Με την καρδιά του στη δεκαετία του ’70 και το μυαλό του αποφασιστικά στο σήμερα, το Χ του ανερχόμενου Τι Γουέστ προσφέρει ό,τι μπορεί να ζητάει κάποιος από ένα slasher, από σαδιστικές (αλλά όχι ανεγκέφαλες!) αιματοχυσίες και πρωτότυπα κίνητρα μέχρι στρατηγικά τοποθετημένο χιούμορ και γεμάτες αγάπη κινηματογραφικές αναφορές σε παλιούς masters. Η ιστορία μιας παρέας φίλών, εραστών και συνεργατών που ενοικιάζει μια φαινομενικά ήσυχη αγροικία με σκοπό να γυρίσει ένα πορνό ενώ οι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες έχουν άλλα σχέδια αποτελεί γνήσιο πνευματικό και στυλιστικό παιδί των 70s (είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε τη σύγκριση με το Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι), όμως ο Γουέστ δημιουργεί κάτι φρέσκο, όπως έκανε και στο The House Of The Devil ή στο αξέχαστο κεφάλαιό του στο V/H/S.
Στο πρώτο μέρος της, υπό τους εναρκτήριους στίχους του “Don’t Fear The Reaper” (η ειρωνεία της εποχής που διανύουμε κινδυνεύει να αφανίσει την ικανοποίηση μιας ολόσωστης κυριολεκτικής στιγμής σαν αυτή), η ταινία διαθέτει απλόχερα το χρόνο της στους αφελείς ήρωές της: τη μαζεμένη αλλά κρυφά φιλόδοξη Μαξίν (Μια Γκοθ), τον πολυλογά παραγωγό φίλο της (Μάρτιν Χέντερσον), το ζευγάρι των ηθοποιών που απολαμβάνουν τη συμμετοχή τους στο γύρισμα (Kid Cudi και Μπρίτανι Σνόου), το σκηνοθέτη-μοντέρ που επιμένει να προσδίδει καλλιτεχνικές αξιώσεις στο όλο εγχείρημα (Όουεν Κάμπελ) και τη σεμνότυφη βοηθό και φίλη του (Τζένα Ορτέγκα, που πρόσφατα είδαμε και στο νέο Scream.)
Όσο προσεκτικός είναι ο Γουέστ με τις αναπόφευκτες απειλές που περικυκλώνουν τους ανίδεους νεαρούς, αλλά τόσο δεν υποτιμά τον ερωτισμό της κατάστασής τους, δικαιώνοντας παράλληλα ένα παρεξηγημένο στην εποχή του είδος. Κάπως απίστευτα, αν η ταινία δεν κατευθυνόταν προς την αιματηρή οδό και απλώς παρακολουθούσε τις περιπέτειες του συγκεκριμένου γκρουπ στο περιθώριο της κινηματογραφικής βιομηχανίας, θα παρέμενε διασκεδαστική.
Όμως, μόλις πέφτει η νύχτα (τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε ένα 24ωρο), η ταινία αλλάζει ταχύτητες και περνάει από τη χαλαρότητα χαλαρή της παρέας και του να φτιάχνεις πράγματα με τους φίλους σου ακόμα κι αν δεν έχουν καμία αξία, στην υπενθύμιση της ματαιότητας της ζωής, της ομορφιάς και της νεότητας, μέσα από την αλύπητη εκδίκηση που το ηλικιωμένο ζευγάρι αποφασίζει να πάρει από αυτή τη γενιά της ανεμελιάς και της εύκολης ηδονής που δεν γνώρισε τις στερήσεις της απερχόμενης. Αυτές οι φιλοσοφικές ανησυχίες περιπλέκουν κάτι που σε λιγότερο ικανά χέρια θα ήταν ένα αναφορικό slasher, αλλά εδώ συνδυάζονται με μια προοδευτική ματιά για το είδος στη γυναικεία σεξουαλικότητα και μια αυθεντικότητα εποχής και στυλ που συμπληρώνει, αντί απλώς να αναπαράγει, τα ορόσημα (και μη) του παρελθόντος από τα οποία εμπνέεται.