Γιατί το περιμέναμε τόσοι πολλοί με τόση ανυπομονησία; Για το μύθο και την ιστορία που κουβαλάει; Για να θυμηθούμε τη δική μας τότε συνθήκη; Γιατί δεν έχουμε και τόσα πολλά να μας κινητοποιούν και να μας συγκινούν στις συνθήκες της καραντίνας;
Για κάποιον απ’ όλους τους λόγους (ή για όλους μαζί) η ανακοίνωση ότι από το Σάββατο 25 Απριλίου και για 24 ώρες το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου μας χάριζε την οπτικοποιημένη παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή και του Λευτέρη Βογιατζή, μ’ έκανε να νιώσω την προσδοκία της ζωντανής θέασης.
Και ξαφνικά «βρέθηκα» στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου.
Με τον κόσμο να μπαίνει σιγά σιγά. Με το φως να πέφτει προς τη δύση του πίσω από το δασύλλιο· με τους ηθοποιούς να κινούνται μέσα στην ορχήστρα, πριν την έναρξη της παράστασης, σ’ εκείνο το αξέχαστο σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκι, το απολύτως εναρμονισμένο με το διακύβευμα του κείμενου: το χώμα και τη γη· με τις λέξεις του Σοφοκλή, πλασμένες από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο· με τον γνώριμο και μοναδικό ήχο του γκιώνη· και με τη φωνή της Βαρβάρας Λαζαρίδου να μας καλησπερίζει, λίγο πριν από την έναρξη της παράστασης…
Η «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή παρουσιάστηκε την πρώτη χρονιά του Γιώργου Λούκου στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το 2006. Δύο sold out την πρώτη χρονιά, επανάληψη -κάτι πρωτοφανές έως τότε- στο Φεστιβάλ Επιδαύρου του 2007 (με δύο ακόμη sold out) και αυτή την παράσταση είδαμε στις οθόνες των υπολογιστών μας. Που είχε μια μικρή αλλαγή: στην παράσταση του 2006, Τειρεσίας ήταν η Στεφανία Γουλιώτη.
Στην παράσταση του 2007 η Αγλαΐα Παππά ανέλαβε τον ρόλο του Τειρεσία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Λευτέρης Βογιατζής καταγινόταν με την «Αντιγόνη». Είχε ήδη ασχοληθεί με το κείμενο του Σοφοκλή νωρίτερα, στον κλειστό χώρο του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων.
Την ανυπομονησία της επικείμενης προβολής διαδέχθηκαν, στην κοινότητα των social media πάλι, σχόλια συγκίνησης και ευγνωμοσύνης, και πολλές προσωπικές ιστορίες.
Τι να ίσχυσε, άραγε, για τους ηθοποιούς της παράστασης; Πώς την ξαναείδαν; Πώς ένιωσαν; Πόσοι την είχαν ξαναδεί βιντεοσκοπημένη; Τι θυμήθηκαν και τι κρατάνε από τότε;
Ρωτήσαμε τον Νίκο Κουρή (Αίμων), τη Ρηνιώ Κυριαζή (Εξάγγελος) και την Εύη Σαουλίδου (Ισμήνη).
Νίκος Κουρής: «Όταν παίζεις σε μια παράσταση, νομίζεις ότι την ξέρεις. Ειδικά μια τέτοια παράσταση, με τόσο πολύ κόπο, που νόμιζα ότι ήξερα. Την είδα χθες (σ.σ. το Σάββατο) και δεν είχα ξαναδεί ποτέ ούτε απόσπασμα ούτε τίποτα, δεν είχα καμία άλλη επαφή. Χθες είδα πραγματικά την αίσθηση αυτής της παράστασης, τη σκηνοθεσία του Λευτέρη, τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τα πράγματα, που έκανε τις ιδέες του να μη φαίνονται στην πραγματικότητα. Στην παράσταση υπήρχαν όλα, σαν ένα ποτάμι που πήγαινε, αυτό είδα. Θυμήθηκα, καθώς τα έβλεπα, τα εκατομμύρια πρόβες, τις παρατηρήσεις, τα εκατομμύρια πράγματα που επιβλήθηκαν από τον Λευτέρη πολύ βίαια. Γιατί ό,τι ηθοποιός κι αν ήταν ο καθένας μας, ό,τι κόσμο κι αν κουβαλούσε, ήταν δεδομένο ότι θα έσβηνε κάτω από τον Λευτέρη. Ήταν μια τεράστια δοκιμασία να είσαι μαζί του και το λέω με τεράστια αγάπη. Υπήρχε λοιπόν ένα τίμημα