Babadook: Οι Σελίδες του Τρόμου (The Babadook) *****
Αυστραλία, Καναδάς, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Jennifer Kent
Πρωταγωνιστούν: Essie Davis, Noah Wiseman, Tim Purcell
Διάρκεια: 93’
Η Amelia αποτελεί τον ορισμό της δυστυχισμένης μητέρας. 6 χρόνια πριν, την ημέρα που γεννούσε τον μοναχογιό της, ο άντρας της σκοτώθηκε σε τροχαίο την ώρα που την πήγαινε στο μαιευτήριο. Ο γιός της, αν και κοντεύει τα 7, εξακολουθεί να πιστεύει παθιασμένα στην ύπαρξη των τεράτων και δεν μπορεί να συνεργαστεί με κανέναν, όντας πάρα πολύ ανυπάκουος. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα όταν στο σπίτι τους βρεθεί ένα βιβλίο για τον Κύριο Μπάμπαντουκ, ένα πνεύμα που στοιχειώνει σπίτια και σκοτώνει τα θύματά του με φρικτό τρόπο. Μόνο που αυτό το παραμύθι περνά στην πραγματικότητα και ο μεγάλος τρόμος ξεκινά. Αλληλούια. Επιτέλους ένα τρομακτικό, ατμοσφαιρικό θρίλερ με πραγματικά μακάβρια αισθητική, κλιμακωτό χτίσιμο, ευγενή τήρηση των κλισέ και ένα απλοϊκό μεν, εύστοχο και καθόλου δήθεν δε, συμβολισμό.
Ο χάρτης του κινηματογραφικού τρόμου από τα 00’s και έπειτα είχε ήδη αλλάξει άρδην. Από την εποχή του Εξορκιστή, του Σχιζοφρενούς Δολοφόνου Με Το Πριόνι και σειρών όπως οι Παρασκευή και 13 και Εφιάλτης Στο Δρόμο Με Τις Λεύκες, βρήκε νέα εστία (χωρίς να εγκαταλείπει το μεγάλο αμερικάνικο κέντρο του –βλέπε το πρώτο Saw για παράδειγμα) στην άλλη όχθη του Ειρηνικού, την Ιαπωνία, απ’ όπου η Sadako (Ringu), η Kayako (Ju-on), τα «διαδικτυακά» υπαρξιακά φαντάσματα του Kiyoshi Kurosawa στο Kairo και οι μαθήτριες του Sion Sono που αυτοκτονούν σωρηδόν (Suicide Circle) –αν και τα δύο τελευταία παραδείγματα ξεφεύγουν από τη στενή έννοια του θρίλερ- έδειξαν ποιος πήρε το προβάδισμα στο παγκόσμιο «εκφοβιστικό» στερέωμα. Στη συνέχεια η Μεσόγειος μίλησε για μολυσματικές ασθένειες μέσα σε κτίρια (Rec), η Σκανδιναβία έπλασε τον απόλυτο arthouse βαμπιρικό μύθο με ορισμένα στοιχεία τρόμου να εξακολουθούν να υπάρχουν (Άσε Το Κακό Να Μπει) και η Γαλλία σόκαρε με καινοφανή τρόπο με μια ιστορία επιβίωσης (Martyrs). Στα 10’s, όμως, τίποτα δε δείχνει να σοκάρει όπως στις προηγούμενες δεκαετίες. Ο τρόμος είναι σχεδόν νεκρή υπόθεση. Και ξαφνικά ξεπροβάλλει η Αυστραλία από το πουθενά και παίρνει πάνω της την ευθύνη για την επόμενη μεγάλη ταινία του ιδιώματος. Και μάλιστα με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Μέχρι τώρα, όλο και κάπου έχει πάρει το αυτί σας αυτή την ταινία με το αστείο όνομα που έκανε τον William Friedkin, σκηνοθέτη του Εξορκιστή να παραμιλά. Κάποιοι μάλλον την είδατε και στα πλαίσια των Νυχτών Πρεμιέρας ή στο HorrorAnt. Όπως και να ‘χει, είστε γνώριμοι με το όνομα του Babadook ή των Σελίδων του Τρόμου, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά. Ίσως έχετε μια κάποια περιέργεια για το αν αξίζει όλος αυτός ο ντόρος γύρω από το όνομά της ή πρόκειται για μια φούσκα αντίστοιχη του προπέρσινου Καλέσματος. Αν θέλετε τη γνώμη μου, δικαίως γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος και επαινείται από μια σημαντική πλειοψηφία κριτικών και κοινού ως ένα μοντέρνο αριστούργημα του χώρου.
