Είναι ένα παιχνίδι λεπτών ισορροπιών. Δε γίνεται να διαμαρτύρεσαι στο κάθε τι, να κάνεις του κεφαλιού σου, να τσακώνεσαι και να βρίζεις γιατί, μοιραία, θα αποβληθείς. Αυτή είναι μια αλήθεια που ισχύει για τους ποδοσφαιριστές που παίζουν στο γήπεδο και τους προπονητές στους πάγκους και στις συνεντεύξεις Τύπου. Πρέπει να είσαι μέσα στους κανόνες και στα πλαίσια που έχουν οριστεί. Δεν αποτελεί έκπληξη που η αυτοβιογραφία του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, του διάσημου πρώην προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (αυτό πρέπει να το συνηθίσουμε), δημιούργησε παραλήρημα με την κυκλοφορία της στον κόσμο του ποδοσφαίρου αφού εδώ οι κανόνες και οι ισορροπίες μπορούν να πάνε περίπατο. Ο Φέργκι παίζει στην έδρα του.
Στο χριστουγεννιάτικο σίγουρο best seller “My Autobiography” (εκδ. Hogger & Stoughton), ξετυλίγεται η ζωή του ανθρώπου που συνέδεσε το όνομα του με το μεγάλο club του Mάντσεστερ. Ο Φέργκιουσον λέει το παραμύθι του, όπως το έζησε στους πάγκους της ομάδας που αγάπησε για παραπάνω από ένα τέταρτο του αιώνα. Εκεί γνώρισε χαρές, λύπες, απογοητεύσεις, θριάμβους, πήρε (και έδωσε) πολλά μαθήματα.
Το βιβλίο σου δίνει ακριβώς αυτό που υπόσχεται, αυτό που έχεις στο μυαλό σου πριν ανοίξεις την πρώτη σελίδα. Στις 360 σελίδες του βρίσκεις παρασκήνια από το βίο πολλών σπουδαίων παικτών και την πολιτεία ενός μεγάλου συλλόγου, ανέκδοτες ιστορίες και τις συνήθειες του μεγάλου προπονητή. Έτσι, έρχεσαι πιο κοντά στον άνθρωπο Φέργκιουσον αφού σε αναγκάζει να τον γνωρίσεις. Ξέρεις πλέον πως οι βιογραφίες σπουδαίων προσώπων της ιστορίας και της πολιτικής, το καλό κρασί και οι ιπποδρομίες τον χαλάρωναν μετά από αγχωτικές περιόδους και δύσκολες αναμετρήσεις. Μαθαίνεις για τον θαυμασμό που έτρεφε στο πρόσωπο του JFK και σου λέει τι έκανε την ημέρα της δολοφονίας του στο Ντάλας. Ακόμα, γνωρίζεις ότι η αγάπη του για την παραγωγή κρασιού τον έμαθε να φέρεται με περισσότερη ηρεμία στη ζωή του.
Σου αποκαλύπτει πόσες ώρες πέρασε στο τηλέφωνο με τον Αρσέν Βενγκέρ μέχρι ο Γάλλος τεχνικός της Άρσεναλ να πει το ναι για την παραχώρηση του Φαν Πέρσι, διαλύοντας τον, βολικό για το οπαδικό συναίσθημα, μύθο ότι οι μεγάλοι αντίπαλοι εντός γηπέδου είναι εχθροί έξω από απ’ αυτό. Δεν είναι έτσι όμως, με πολλούς οι σχέσεις του ήταν παραπάνω από φιλικές. Με τον Μουρίνιο έπινε ένα ποτηράκι μετά τα μεταξύ τους ντέρμπι, με τον Άλαρνταϊς ήταν και είναι καλός φίλος, ο σεβασμός προς τον Κένι Νταλγκλίς ήταν μεγάλος ειδικά μετά το Χίλσμπορο. Τα media έκαναν χαμό σε κάθε δήλωσή του, ωστόσο ο Σερ Άλεξ απορρίπτει στην αυτοβιογραφία του τις μακιαβελικές τακτικές που του είχαν προσάψει ανά διαστήματα εξηγώντας πως “τα mind games ήταν θεμιτά ως μέρος του παιχνιδιού”. Έπαιζε με τις λέξεις και το μυαλό των αντιπάλων προπονητών για να έχει το πάνω χέρι.