από μας πολύ σοβαρό. Η παράσταση είχε ένα φορτίο ανθρώπων που απαρνήθηκαν πάρα πολλά πράγματα, υπερέβησαν την υπομονή τους και τον εγωισμό τους, κι αυτό είναι οργανικό στοιχείο αυτού που κυλάει στην παράσταση. Είδα να υπάρχει κάτι στην παράσταση που δημιουργεί μια περίεργη αρμονία· είδα το θέατρο που ζητάει μιαν άρση καλλιτεχνική, δηλαδή ζητάει να ξεχάσεις τον εαυτό σου, να δοθείς σε κάτι πιο μεγάλο, που είναι αυτό που νομίζω ότι αξίζει στο θέατρο. Όλα τα μεγάλα πράγματα έχουν κάτι έξω από μας, είναι σαν προσευχή. Μόνο έτσι έχει νόημα να κάνεις κάτι. Κι επειδή ο Λευτέρης ήταν πολύ μανιακός μ’ αυτό, δεν ήταν ένας ψεύτης άνθρωπος, ήξερε πάρα πολύ καλά ότι αυτή η υπέρβαση χρειάζεται πάρα πολύ κόπο. Όταν τέλειωσε η “Αντιγόνη”, τα άφησα πίσω μου. Χρειαζόταν να πάρεις μια απόσταση, γιατί ήταν τόσο έντονη εκείνη η ιστορία, που δεν ήταν εύκολο ν’ αντέξεις κι άλλη επαφή. Σημασία έχει ότι αυτό το πράγμα είναι ένα επίτευγμα. Ξανάκουσα χθες τον λόγο, την υπέροχη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, που είναι σώμα και αίμα, γιατί ο Ν.Π. λειτουργεί με τη γλώσσα μ’ έναν τρόπο λυτρωτικό. Ο ήχος είναι τόσο πειστικός είναι τόσο ευθύς και τόσο εδώ μαζί μας. Αυτό πετυχαίνει η παράσταση. Είναι εδώ μαζί μου στα πιο βαθιά μου αισθήματα, στην πιο μέσα μου ζωή. Είναι ένα έργο που έχει συλλάβει και μιλάει για κάτι που μόνο βοήθεια μπορεί να σου δώσει. Μια μέρα μου είχε πει ο Λευτέρης: “Συνέλαβα κάτι χθες, σε σχέση με τον Κρέοντα, ότι αυτός ο εγωισμός και η εξουσία που αντιπροσωπεύει, είναι ένας εγωισμός κι ένα πείσμα πρώτου επιπέδου, όπως ‘μου χαράξανε τ’ αυτοκίνητο, κατέβα κάτω ρε…’ Αυτό το πείσμα μπορεί να καταστρέψει τον κόσμο». Δεν γίνεται αυτά τα έργα να τα συλλάβει κανείς με τερτίπια και ψευτιές. Κι αυτό βρήκε ο Λευτέρης. Για να μπορέσει αυτό το πράγμα να είναι ευθύβολο, χρειάστηκε πολύ κόπο και του Λευτέρη την εμμονή, την οποία ευγνωμονώ. Γιατί αυτό το θέατρο, που συνδέεται με μια άλλη πνευματικότητα, έχει πλέον χαθεί».
Ρηνιώ Κυριαζή. «Ήταν διπλή η συγκίνηση, γιατί εγώ προσωπικά δεν το είχα ξαναδεί, και είχα την τότε μνήμη. Και το πολύ σημαντικό είναι η συνθήκη που βρισκόμαστε τώρα. Θυμάμαι την πρώτη χρονιά, τότε που έμειναν 500 άτομα εκτός κοίλου, που μπαίναμε προς το θέατρο με τη δύση του ηλίου, σ’ ένα μεταίχμιο από το φως στο σκοτάδι. Καθώς περπατούσα προς το θέατρο, σηκώνω τα μάτια μου για να δω τον ουρανό και βλέπω τον κόσμο και το παιχνίδι των χρωμάτων, των ρούχων, των καπέλων.
Υπήρχε μια προσμονή μεγάλη για το τι θα κάνει ο Βογιατζής στην Επίδαυρο. Ήταν κάτι πολύ μεγάλο, ήταν μια πάρα πολύ ουσιαστική κίνηση. Ήταν η δική του ματιά, η δική του πινελιά, ήταν μια κόντρα σε παλαιότερα πράγματα. Σ’ αυτές τις στιγμές τις κομβικές, της ανατροπής, χρειάζεται μεγάλο θάρρος. Είχαμε νιώσει κι εμείς την προσμονή του κόσμου για μια καινούργια σκέψη πάνω στο αρχαίο δράμα, που είχε την πρόθεση και τη σκέψη χρόνων και τη δουλειά συνεργατών και συντελεστών κορυφαίων. Νιώθαμε εμπιστοσύνη και χαρά ότι ναι, μπορούν τα πράγματα να είναι και αλλιώς. Δηλαδή, μπορούμε και να γελάσουμε με τον Κρέοντα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και μαλακές ποιότητες στον ανοιχτό χώρο. Αυτό βέβαια απαιτούσε απόλυτο συντονισμό που δεν θα ήταν δυνατόν χωρίς τη συμβολή του Σπύρου Σακκά, που επέλεξε οι φωνές να είναι γυμνές, χωρίς καμιά συμβολή μουσικού οργάνου.