Δεν είμαι άνθρωπος που τρομάζει εύκολα, τουλάχιστον όχι από ταινίες. Όλη μου την εφηβεία την πέρασα με θρίλερ και κάπου στέρεψα από ενθουσιασμό, ενώ δεν υπήρχε περίπτωση να λειτουργήσουν πάνω μου αν δεν ήταν ιαπωνικής ή κορεάτικης κοπής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ένιωσα αυτές τις ανατριχίλες και τη διάθεση να καλύψω τα μάτια μου, κάτι που μου ‘χε λείψει. Και σε αυτό συνέβαλλαν αρκετοί παράγοντες, όχι προσωπικοί, αλλά φιλμικοί. Από τη μια, η διαρκής μουντάδα, τα γκρίζα χρώματα, η σχεδόν άμορφη απειλή που ναι μεν επεμβαίνει και κάνει ρητή την εξωτερική της εμφάνιση ωστόσο δεν εμφανίζεται αυτούσια. Η ένταση με την οποία αποδίδονται οι πιο έντονες συναισθηματικά στιγμές και η σωστή σύμμειξη πραγματικού και φανταστικού. Η ανατριχιαστική χρήση του ήχου και το ιλιγγιώδες μοντάζ όπου αυτό χρησιμοποιείται. Όλα αυτά δημιουργούν αυτό το αρχετυπικό μα ολόσωστα εκτελεσμένο οπτικό danse macabre που λειτουργεί άψογα στο θεατή και κυοφορεί τους πιο πειστικούς εφιάλτες που είδε τα τελευταία χρόνια.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, δεν είναι ένα απλό θρίλερ τεράτων και φαντασμάτων. Όπως γράφεται παντού, είναι και μια αλληγορική ιστορία, με επίκεντρο της αλληγορίας της το παρελθόν και την επέκτασή του στο παρόν, με όλες τις αρνητικές συνέπειες και την φθορά, νοητική, ψυχολογική και κοινωνική που προκαλεί στα βασανισμένα άτομα έως ότου αυτά αποφασίσουν να συμφιλιωθούν μαζί του και να μάθουν να το ελέγχουν. Κάτι που κάνει αυτόν τον υφέρποντα τρόμο ακόμα πιο ρεαλιστικό και προσωποπαγή και του δίνει μια χροιά πραγματική. Ειδικά δε όταν η σκηνοθέτης επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον χώρο με χιτσκοκικό τρόπο για να αναφερθεί στα επίπεδα της ανθρώπινης συνείδησης (όπως στο Ψυχώ) και το καταφέρνει χωρίς να φαίνεται ένα ατυχές πιθήκισμα, πηγαίνει την ταινία σε άλλα ύψη και την χαράζει μια και καλή στα κατάστιχα του ιδιώματος που εκπροσωπεί.
Σας έχει λείψει το καλό θρίλερ; Αυτό με το οποίο μπορείτε να έχετε έντονα συναισθήματα και όχι να το βλέπετε ως ένα καλοφτιαγμένο μα αποστασιοποιημένο κινηματογραφικό δημιούργημα; Που μπορεί να σας κάνει να σφιχτείτε στη θέση σας; Αν ναι, μην κοιτάξετε πιο πέρα, αυτό είναι το κέντρο του στόχου. Είτε στη μεγάλη εικόνα, είτε στις λεπτομέρειες, όλο και κάπου θα σας κερδίσει. Με την αξία του.
Η εξαφάνιση της Eleanor Rigby: Εκείνη (The Disappearance of Eleanor Rigby: Her) ***1/2**
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ned Benson
Πρωταγωνιστούν: Jessica Chastain, James McAvoy, Viola Davis
Διάρκεια: 100’
Ο Conrad και η Eleanor κάποτε ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, γεμάτο τρυφερότητα και όνειρα. Μετά από ένα σοβαρό περιστατικό, τα πάντα άλλαξαν μεταξύ τους, κυρίως από την πλευρά της Eleanor. Μια μέρα εξαφανίζεται, φαινομενικά χωρίς αιτία και χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω της. Ο Conrad την ψάχνει απεγνωσμένα. Εκείνη θέλει τις αποστάσεις της και να ξεπεράσει τη βαριά κατάθλιψή της. Ταυτόχρονα, πέρα από την προσπάθεια κάλυψης των κενών της ζωής τους, συναναστρέφονται με άλλα άτομα, τα οποία έχουν τα δικά τους προβλήματα. Η αυθεντική, διμερής μορφή της ταινίας, αν και όχι τόσο πρωτοποριακή από σκηνοθετικής άποψης όσο θέλει να ισχυρίζεται, παραμένει ένα πανέμορφο και τρυφερό κείμενο σχετικά με το παρελθόν, τη μοναξιά και την αγάπη. Αυτή εδώ, η δική της οπτική πάνω στην ιστορία τους, αποτελεί το πιο εσωτερικό και μελαγχολικό κομμάτι εκ των δύο που το συναπαρτίζουν.
