Jon Hopkins εσείς; Serafim Tsotsonis εμείς. Αυτό έχω κατά νου τη στιγμή που με τη Νίκη Χάγια υποδεχόμαστε τον Σεραφείμ Τσοτσώνη στο στούντιο του Best 92.6 για να μιλήσει στον αέρα για το νέο του δίσκο, Believers, όμως δεν του το λέω γιατί προφανώς αναγνωρίζω τον εξ ορισμού ελλειματικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης διαπίστωσης, γιατί έχει να κάνει μόνο με το τραγούδι (“Alone”) που ακούω επαναληπτικά το τελευταίο 24ωρο, ενώ το προηγούμενο άκουγα το “Nowhere” (Chromatics εσείς; Serafim Tsotsonis εμείς!), το αμέσως προηγούμενο το “Run” (Rival Consoles εσείς; Serafim Tsotsonis εμείς!) ενώ την επομένη της ραδιοφωνικής μας συνεύρεσης τη σκυτάλη θα έπαιρνε το “Broken Wings” (Beach House εσείς; Serafim Tsotsonis εμείς!) και στο πέρασμα των ημερών κάθε ένα από τα τραγούδια του Believers, ενός δίσκου που προσφέρει απλόχερα τόσα highlights μόνο και μόνο για να αδικηθεί τελικά αν ακουστεί αποσπασματικά.
Γιατί μόνο όταν ακουστεί από την αρχή μέχρι το τέλος του, ακόμη και από όσους δεν έχουμε τις δέουσες τεχνικές γνώσεις (ή μάλλον ακριβώς από όσους δεν έχουμε τις δέουσες τεχνικές γνώσεις) περί σύνθεσης, ενορχήστρωσης και ηχογράφησης ηλεκτρονικής -ας την πούμε έτσι χάριν ευκολίας- μουσικής, μπορεί να γίνει αντιληπτή με έναν σχεδόν υπερβατικό τρόπο η -για πέμπτη και πληρέστερη από ποτέ, φορά, σε επίπεδο ατομικής δισκογραφίας- σχολαστική δουλειά αυτού του συνθέτη και παραγωγού που εξευμενίζει χωρίς να αποδυναμώνει τον σκληρό, πειραματικό πυρήνα του μέσα σε ένα ευφυώς εύληπτο cinematic ηχητικό πλαίσιο, και -το σημαντικότερο- χωρίς να κάνει θέμα τίποτα από τα παραπάνω.
Ας μην μακρηγορούμε, όμως, γιατί το κόκκινο ON AIR έχει ανάψει…
Σεραφείμ, είσαι εδώ μαζί μας στο στούντιο με αφορμή την κυκλοφορία του νέου σου δίσκου, με τίτλο Believers. Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τον προηγούμενο; Το 2016 έκανα τον προηγούμενο δίσκο, το She Swims, στη Hush Hush Records, στην Αμερική, για την ακρίβεια στο Σιάτλ.
Και τώρα επέστρεψες στην Klik Records. Ναι, τώρα ξανά στην Klik, την παλιά μου εταιρία.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, οφείλουμε να σου πούμε το εξής: όταν ανακοινώσαμε στα social media, δεξιά κι αριστερά, ότι θα ερχόσουν ως μουσαφίρης στον Best 92.6, δεν ακούσαμε ούτε ένα ψήγμα γκρίνιας. «Το καλύτερο παιδί», «δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος», κάπως έτσι ήταν όλα τα σχόλια. Κάπως σαν να σε ακολουθεί η φήμη του πολύ καλού παιδιού. Πάλι καλά!
