To Is It Still Good To Ya? Fifty Years of Rock Criticism, 1967-2017 του Robert Christgau κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Duke University Press.
Στην εισαγωγή του λέτε ότι αγαπάτε τις συλλογές. Ως τέτοια να θεωρήσουμε λοιπόν το νέο σας βιβλίο; Ναι, ακριβώς. Για την ακρίβεια τώρα δουλεύω κι ένα δεύτερο βιβλίο που θα έχει κείμενα που έχω γράψει για βιβλία και θα κυκλοφορήσει σε έξι μήνες. Αλλά δεν το διαφημίζω γιατί φοβάμαι ότι καραδοκούν για να του κάνουν κριτική. Πάντως, διαβάζω συλλογές σχεδόν κάθε χρόνο. Ας πούμε του αθλητικογράφου Roger Angell, αλλά κι ανθρώπων μεγαλύτερων από μένα.
Θεωρείτε πως οι συλλογές μπορούν να λειτουργήσουν με την σημερινή αντίληψη που έχουμε για την πληροφορία; Οι συλλογές είναι ένας τρόπος να βάλεις την πληροφορία σε μια σειρά, οργανωμένη σε φυσική μορφή. Όσοι πιστεύουν ότι θα συνεχιστεί επ’ άπειρον η πρόσβασή μας σε αοποιοδήποτε κομμάτι πληροφορίας, κι ότι κάποια στιγμή δεν θα υπάρξει ένα μεγάλο glitch, είναι τρελοί. Κάποια στιγμή αυτό θα πεθάνει, κι αν δεν πεθάνει απαραίτητα, θα υποστεί μεγάλη ζημιά. Έτσι ένα μέρος της πληροφορίας θα εξαφανιστεί. Αν υπάρχει στο χαρτί, θα συνεχίσει να υφίσταται.
Επομένως, πώς θα θέλατε να λειτουργήσει για τους αναγνώστες το Is It Still Good To Ya?; Η ιδέα είναι ότι μια συλλογή πρέπει να δημιουργεί και να ξεκινάει με ένα «μπαμ». Στην προκειμένη, υπάρχει εισαγωγή και πρόλογος, ο οποίος πραγματεύεται και τον θάνατο του πατέρα μου. Το ζήτημα της θνητότητας διατρέχει αυτό το βιβλίο. Υπάρχουν άλλωστε και κείμενα για τους Prince, David Bowie, Leonard Cohen…Στην περίπτωση των Prince και Bowie, οι θάνατοί τους ήταν πολύ ξαφνικοί. Αλλά και του Cohen, επίσης. Έχω ένα t-shirt που γράφει “Trump killed Leonard Cohen” και πράγματι το πιστεύω. O Cohen πρέπει να είδε τον Trump και να είπε «δεν αξίζει πια». Ήταν ένας άνθρωπος πεσιμιστικής ιδιοσυγκρασίας και, η εικασία μου είναι, όχι πλήρως υγιούς ψυχοσύνθεσης. Είδε το σκοτεινό μέλλον που πρμηνυόταν και, πιστεύω, δεν μπόρεσε να το ντιλάρει.
Στο βιβλίο αναφέρετε πως «οι συλλογές χρειάζονται όλο το κύρος που μπορούν να πάρουν». Θα αντιστρέψω το σχήμα: οι συλλογές μπορούν να δώσουν στο περιεχόμενο το κύρος που χρειάζεται και μπορεί να αποκτήσει; Ω, ναι! Για παράδειγμα, έχω ένα πολύ καλά οργανωμένο site με τα κείμενά μου, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό το site θα ζήσει στην αιωνιότητα. Θα υπάρχουν πάντα οι βιβλιοθήκες. Ακόμη κι αν το χαρτί δεν είναι το πιο δημοφιλές μέσο αυτή τη στιγμή.