Όταν το 1966 οι Beatles κυκλοφόρησαν τον ίσως καλύτερό τους δίσκο, το Revolver, ανάμεσα σε κομμάτια όπως το «I’m Only Sleeping», το «Love You To», το «Yellow Submarine», το «Taxman» και το «Tomorrow Never Knows», χώρεσαν και ένα από τα πιο στενάχωρα τραγούδια τους, το «Eleanor Rigby», ένα καταθλιπτικό κομμάτι που αφηγείται τις ζωές δύο μοναχικών ανθρώπων που ενώνονται με τον θάνατο. Στους στίχους του, ο Paul McCartney αναρωτιέται από πού προέρχονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι υπό τους ήχους ενός «κλαίοντος» βιολιού.
2013: ο Ned Benson αποφασίζει να αποδείξει την αγάπη του για το συγκεκριμένο τραγούδι, προσπαθώντας να μεταφέρει μια αφήγηση παρόμοια με τους στίχους του. Και όχι μόνο σε θέμα περιεχομένου, δηλαδή με κεντρικό άξονα τη μοναξιά, αλλά και δομικά. Να αφηγηθεί την ίδια ιστορία, δύο ανθρώπων που διασταυρώνονται αρκετές φορές μέσα από την οπτική γωνία του καθενός και να φτάσει σε μια από κοινού αλήθεια. Μπορεί να μην είναι μια εντελώς πρωτότυπη ιδέα η συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη, αλλά δεν είναι αυτός ο κεντρικός λόγος για να τη δει κανείς. Θέλω να πω, σε άλλες περιπτώσεις, το ίδιο ακριβώς πράγμα γίνεται μέσα σε ένα πλάνο, ή σε μια ταινία. Ο Kurosawa το είχε ήδη τελειοποιήσει το 1950 με το Rashomon, οπότε δε στηριζόμαστε σε αυτό.
Σε τι στηριζόμαστε, λοιπόν; Στη διάχυτη μελαγχολία του. Στην επιμονή του στη λεπτομέρεια, στις μικρές αφηγήσεις που εξερευνούν το καίριο νόημα του ρεφρέν του τραγουδιού: «All the lonely people, where do they all come from?» Αρχής γενομένης από τους πρωταγωνιστές, δύο ανθρώπους με εντελώς διαφορετική αντίληψη και αντιμετώπιση των πραγμάτων. Εκείνος είναι πιο γενναίος και αφοσιωμένος, εκείνη καταβεβλημένη από το μοιραίο περιστατικό. Το δικό του μέρος της ιστορίας είναι πιο εύθυμο, πιο «κινητικό», πιο εναλλακτικά χιουμοριστικό (ναι, λες το χιούμορ του και χιπστεράδικο), η δική της πλευρά παραμένει αιτιολογημένα καταθλιπτική, αργή, γεμάτη εσωτερική ένταση και αβεβαιότητα.
Φυσικά, όμως, δεν είναι μόνο οι δύο τους lonely people. Όλοι όσοι συναναστρέφονται, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο αντιμετωπίζουν τη μοναξιά τους, αμπελοφιλοσοφούν σε σχέση με αυτή, ανοίγονται. Άλλος φέρεται σαν να μην τον απασχολεί τίποτα και διασκεδάζει, άλλη αναπτύσσει έναν κυνισμό γεμάτο ευφυείς ατάκες προκειμένου να καλύψει τα κενά της και προσπαθεί επιτέλους να βρει έναν άνθρωπο που την καταλαβαίνει για να μοιραστεί κάποια πράγματα. Άλλη το ρίχνει στο αλκοόλ για να μουδιάσει τον ανομολόγητο πόνο, άλλος προσπαθεί σιωπηλά και με τρυφερότητα να συμφιλιωθεί μαζί του. Όλοι τους είναι μοναχικοί και αλληλεπιδρούν με τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, δίνοντας το δικό τους κομμάτι στο πλουμιστό παζλ, το οποίο αποκαλύπτει τη συνολική εικόνα της Νέας Υόρκης, όχι τόσο λαμπερής μα αστικά θλιμμένης.
Μπορεί να είναι μόνο το ένα μέρος της συνολικής εικόνας και πολλοί να θεωρήσουν πως δεν υπάρχει καν ανάγκη προβολής του Δικού Του –και σχετικά πιο ανάλαφρου- μέρους, μα για την πλήρη εμπειρία προτιμήστε να δείτε και τις δύο ταινίες μαζί, με πρώτο το Εκείνος και δεύτερο το Εκείνη, όπως και χρονολογικά είναι το σωστό. Όπως και να ‘χει, τσεκάρετε άφοβα, έστω και αν αυτό που θα σας κλέψει την καρδιά είναι οι εκπληκτικές ερμηνείες της Jessica Chastain και του James McAvoy.
Στην επόμενη σελίδα: Νυχτερινή Καταδίωξη / Υπόσχεση / Το Πείραμα Λαζάρου