Ας ξετυλίξουμε όμως το νήμα του νέου σου δίσκου. Πότε, πώς και πού ηχογραφήθηκε; Τον δίσκο ξεκίνησα να τον γράφω από πέρυσι τον Αύγουστο, στο στούντιό μου στην Αθήνα. Έγραψα πάρα πολλά κομμάτια κι άφησα πολλά στην άκρη ώστε να βγάλω ένα αποτέλεσμα στο οποίο το ένα τραγούδι να έχει σχέση με το άλλο. Ήδη από τον προηγούμενό μου δίσκο, το She Swims, είχα επηρεαστεί πάρα πολύ από το λεγόμενο modern classical είδος, αλλά αυτή τη φορά ήθελα να αλλάξω κάπως, να το πάω λίγο αλλού, να πειραματιστώ με καινούρια πράγματα. Ξεκίνησα λοιπόν και κάποια στιγμή έβαλα κι άλλους μουσικούς στο παιχνίδι. Το πράγμα με πήγαινε μόνο του προς electronica, post-rock στοιχεία, προς τα εκεί. Έγραφα καινούρια τραγούδια, κάποια δε μου άρεσαν, τα άφηνα στην άκρη και ξεκινούσα πάλι από την αρχή. Ώσπου γύρω στα Χριστούγεννα κατέληξα στον ήχο που ακριβώς ήθελα να βγάλω και στο concept αυτού του δίσκου.
Ήθελες λοιπόν εξαρχής το Believers να έχει ένα συγκεκριμένο ηχητικό στίγμα. Εννοείται. Ήθελα να έχει cinematic στοιχεία, να έχει μία πολυμορφικότητα, να κάνει ένα παιχνίδι και τελικά να σε ταξιδεύει κάπου.
Μιας και είπες «παιχνίδι», ας αφήσουμε για λίγο το δίσκο κι ας πάμε πολύ πίσω. Πότε άρχισες να παίζεις και γενικά να μπλέκεσαι με τη μουσική, είτε ως ακροατής είτε ως μουσικός; Ήμουν 7 χρονών όταν ξεκίνησα να παίζω πιάνο. Έφευγα από το χωριό μου έξω από την Κόρινθο και πήγαινα στο Κιάτο, στο εθνικό ωδείο. Σε ηλικία 12 με 14 είδα ένα ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ με τον Brian Eno, από τον οποίο, όπως και από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, έχω επηρεαστεί πάρα πολύ. Είδα λοιπόν σε αυτό το ντοκιμαντέρ πώς έφτιαχνε ο Eno τα soundscapes και αμέσως πήρα το πρώτο σινθεσάιζερ. Παράλληλα έκανα και κλασικό πιάνο, θεωρίες, όλα αυτά τα πράγματα. Ήμουν σε μια διαρκή αναζήτηση σε ό,τι έχει να κάνει με τον ήχο, ώστε να καταφέρω να κάνω πράξη αυτό που είχα στο μυαλό μου, που ήταν κάτι πέρα από το να γράψω απλώς μια μελωδική γραμμή για ένα τραγούδι. Ήθελα να μάθω και το κομμάτι της ενορχήστρωσης, οπότε ψαχνόμουν μόνος μου, σε μια εποχή που τα πράγματα με το internet ήταν πολύ δύσκολα…
Οπότε κατευθείαν μπήκες στον κόσμο των soundscapes και ενός γενικότερα πολυσχιδούς ήχου. Δεν πέρασες ποτέ από τη φάση της κλασικής, εφηβικής ροκ μπάντας; Μέχρι τα 20 είχα παίξει και σε μπάντες, πλήκτρα σε new wave σχήματα, αλλά και πιάνο σε κάποια ελληνικά, ας τα πούμε έντεχνα. Στην πραγματικότητα μου άρεσαν περισσότερο πράγματα όπως η κλασική μουσική, η atonal, γενικά ό,τι μου δημιουργούσε μία όρεξη για πειραματισμό. Κι αυτό έκανα βασικά, πειραματιζόμουν για να πάω τελικά εκεί που ήθελα.
Πότε ξεκίνησε η δισκογραφική σου πορεία; Το 2005 με το Peak στην Klik Records.
Άρα μετράς ήδη 14 χρόνια στο χώρο. Στα οποία χρόνια πόσοι δίσκοι έχουν κυκλοφορήσει με την υπογραφή σου; Το Believers είναι ο πέμπτος προσωπικός και πέρυσι με την αδερφή μου, την Αγγελική, φτιάξαμε τους Ocean Hope και κυκλοφορήσαμε το ντεμπούτο μας, Rolling Days.