Έχετε μια πολύ ιδιοσυγκρασιακή γραφή. Πέσατε ποτέ στην παγίδα, σε κάποιο στάδιο της πορείας σας, του «ύφους έναντι του περιεχομένου»; Πάντα πίστευα πως τα δύο συνδέονται μεταξύ τους. Όταν δίδασκα, έβαζα τους σπουδαστές να διαβάζουν μη μυθοπλαστικά κείμενα κάθε εβδομάδα και μετά έγραφα με μεγάλα γράμματα σε έναν πίνακα: «Για τι πρόκειται να γράψεις;». Το αντικείμενο είναι πολύ σημαντικό. Στην πραγματικότητα, όταν δεν γράφεις μυθοπλασία, το ύφος μετράει από ελάχιστα έως καθόλου. Το περιεχόμενο δικαιολογεί την προσπάθεια που καταβάλλεις στην ίδια τη γραφή. Φυσικά πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά πάντα προσπαθούσα να δείξω στους φοιτητές πόσο μεγάλο ζήτημα είναι να σε ενδιαφέρει ο κόσμος. Κι εκείνοι δεν ενδιαφέρονταν πάντα γι’ αυτόν. Θα το συνόψιζα λοιπόν στο ότι το στυλ του συγγραφέα πρόκειται να εξυπηρετήσει το περιεχόμενο με ένα συγκεκριμένο «άρωμα» που θα τονίσει συγκεκριμένα πράγματα.
Αυτό που δίνει και την οπτική του γράφοντα…Ναι, για παράδειγμα η δική μου εκδοχή του Bob Dylan είναι διαφορετική από την εκδοχή των περισσότερων ανθρώπων. Είμαι σκεπτικιστής απέναντί του κι όχι παθιασμένος φαν. Για παράδειγμα, ο Greil Marcus και ο Jonathan Lethem είναι άνθρωποι που κρέμονται από την κάθε του λέξη. Η δική μου γραφή έχει χτιστεί πάνω σε μια αίσθηση «χτυπήματος», χιούμορ κι έντονης ειρωνείας, κάτι που αντικατοπτρίζεται καμιά φορά στη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Επομένως, ο δικός μου Dylan δεν είναι ο Dylan κανενός. Ειδικά με έναν τόσο σύνθετο καλλιτέχνη, αυτό δεν προκαλεί εντύπωση. Δεν είναι ένας άνθρωπος που έχει σκοπό να φανερωθεί, αλλά να αποκρυφθεί. Και τα εκατομμύρια ακολούθων του προσπαθούν να «τον πιάσουν». Δεν σέβονται τι είναι αυτό που κάνει.
Όσον αφορά την ψηφιακή εποχή της δημοσιογραφίας, πλέον όλα τείνουν να είναι πιο εύκολα, γρήγορα, τα κείμενα μικρότερα, η μουσική έρχεται από κάθε πλατφόρμα εύκολα στα ακουστικά μας… Πέρα από τον πυρήνα των στενών μουσικόφιλων που θα ασχοληθούν έτσι κι αλλιώς, ποιά πιστεύετε ότι είναι η θέση και η χρησιμότητα της μουσικοκριτικής σήμερα; Νομίζω πως δυστυχώς είναι τραγικά απορριφθείσα. Κι αυτό, εν μέρει, έχει να κάνει με τη λειτουργία της ίδιας της τεχνολογίας. Πολλές έρευνες αποδεικνύουν ότι οι αναγνώστες συγκρατούν καλύτερα όσα διαβάζουν σε χαρτί από ό,τι σε οθόνη. Έχω εφεύρει μια λέξη για όλο αυτό που δημιουργείται με την ψηφιακή δημοσιογραφία, “extranality”. Πιστεύω πως το να γράφεις για μουσική είναι μια εμπειρία που συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου, δεν έχει φυσική υπόσταση στον κόσμο κι έχει ένα άλλου είδους κύρος που απορροφάται διαφορετικά. Από την άλλη, είναι κι ο οικονομικός παράγοντας. Κανείς δεν πληρώνεται πια. Το ίντερνετ έχει μειώσει πολύ τα χρήματα με τα οποία αποτιμάται η ηχογραφημένη μουσική κι ο γραπτός λόγος. Κάτι που συνεπάγεται ότι ο μέσος μουσικός δημοσιογράφος έχει να παράξει δύο-τρία σύντομα κείμενα τη μέρα. Δηλαδή γράφονται, διαβάζονται πιθανότατα μια φορά, και δημοσιεύονται.