Αναλύει πως έκλεισε μεταγραφικά deal σπουδαίων παικτών σαν του Ρούνεϊ, του Ρίο Φέρντιναντ, του Νάνι και του Ντε Χέα, του Κριστιάνο Ρονάλντο. Για τον τελευταίο μάλιστα τονίζει ότι “ήταν ο πιο ταλαντούχος παίκτης που προπόνησα ποτέ, μια ευλογία” και εξηγεί πως του πήρε δυο σεζόν για να του μάθει να μην “βουτάει” σε κάθε ευκαιρία. Μιλά για λάθη, ειδικά αυτά που έκανε σε κάτι παλτά τύπου Κλέμπερσον (έπρεπε να μιλήσει πρώτα με τον πεθερό και τη γυναίκα του και μετά με αυτόν) και Μπεμπέ (τον αγόρασε μόνο και μόνο για να τον “κλέψει” από τη Ρεάλ χωρίς να τον έχει δει ποτέ του). Είναι ανθρώπινος όταν δείχνει την πατρική και στοργική σχέση που ανέπτυξε με τον Γκιγκς, τον Σκόουλς (τους αποκαλεί “Giggsy” και “Scholesy” σε όλο το βιβλίο), τα αδέρφια Νέβιλ και όλη την “τάξη του ‘92”. Αποκαλύπτει προβλήματα με διάφορα αστέρια της ομάδας σαν τον Φαν Νίστελροϊ (η ζήλεια του για τον Ρονάλντο ήταν μεγάλη) και τον Ρόι Κιν και πόσο εύκολα (ή δύσκολα;) τους “τέλειωσε” εν μία νυκτί αφού “πάνω από όλα είναι το club”. Δίνει την δική του εξήγηση σε περιστατικά σαν τον καβγά με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ που του πέταξε ένα παπούτσι adidas στο πρόσωπο και χρειάστηκε ράμματα στο πρόσωπο του circa 2003 και αποκαλύπτει την ταπεινή του καταγωγή από την σεμνή Σκοτία και τις μέρες που δούλευε σε pub μετά το ποδοσφαιρικό τέλος της καριέρα του στους Ρέιντζερς της Γλασκόβης.
Δεν αφήνει απέξω τον σπουδαίο ρόλο της Κάθι, της γυναίκας που ήταν ο αρχηγός στο σπίτι και η βασική υπεύθυνη για την ανατροφή των τριών γιων τους. Είναι η σύντροφος της ζωής του, λέει, δεν θα τα είχε καταφέρει χωρίς αυτήν. Κλισέ μεν, αληθινό δε. Λέει για την αγάπη του για τη Σκοτία, γι’ αυτήν άλλωστε αρνήθηκε δύο φορές να κάτσει στον πάγκο της εθνικής Αγγλίας. “Φαντάζεστε τι θα είχε γίνει στην Γλασκόβη”, λέει χαρακτηριστικά.
Μιλά για το treble του 1999, το χαμένο πρωτάθλημα από τη Σίτι το 2012, την καλύτερη ομάδα που αντιμετώπισε ποτέ, την Μπαρτσελόνα του Γκουαρδιόλα, αφιερώνει ένα κεφάλαιο σε “μια νύχτα στη Μόσχα” και αναλύει τον σπουδαίο ρόλο της ψυχολογίας στο ποδόσφαιρο. Βρίσκει χρόνο και θυμάται διάφορα tea party των Εργατικών πλάι στον Γκόρντον Μπράουν και τη συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Φέργκι με το διδακτικό ύφος που του επιτρέπουν τα 72 χρόνια ζωής να έχει, βρίσκει χρόνο και δίνει συμβουλές σε όσους θέλουν να γίνουν προπονητές ποδοσφαίρου. Μιλά για το τι πρέπει να προσέχει ο κόουτς σε έναν παίκτη και πως πρέπει να συμπεριφερθεί μετά από μια ήττα όταν όλα μοιάζουν μαύρα. Στο τέλος της αυτοβιογραφίας καταλαβαίνεις ότι δεν ήταν ο “πατερούλης” ενός γκρουπ παικτών ή ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου, αλλά μιας ολόκληρης της πόλης. Η τουλάχιστον της μισής που προτιμά το κόκκινο από το γαλάζιο.
Το βιβλίο δεν αφορά μόνο φανατικούς οπαδούς της Γιουνάιτεντ και του ποδοσφαίρου -απευθύνεται σε οποιονδήποτε είναι περίεργος να μάθει πως λειτουργούν εσωτερικά τα σπουδαία clubs (που άλλωστε είναι πολυεθνικές επιχειρήσεις), σε επαγγελματίες γενικότερα που θέλουν να κάνουν καριέρα οπουδήποτε και δεν έχουν το ποδόσφαιρο σε προτεραιότητα.
Είναι ένας μεγάλος διάλογος μαζί του που θα μπορούσε να έχει κάνει ο καθένας μας ένα βράδυ με πολλά pints σε μια pub του Μάντσεστερ. Μονοδιάστατος γιατί θα άκουγες αυτά που θα έλεγε ο “θείος Άλεξ”, δε θα είχες χρόνο (ούτε θάρρος) να μιλήσεις για τον εαυτό σου και δεν θα ήθελες να “χάσεις ούτε μια οξεία” από όσα είχες ν’ ακούσεις. Η κουβέντα θα γινόταν σε φιλικό τόνο, θα είχε διδακτικό χαρακτήρα και πολλά κρυφά μηνύματα για τη ζωή, όλα όσα μπορείς να μάθεις από ένα σπορ που 22 άντρες κλοτσάνε ένα τόπι.
Ο Σερ Άλεξ έγραψε ένα βιβλίο με πατρική αγάπη για τους παίκτες, την ομάδα και το άθλημα που υπηρέτησε για πολλά χρόνια. Εξάλλου μπορεί να αποσύρθηκε ως επαγγελματίας, πατέρας όμως θα είναι μέχρι το τέλος.