Τώρα ξέρεις, δεν γίνεται να αποφύγουμε την κλισέ ερώτηση: Πώς είναι να γράφεις μουσική με την αδερφή σου; Υπέροχο! Η Αγγελική έχει παρουσία σε όλους τους δίσκους μου. Κάποια στιγμή έφυγε στην Αμερική, μετά ζούσε στη Βενετία, οπότε της έστελνα κομμάτια μέσω email για να βάλει φωνητικά. Άρα η Αγγελική ήταν από την αρχή δίπλα μου. Απλά ήταν ολοκλήρωση και για τους δύο το ότι φτιάξαμε τους Ocean Hope. Έγραψε η Αγγελική τα κομμάτια κι εγώ έκανα την παραγωγή και τις ενορχηστρώσεις.
Σίγουρα η σχέση που περιγράφεις είναι προτιμότερη από το να πλακώνονται στο ξύλο δύο αδέρφια, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην εφηβεία, αν όχι και πιο μετά. Εντάξει, και σ’ εμάς συμβαίνει κάποιες φορές, αλλά στη δουλειά είμαστε μια χαρά.
Κάτι που για εμάς τουλάχιστον έχει ενδιαφέρον είναι το κατά πόσο η δημιουργικότητα ενός καλλιτέχνη, εν προκειμένω μουσικού, επηρεάζεται από τις αλλαγές στα μέσα κατανάλωσης του παραγόμενου έργου. Δηλαδή σε επηρεάζει με κάποιο τρόπο το ότι πια ο κόσμος ακούει μουσική κυρίως μέσω streaming και όχι μέσω κάποιου φυσικού φορμά; Με στενοχωρεί λίγο, γιατί και ως ακροατής μου αρέσει το hard copy. Από την άλλη, έτσι είναι τα πράγματα και πρέπει να τα αποδεχτούμε.
Στην εποχή του streaming, ή αν θες στην εποχή του τραγουδιού και όχι του άλμπουμ, στην περίπτωση του Believers έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο με ολοκληρωμένο concept, με αρχή, μέση και τέλος. Έτσι είναι. Με όλους τους δίσκους μου θέλω και προσπαθώ να το κάνω αυτό.
Πόση δουλειά υπάρχει πίσω από κάθε track του δίσκου; Πάρα πολλή!
Γιατί ξέρεις, ακόμη και σήμερα υπάρχουν κάποιοι που ακούγοντας -ας την πούμε έτσι χάριν ευκολίας- ηλεκτρονική μουσική θα πουν εντάξει μωρέ, δεν κάνει και τίποτα ο τύπος, πατάει δυο κουμπιά εδώ, τρία εκεί εκεί κι έτοιμο το τραγούδι. Υπάρχουν και τέτοιες εύκολες περιπτώσεις. Αλλά εγώ με τα εύκολα δεν τα πάω καλά.
Δώσε μας ένα παράδειγμα για τα τραγούδια του Believers. Ας πούμε για το “Oceans of Emotions”. Το ξεκίνησα ανάποδα. Εννοώ ότι δεν έγραψα πρώτα τη μελωδία. Έτσι κι αλλιώς είναι ένα πιο αφηρημένο κομμάτι, είναι ambient με post και modern classical στοιχεία. Πήρα λοιπόν μια βάρκα στην Κόρινθο, έβαλα υδρόφωνα μέσα στο νερό για να γράψω ένα βόμβο, ένα drone που είχα στο μυαλό μου. Ταυτόχρονα είχα κάποια μικρόφωνα για να πάρω κι εξωτερικούς ήχους, μπορεί μια βάρκα, μπορεί οτιδήποτε. Όλα αυτά συχνοτικά τα κατέγραφα σε ένα πολυκάναλο για να τα μιξάρω μετά στο στούντιο, να κρατήσω μερικά, να πετάξω άλλα. Και μετά έβαλα τα σινθεσάιζερ. Γενικά όλο το Believers γράφτηκε κύριως με αναλογικά σίνθια και με λίγα εικονικά. Αλλά περισσότερο δούλεψα με μηχανές από τα 70s και τα 80s, για να πάρω αυτή την παλιά ζεστασιά.