Εσείς πώς δουλεύετε τώρα τα κείμενά σας; Μέχρι και σήμερα, σπάνια γράφω κάτι που δημοσιεύεται την ίδια μέρα. Στο Expert Witness, τη στήλη μου στο Noisey, γράφω τα κείμενα, κάνω κάτι άλλο και μετά τα ξαναδιαβάζω τρεις-τέσσερις φορές τουλάχιστον. Και κάθε φορά κάνω αλλαγές. Το θέμα είναι να γράφεις ξανά, ξανά, ξανά. Όταν το κείμενο είναι έτοιμο το δείχνω στη σύζυγό μου, την Carola Dibbell, που είναι η διορθώτριά μου -δε διορθώνει τα κείμενά μου η αρχισυνταξία του Noisey. Ύστερα το τυπώνω και το ξανακοιτάω. Ειδικά εκεί είναι που αλλάζω πράγματα. Μετά η σύζυγός μου βλέπει πράγματα που μου έχουν ξεφύγει. Aυτή η διαδικασία της διόρθωσης αλλά και η συνειδητοποίηση ποιο είναι το αναγνωστικό κοινό του Noisey, είναι που δίνει στο κείμενο αυτή την “extranality” που ανέφερα παραπάνω. Όταν φαντάζομαι άλλους ανθρώπους να το διαβάζουν, το κατανοώ αλλιώς και τώρα αυτό συμβαίνει με έναν διαφορετικό τρόπο από παλιότερα. Ξαφνικά, αλλάζει η οπτική σε ό,τι έχω γράψει. Ξέρω για παράδειγμα, ότι ο αρχισυντάκτης μου στο Noisey δεν έχει αρκετό χρόνο για να διορθώνει πραγματικά τα κείμενα κι, αντίστοιχα, είμαι πολύ επικριτικός σε κάποιες γενικεύσεις που βλέπω στο Pitchfork. Πρόκειται για μια αγορά που πάντα υπάρχει βιασύνη από ανθρώπους που περιμένουν να πάρουν τη θέση σου και η μουσικογραφία είναι κάτι που απαιτεί πολλή εμπειρία.
Με όλα αυτά, τι θα συμβουλεύατε έναν νέο μουσικό δημοσιογράφο; Να αντισταθεί σε όλες αυτές τις μαλακίες. Αυτή είναι η συμβουλή μου. Αν υπάρχει η δυνατότητα να αφήσεις κάποιον που εκτιμάς και που είναι καλός με τις λέξεις -καλός επιμελητής, γιατί αυτό είναι κάτι άλλο από το καλός γραφιάς- άσε τον να το δει. Δώσε χρόνο στον εαυτό σου, μην γράφεις απλά και μετά δημοσιεύεις. Γράψε κάτι και μετά ξανακοίτα το σε διαφορετική εγκεφαλική κατάσταση. Είσαι διαφορετικό άτομο όταν ξυπνάς το πρωί κι άλλο το βράδυ που πέφτεις για ύπνο. Αν και πιστεύω πως δεν πρόκειται για πραγματικά πρακτικές συμβουλές λόγω του οικονομικού παράγοντα και του τρόπου που γίνεται αντιληπτή η διαδικτυακή δημοσιογραφία. Κάτι πιο πρακτικό είναι το εξής: διάβασε. Κυρίως ανθρώπους μεγαλύτερους. Κριτικούς που γράφουν για πράγματα που σε ενδιαφέρουν. Αν θες να γίνεις κριτικός, πρέπει να διαβάζεις κριτική. Θα μάθεις σίγουρα κάτι, γίνεται αυτόματα. Αλλά θέλει το χρόνο του. Και φυσικά, διάβασε βιβλία.
