τελικά άνοιξε το στόμα του και την έπεσε σε όλους και σε όλα. Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία τη μέρα της συναυλίας των Sisters of Mercy στο Σπόρτινγκ.
https://www.youtube.com/watch?v=IuezNswtRfo
«Ποτέ δεν αρνηθήκαμε να ηχογραφήσουμε νέο δίσκο. Αλλά έχουμε αρνηθεί επανειλημμένα να δουλέψουμε με οποιαδήποτε δισκογραφική που διοικείται από ηλίθιους, άπληστους και άσχετους με τη μουσική μάνατζερ. Όπως δηλαδή είναι οι περισσότερες. Θα μπορούσαμε να μπούμε μόνοι μας στο στούντιο, να βγάλουμε τον δίσκο και να τον κυκλοφορήσουμε ανεξάρτητα. Αλλά δεν έχουμε τα χρήματα για να τον κάνουμε όπως θέλουμε. Και όσοι ενδιαφέρονται για τα νέα μας τραγούδια, τα ηχογραφούν πειρατικά στις συναυλίες και τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους στο ίντερνετ. Τίποτα δεν χάνεται».
Με μια έπαρση και έναν ευθύ σαρκασμό, που μοιάζουν κληρονομιά από τα χρόνια του πανκ, ο Άντριου Έλντριτς, ο τραγουδιστής και ηγέτης των Sisters Of Mercy, μιλάει λίγο πριν η μπάντα του δώσει δύο συναυλίες όπου θα παρουσιάσει νέα τραγούδια μαζί με τα παλιά κλασικά.
«Τα νέα τραγούδια ηχούν κάπως διαφορετικά, πιο μελωδικά», προσπαθεί να τα περιγράψει ο Ελντριτς. «Ισως γιατί τώρα πια έχουμε ωριμάσει ως μουσικοί». Αλλωστε, τρεις δεκαετίες στη μουσική σκηνή δεν είναι λίγες για μια μπάντα που φτιάχτηκε το ’80 στο Λιντς γιατί «ήθελαν να ακούσουν τη μουσική τους στο ραδιόφωνο». Όπλα τους, ένα όνομα κλεμμένο από το ομώνυμο τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν και ένας σκοτεινός, βαρύς ήχος, που πατούσε τόσο στην ορμή και την τραχύτητα του πανκ όσο και στην τότε αναδυόμενη ποστ πανκ σκηνή, μαζί με την επιβλητική μπάσα φωνή του Έλντριτς. Ηταν η εποχή που ο μουσικός τύπος τούς κόλλησε την ετικέτα γκοθ ροκ, βάζοντάς τους μαζί με τους Cure και τους Siouxsie And The Banshees.
«Είναι η ταμπέλα που απεχθάνομαι», λέει ο Έλντριτς. «Ξεκινήσαμε έχοντας για επιρροές τους Velvet Underground και τους Stooges. Ανήκουμε στην ίδια σκηνή με τους Motorhead και τους Ramones. Πραγματικά, έρχονται κάποια μαυροντυμένα παιδιά με άθλιο κούρεμα στις συναυλίες μας. Αλλά έρχονται και τύποι που ακούνε μέταλ, βετεράνοι πανκ, πιτσιρικάδες οπαδοί της ανεξάρτητης σκηνής. Φαντάζομαι ότι έρχονται και κάποιες νοικοκυρές. Οπότε, γιατί δεν γράφουν ότι είμαστε μπάντα για νοικοκυρές;»
https://www.youtube.com/watch?v=H5vP1MLWV3w
Στο επίσημο, πάντως, σάιτ τους -που υπολειτουργεί- οι Sisters Of Mercy αυτοπαρουσιάζονται ως ροκ εν ρολ και ποπ μπάντα και μηχανή ιντάστριαλ ρυθμού. «Είναι μια ειρωνική παρουσίαση, που συγκεντρώνει όλα αυτά που έχουν γραφτεί κατά καιρούς για εμάς», απαντάει ο Έλντριτς. «Αλλά τελικά, όταν το καλοσκέφτομαι, είμαστε όλα αυτά. Γράφουμε τραγούδια με ποπ ρεφρέν, έχουμε και πίσω μας έναν ιντάστριαλ θόρυβο. Αλλά πάνω από όλα είμαστε μια ροκ εν ρολ μπάντα, με ό,τι περικλείει αυτός ο ορισμός. Γράφουμε τραγούδια για όσα βλέπουμε καθημερινά γύρω μας. Δίνουμε τη δική μας εικόνα του κόσμου, μέσα από τη μουσική. Και είναι ένας ζοφερός κόσμος».
Κάτω από αυτή τη φιλοσοφία ξεκίνησαν και το ’80. Ο Έλντριτς ως ντουέτο με τον Γκάρι Μαρξ και ένα ντραμ μασίν, που βάφτισαν Doktor Avalanche, εισέβαλαν στη μουσική σκηνή. Η πορεία τους ήταν ταραχώδης, έγιναν η άντεργκραουντ μπάντα με τη μεγαλύτερη φήμη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, κυκλοφόρησαν ιστορικούς δίσκους όπως το «First And Last And Always», ενώ ο Ελντριτς άλλαξε δεκάδες κιθαρίστες και μπασίστες. Και τώρα, τα μονά ιστορικά μέλη είναι ο ίδιος στα φωνητικά και το ντραμ μασίν (που τώρα εξελίχθηκε σε λάπτοπ), ενώ τους συμπληρώνουν ο Κρις Καταλιστ και ο Μπεν Κρίστο στις κιθάρες. Οσο για δίσκους, κυκλοφορούν μόνο επανεκδόσεις από το παρελθόν, όπως το «Vision Thing» και το «Floodland».
Στα πενήντα του χρόνια ο Ελντριτς δεν υποχωρεί από την εποχή που «κατέβηκε σε απεργία», αρνούμενος να ηχογραφήσει οτιδήποτε. Μπορεί για δεκαπέντε χρόνια να μην έχει συμβόλαιο για δίσκους, αλλά δεν δίνει δεκάρα. «Οσοι θέλουν πολύ να ακούσουν το νέο υλικό, ας έρθουν να μας δουν στη συναυλία», λέει. Το Ιντερνετ δεν το έχει σε μεγάλη υπόληψη. «Όλοι με συμβουλεύουν να βγάλω εκεί έναν καινούργιο δίσκο. Ο Κρις, ο κιθαρίστας μας, ασχολείται συνεχώς μ’ αυτό. Αλλά επιμένω ότι για να βγει κάτι που να ανταποκρίνεται στην ιστορία μας, όχι μια ερασιτεχνική δουλειά, χρειάζονται χρήματα. Ισως έχω πολύ μεγάλες απαιτήσεις, αλλά δεν αλλάζω μυαλά».
Έτσι, συνεχίζει να κάνει περιοδείες, όπως αυτή, που ξεκίνησε από το Λιντς, τη βάση του, και θα φτάσει ώς τη Νότια Αμερική. Οσο για τη φημολογούμενη απέχθειά του για τις συναυλίες, ο Έλντριτς ξεκαθαρίζει: «Τις απολαμβάνω, τουλάχιστον τις περισσότερες. Τις περιοδείες απεχθάνομαι, όπου συχνά παύει η φωνή μου να βγαίνει καλή, τα όργανα χάνονται στα αεροδρόμια και τα νεύρα όλων των μουσικών σπάνε συχνά από την κούραση, όπως σήμερα. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Αυτό είναι το ροκ εν ρολ».
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου στο Fix Factory Of Sound, Θεσσαλονίκη
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου στο Gazi Music Hall, Αθήνα