Η σχέση μου με τη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι παλαιότερη από την «Αντιγόνη» του 2006, μιας και μ’ ένα απόσπασμα από τον μονόλογό της πέρασα στις εξετάσεις του Εθνικού. Όταν με κάλεσε ο Λευτέρης είχαν ήδη ξεκινήσει οι πρόβες ένα μήνα πριν, και τα παιδιά δούλευαν το αρχαίο κείμενο, μόνο και μόνο για να εμβαθύνουν στο νόημα. Αυτό που ένιωσα πολύ έντονα ήταν η δουλειά πάνω στο κείμενο μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Ένα παράδειγμα: είχα μια ατάκα του χορού “τη δικιά σου τη δύναμη, Δία”. Ένα απόγευμα δούλεψα πάνω σ’ αυτή την ατάκα μιάμιση ώρα με το ρολόι. Ο Λευτέρης προσπαθούσε να μου διδάξει έναν τονισμό. Μετά από μιάμιση ώρα, που αδυνατούσα να κάνω αυτό που μου ζητούσε, τελικά νόμιζα ότι το έκανα. Και τότε μου είπε: «Εντάξει, τώρα το έκανες σουβλάκι». Ορολογία της στιγμής, αλλά κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε. Ήθελε ακριβή μίμηση του τονισμού, όχι για τη μίμηση, όχι για τον τονισμό, αλλά για να μετακινήσει τη σκέψη του ηθοποιού από κάτι που νόμιζε ότι είχε κατανοήσει, σε κάτι πιο βαθύ. Κι αυτή η αναζήτηση έφτανε μέχρι την τρέλα, μέχρι την εμμονή. Το πολύ σημαντικό ήταν ότι πολεμούσε το δεδομένο και το αυτονόητο. “Δεν πειράζει να μην καταλαβαίνεις. Αυτά τα κείμενα δεν καταλαβαίνονται. Πειράζει όμως να παίζεις σα να καταλαβαίνεις”, έλεγε ο Λευτέρης. Και χθες που την είδα σκεφτόμουν πώς μπορείς να καταλάβεις τη φράση του Εξάγγελου “κι άφησε τα μάτια της να τρέξουν στο σκοτάδι”…
Η “Αντιγόνη” ήταν ένας κόσμος ολόκληρος. Η δουλειά στο λόγο ήταν ταυτόχρονα μουσική, σκηνικό, κίνηση, φως».
Εύη Σαουλίδου: «Συγκινήθηκα πολύ» ήταν τα πρώτα λόγια της ηθοποιού, που είχε κατά καιρούς ανατρέξει στα αποσπάσματα της παράστασης που είναι διαθέσιμα στο youtube. «Νιώθω τυχερή και περήφανη. Για το κάθε ίχνος χρόνου που πήγε στοχευμένα σε δουλειά και σε όραμα· για τις σχεσεις που δημιουργούνται όταν η δουλειά είναι η πρώτη μέριμνα· για την εμπειρία του να νιώθεις σημαντικός που μοιράζεσαι αυτές τις στιγμές στη σκηνή».
Μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος, Σκηνοθεσία: Λευτέρης Βογιατζής, Σκηνικά – Κοστούμια: Χλόη Ομπολένσκι, Φωνητική αγωγή, σύνθεση και οργάνωση μουσικών θεμάτων: Σπύρος Σακκάς, Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Βοηθοί σκηνοθέτη: Κατερίνα Ευαγγελάτου, Βαγγέλης Ζλατίντσης, Βοηθοί σκηνογράφου: Malika Chaveau, Σοφία Κατσιλιέρη, Βοηθός φωτιστή: Νίκος Βλασόπουλος, Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού.
Αμαλία Μουτούση (Αντιγόνη), Εύη Σαουλίδου (Ισμήνη), Λευτέρης Βογιατζής (Κρέοντας), Δημήτρης Ήμελλος (Φύλακας), Νίκος Κουρής (Αίμονας), Αγλαΐα Παππά (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Άγγελος), Νικόλας Παπαγιάννης (Ευρυδίκη), Ρηνιώ Κυριαζή (Εξάγγελος)
Χορός: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Θανάσης Βλαβιανός, Λευτέρης Βογιατζής, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Θανάσης Δόβρης, Δημήτρης Ήμελλος, Αλεξία Καλτσίκη, Γιάννης Κλίνης, Παναγιώτης Κλίνης, Κωστής Κορωναίος, Νίκος Κουρής, Ρηνιώ Κυριαζή, Βέρα Λάρδη, Στράτος Μενούτης, Αμαλία Μουτούση, Νικόλας Παπαγιάννης, Αγλαΐα Παππά, Απόστολος Πελεκάνος, Σπύρος Περδίου, Εύη Σαουλίδου, Δημήτρης Σδρόλιας, Αμαλία Τσεκούρα, Μενέλαος Χαζαράκης, Θανάσης Χαλκιάς, Χάρης Χαραλάμπους.