«Δεν θα ήμουν κριτικός αν δε θεωρούσα ότι το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνομαι έχει πολιτική και ηθική σημασία. Είμαι πολύ πεισματάρης και θέλω να “πετάω” πράγματα στη μούρη των ανθρώπων είτε θέλουν να τα διαβάσουν είτε όχι»
Όπως μπορεί κανείς να δει στο Is It Still Good To Ya?, μπορείτε να γράψετε πολύ εντυπωσιακά σε μεγάλη φόρμα. Ωστόσο, έχετε χτίσει τη φήμη σας μέσα από τις σύντομες δισκοκριτικές σας. Ναι, οι σύντομες δισκοκριτικές είναι που έκαναν το Consumer Guide το “brand” μου. Είναι μια συγκεκριμένη διαδικασία. Δεν γράφω ποτέ το κείμενο αν δεν έχω ακούσει έναν δίσκο τουλάχιστον πέντε φορές. Επίσης, στο Consumer Guide παλαιότερα αναγκαστικά η γραφή έπρεπε να είναι πιο συμπυκνωμένη. Έγραφα για ένα συγκεκριμένο πυρήνα αναγνωστών που διέθεταν παρόμοιο υπόβαθρο με εμένα. Στο Noisey δεν μπορώ να έχω ακριβώς τις ίδιες αξιώσεις. Επευφημώντας για παράδειγμα την Amy Rigby -που θεωρώ ότι υπήρξε για μια δεκαετία πιθανότατα h καλύτερη τραγουδοποιός της Αμερικής- ξέρω ότι οι αναγνώστες θα πουν: «Ποιά Amy; Για ποιά διάολο μιλάς;». Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι έπρεπε να γίνω πιο επεξηγηματικός. Όταν γράφω για αφρικάνικη μουσική δεν μπορώ να θεωρώ δεδομένο ότι οι αναγνώστες ξέρουν που είναι η Μποτσουάνα, ας πούμε.
Δουλεύετε διαφορετικά τα κείμενα σε μεγάλη φόρμα; Σε γενικές γραμμές, μια μικρή δισκοκριτική γίνεται σε αυτό που αποκαλώ «μια συνεδρία». Το να γράψω ένα μεγαλύτερο δοκίμιο παίρνει τουλάχιστον δύο-τρεις μέρες, ακριβώς επειδή υπάρχει μεγαλύτερος χώρος ο δημοσιογράφος πρέπει να σκέφτεται αυτό που αποκαλούμε “lede” (σ.σ. ο επεξηγηματικός υπότιτλος σε ένα άρθρο) και κάνει δύο σημαντικές δουλειές: πρώτον, προσελκύει τον αναγνώστη και δεύτερον, δηλώνει τη θέση του κειμένου δίνοντας λίγη πληροφορία. Το “lede” πρέπει να «πιάνει» τον άλλο γιατί σε ένα μεγάλο κείμενο μπορεί να ζητάς από εκείνον να ξοδέψει μέχρι και πενήντα λεπτά από τη ζωή του μαζί σου. Για παράδειγμα, το κείμενο για το Woodstock ’94 -νομίζω ένα από τα καλύτερα πράγματα σε αυτό το βιβλίο- μου πήρε πέντε-έξι μέρες. Ένα μεγάλο κείμενο κριτικής όμως –όπως αυτό για τον Eminem στο βιβλίο– χρειάστηκε σχεδόν ένα μήνα. Πληρώθηκα καλά, μου έδωσαν τρελά λεφτά για αυτό το κείμενο. Όταν πληρώνομαι καλά για κάτι, θα δουλέψω σκληρά. Μετά υπάρχουν και οι στιγμές που κολλάς. Στο κείμενο για τον Louis Armstrong υπάρχει μια παράγραφος 150 λέξεων που αναφέρομαι στη διαφορά μεταξύ υψηλής και ποπ κουλτούρας και μου πήρε ένα εικοσιτετράωρο. Είμαι πολύ χαρούμενος όμως με αυτήν την παράγραφο.