Το στούντιο σου δηλαδή γεμάτο με τέτοιες παλιές μηχανές, όπως λες; Έχω αρκετές. Αλλά και σύγχρονες.
Πιστεύεις ότι οι παλιές μηχανές βγάζουν καλύτερο ήχο; Κάθε μηχανή έχει τη μαγεία της. Υπάρχουν σινθεσάιζερ που βγαίνουν σήμερα και είναι εξαιρετικά.
Με αυτό τον δίσκο τι είδους συναισθήματα θέλεις να προκαλέσεις στον ακροατή; Πού θέλεις να τον φτάσεις; Μουσική κάνω για μένα, για τον εαυτό μου αλλά και για να αγγίξω τους άλλους. Θέλω λοιπόν με τη μουσική μου να βγάζω στην επιφάνεια πράγματα που κάποιος μπορεί να έχει ξεχάσει. Θέλω να κάνω τους ανθρώπους να ονειρεύονται, να σκέφτονται με την καρδιά. Θέλω να προκαλέσω όμορφα συναισθήματα, όσο απλοϊκό κι αν ακούγεται αυτό.
Με την εμπειρία της επί μιάμιση δεκαετία δισκογραφικής σου παρουσίας, τι θα έλεγες σε ένα νέο παιδί που θέλει να κάνει τώρα τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της μουσικής; Να δουλεύει πολύ και να έχει πολύ καλό στομάχι, γιατί μόνο έτσι μπορείς να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα. Είναι ένα βουνό που πρέπει να το ανέβεις σιγά σιγά, κρατώντας χαμηλό προφίλ.
Ακούγεται δύσκολο αυτό στην εποχή των social media. Εντάξει, ίσως, είναι όμως όμορφο.
Μόνο έτσι κρατάς το κεφάλι σου πιο καθαρό; Είσαι πιο συγκεντρωμένος και ό,τι θέλεις να πεις, το λες με τη δουλειά σου.
Στο επίπεδο της ανησυχίας περί βιοπορισμού, τι θα έλεγες σε ένα νέο δημιουργο; Να μην τον νοιάζει καθόλου. Να σκέφτεται με την καρδιά, όπως είπα πριν και να συνεχίσει να γράφει μουσική. Γιατί είναι ιερό πράγμα η μουσική.
Πόσες φορές έχεις μετανιώσει μέχρι σήμερα που κάνεις αυτό που κάνεις και δεν ζεις μια «κανονική» ζωή; Δεν έχω μετανιώσει καμία. Μερικές φορές έχω στεναχωρηθεί, ίσως γιατί κάποια κομμάτια μου δεν πήγαν τόσο καλά όσο περίμενα. Ναι, έχει συμβεί αυτό. Αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής: ποτέ μα ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα ήμουν καλύτερα αν είχα μια «κανονική», όπως λέτε, δουλειά. Από πιτσιρίκι ήθελα να κάνω αυτό στη ζωή μου.
Αφού το κάνεις λοιπόν είσαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Ποιοι είναι οι 5 δίσκοι που θα ήθελες να έχεις για πάντα στο προσκέφαλό σου; Το Animals των Pink Floyd. Το Music for Airports του Brian Eno. Το Blader Runner του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ας πω και Radiohead, αλλά όχι συγκεκριμένο δίσκο, τους αγαπώ γενικά πάρα πολύ. Και κάτι ελληνικό: Μάνος Χατζιδάκις – Οδός Ονείρων.
Για να ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, πες μας για το “Future”, το δεκαπεντάλεπτο bonus track που ρίχνει την αυλαία του Believers. Το ξεκίνησα τον Απρίλιο, αρκετά αφού είχα τελειώσει τα υπόλοιπα δέκα τραγούδια του άλμπουμ. Το concept ήταν το εξής: φίλοι και συγγενείς ηχογράφησαν με κινητά τα παιδιά τους να λένε τι σημαίνει για αυτά η λέξη «μέλλον». Είχα ήδη ηχογραφήσει τις κόρες μου και είχα γράψει ήδη τον βασικό κορμό, για να έχω κάτι σαν μπούσουλα. Έβαλα λοιπόν τα layers με τις φωνές των παιδιών, ώστε να ακούγονται δεξιά-αριστερά, για να το πω απλά. Χρησιμοποίησα και κάποιες συχνότητες από τα υπόλοιπα τραγούδια και τελικά βγήκε αυτό το δεκαπεντάλεπτο. Χρειάστηκε πολλή δουλειά αλλά άξιζε τον κόπο γιατί μου αρέσει που μπήκαν μικρά παιδιά στο παιχνίδι. Πιστεύω πολύ σε αυτά. Πιστεύω στον άνθρωπο γενικά.
Άρα είσαι θετικά προδιατεθειμένος απέναντι στη ζωή, πιστεύεις ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Γιατί να μην πάνε; Τα πράγματα θα πάνε όπως θέλουμε εμείς.
Λίγες ημέρες μετά τη ραδιοφωνική συνέντευξη στον αέρα του Best 92.6, συναντιόμαστε ξανά στο home studio όπου έγραψε το Believers, όπου γενικά γράφει το μεγαλύτερο κομμάτι κάθε του δουλειάς, είτε πρόκειται για την ατομική του δισκογραφία είτε για τα σάουντρακ που κατά καιρούς υπογράφει. Ανάμεσα σε ηχεία, υπολογιστές, παλιά και νέα σίνθια («μηχανές» όπως επιμένει να τις αποκαλεί), βλέπω μία απροσδόκητα μικρή συστάδα δίσκων.
«Είναι οι μόνοι που έχω κρατήσει εδώ, τους υπόλοιπους τους έχω στείλει κάτω», λέει το χωριό έξω από την Κόρινθο όπου μεγάλωσε παίζοντας μουσική με την αδερφή του, Αγγελική, η οποία είναι παρούσα και στο Believers, ενώ ήδη ετοιμάζουν το επόμενο, μετά το ντεμπούτο-κομψοτέχνημα Rolling Days (οι Beach House και οι Chromatics, που λέω και πιο πάνω), βήμα της από κοινού τους μπάντας, Ocean Hope.
«Γιατί κράτησες μόνο αυτούς;» τον ρωτάω και ο Σεραφείμ Τσοτσώνης λέει αυτό που περίμενα να ακούσω: κράτησε κοντά του τους δίσκους που έχουν «σημαδέψει» πολύ συγκεκριμένες περιόδους της ζωής του, τους δίσκους στους οποίους επιστρέφει ξανά και ξανά.
Pink Floyd – Dark Side of the Moon
Τις πρώτες μουσικές που άκουσα μου τις έμαθε ο πατέρας μου. Είναι αγιογράφος και πριν πολλά χρόνια το εργαστήριό του το είχε μέσα στο σπίτι μας. Ενώ δούλευε, άκουγε πάντα μουσική οπότε ακούγαμε όλοι. Θυμάμαι τα βράδια πήγαινα και του έκανα παρέα, συζητούσαμε και ακούγαμε δίσκους στο πικάπ. Ένας από τους αγαπημένους μου, όταν ήμουν 10 ετών, ήταν το The Dark Side of the Moon από τους Pink Floyd.
R.E.M. – Automatic for the People
Κάποια στιγμή γύρω στα 15 ακούω στο ραδιόφωνο ένα κομμάτι που λεγόταν “Man on the Moon” αλλά δεν συγκρατώ το όνομα της μπάντας. Είναι Πέμπτη απόγευμα, παίρνω τηλέφωνο σ’ ένα δισκάδικο στην Κόρινθο και τους ρωτάω: «ξέρετε αυτό το κομμάτι;». «Ναι, φυσικά είναι απ’ τους R.E.M.», μου λένε. Τους λέω «σε λίγο είμαι εκεί», μου λένε «δεν υπάρχει, μόνο με παραγγελία και θα έρθει απο εβδομάδα». Το μεσημέρι είχα ακούσει απ’ τη γιαγιά και τον παππού ότι οι γονείς μου θα φύγουν την Παρασκευή, χαράματα, για δουλειά και θα γυρνούσαν το βράδυ. Τέλεια, είπα μέσα μου. Το σχολείο μας ήταν στην ίδια ευθεία με τη στάση του ΚΤΕΛ και σκέφτηκα να πάρω το λεωφορείο αμέσως μετά το μάθημα και να πάω Αθήνα. Έτσι κι έκανα.
Radiohead – OK Computer
Μια μέρα ο ταχυδρόμος μου έφερε ένα φάκελο, ήταν το χαρτί κατάταξης, είχα δηλώσει ότι είμαι μουσικός. Τον ανοίγω και βλέπω ότι πρέπει να πάω σε τάγμα ανεπιθυμήτων στον Μούδρο της Λήμνου. Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω κασέτες απ’ τα βινύλιά μου ώστε να έχω μαζί μου μουσικές ν’ ακούω στο walkman. Η στιγμή που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν όταν ένα ξημέρωμα γύρω στις 3:30 που πήγαινα για σκοπιά. Είχε πολύ αέρα εκείνο το βράδυ και άκουγα Radiohead, το “Exit Music (For A Film) από το OK Computer. Υπέροχος δίσκος. Στα 20 μου ένιωσα σαν κασκαντέρ μέσα σε ταινία, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή.
John Surman – Upon Reflection
Ηταν μετά από λίγα χρόνια που είχα τελειώσει το στρατό. Στα 25 ξεκίνησα απ’ το Βέλο (το χωριό που μεγάλωσα) να μείνω μόνιμα στην Αθήνα. Τον πρώτο καιρό ήταν πολύ δύσκολα, έκανα διάφορες δουλειές απ’το πρωί μέχρι τα χαράματα σερί και παράλληλα είχα ξεκινήσει να γράφω μουσική και για κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Υπήρχαν μέρες που μπορεί να μην κοιμόμουν καθόλου αλλά δεν μ’ ένοιαζε, είχα βάλει στόχο να φτιάξω ενα home studio για να κάνω τις μουσικές μου. Μετά απο λίγο καιρό έπιασα δουλειά στα Metropolis στην Ομόνοια, διψούσα ν’ ακούσω μουσικές απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί γνώρισα πολύ όμορφους ανθρώπους, τον Λυσία, τον Χρήστο, τον Λευτέρη, τον Λάμπρο, φοβερά άτομα που μοιράζονταν τις μουσικές τους γνώσεις και μου στάθηκαν απ’ την πρώτη στιγμή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές που με φώναζε ο Λυσίας όταν είχαμε παραλαβή νέων δίσκων, μου έβαζε ν’ακούω νέες μουσικές και μου έγραφε CDs .Έτσι έμαθα τον John Surman και το album Upon Reflection.
Caribou – Andorra
Είμαι 30, είναι ένας χρόνος μετά την κυκλοφορία του πρώτου μου δίσκου Peak και μ’ έχουν φωνάξει να παίξω σε κάποιο event στην Αθήνα. Είχε πολύ κόσμο, ήταν υπέροχα αλλά όταν έβαλα το “Sandy” του Caribou, δεύτερο κομμάτι στο set, ακούγεται μια φωνή απ’ τους διοργανωτές: «κατεβάστε τον ν’ ανέβει ο ξένος». Προφανώς ο τύπος δεν ήξερε το μέγεθος του Caribou. Το ήξερε όμως ο κόσμος που ήταν εκεί και χόρευε. Μπορεί να ήταν το πιο γρήγορο set που έχω κάνει ποτέ, αλλά θυμάμαι ότι την στιγμή που έπαιζα οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι, αγκαλιάζονταν και τα ζευγάρια φιλιόντουσαν.
Cocteau Twins – Milk & Kisses | The Divine Comedy – Absent Friends
Και τους δυο αυτούς δίσκους τους άκουγα πολύ μαζί με τις κόρες μου και στα 35 μου χόρευα μαζί τους.
Arvo Part – Tabula Rasa
Λένε ότι όσο μεγαλώνεις τόσο θέλεις να μένεις με ό,τι και με όποιον έχει πραγματικά σημασία για εσένα. Έτσι και στο στούντιό μου, δεν είχα τη δυνατότητα να κρατήσω όλους τους δίσκους μου, κράτησα τους σημαντικότερους, ένας απ’αυτούς είναι το Tabula Rasa του Arvo Part.