«Αν θες να γίνεις κριτικός, πρέπει να διαβάζεις κριτική. Θα μάθεις σίγουρα κάτι, γίνεται αυτόματα. Αλλά θέλει το χρόνο του. Και φυσικά, διάβασε βιβλία»
Αναφέρετε στο βιβλίο πως το The Carter II του Lil’ Wayne ήταν η κριτική που σας δυσκόλεψε περισσότερο να τη γράψετε… Ναι, ήταν ένα πολύ δύσκολο κομμάτι. Κυλάει πολύ καλά, αλλά ήταν δύσκολο να γραφτεί ακόμη κι αν φαίνεται σαν να βγήκε αβίαστα. Και γι’ αυτό είναι καλή. Και στην εισαγωγή του βιβλίου που αφορά κι αυτό το δίσκο αναφέρομαι σε έντονα συναισθηματικά πράγματα όπως ο θάνατος του πατέρα μου που ήρθε όταν είχε βγει ο δίσκος κι από την άλλη αυτός ο τύπος μίλαγε για θανάτους…
Ύστερα από πενήντα χρόνια κριτικής, πιάνετε ποτέ τον εαυτό σας να δυσκολεύεστε με κάποιους δίσκους; Συμβαίνει. Δεν έχει να κάνει με τη σχέση μου με τη μουσική, αλλά με το μυαλό μου που δεν μπορεί να είναι τόσο γρήγορο όσο ήταν πριν πενήντα χρόνια. Συμβαίνει σε όλους, αλλά όταν γράφεις δεν έχει πλάκα. Θα έλεγα ότι το Google με βοηθάει πολύ.
Αν έπρεπε να επιλέξετε ένα κείμενό σας που σας έκανε περισσότερο περήφανο -τουλάχιστον όταν το γράψατε- ποιό είναι το πρώτο που σας έρχεται στο μυαλό; Είναι δύσκολο να απαντήσω, αλλά σίγουρα η εισαγωγή με τον Lil’ Wayne είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω γράψει. Αλλά για προσωπικούς και συναισθηματικούς λόγους, το να καταφέρω να βάλω όλα αυτά τα πράγματα εκεί μέσα. Οι άνθρωποι νομίζουν πως είμαι ένας σοφός τύπος που κάνει αστεία…Πιστεύω στο χιούμορ αλλά είμαι και πολύ συναισθηματικός. Χαίρομαι που υπάρχει αρκετή «καρδιά» στο γράψιμό μου. Δεν θα ήμουν κριτικός αν δεν θεωρούσα ότι το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνομαι έχει πολιτική και ηθική σημασία. Είμαι πολύ πεισματάρης και θέλω να «πετάω» πράγματα στη μούρη των ανθρώπων είτε θέλουν να τα διαβάσουν είτε όχι. Είμαι ηθικολόγος και δε ντρέπομαι γι’ αυτό. Το να ηθικολογείς πολύ δεν είναι αποτελεσματικό, αλλά να μην το κάνεις καθόλου; Αυτό είναι χειρότερο. Και νομίζω πως οι περισσότεροι από τους μισούς μουσικοκριτικούς δεν ηθικολογούν, γιατί νομίζουν πως είναι γλοιώδες.
«Στην πραγματικότητα, όταν δεν γράφεις μυθοπλασία, το ύφος μετράει από ελάχιστα έως καθόλου. Το περιεχόμενο δικαιολογεί την προσπάθεια που καταβάλλεις στην ίδια τη γραφή»
Μιας και αναφέρατε την πολιτική, θεωρείτε ότι υπάρχει ελπίδα; Πρόκειται για μια απαίσια εποχή, τη χειρότερη όσο ζω εγώ και σίγουρα όσο ζεις κι εσύ. Ο φασισμός έχει επιστρέψει, θριαμβεύει κι έχει δύναμη.
Πώς βλέπετε να το διαχειρίζονται αυτό οι Αμερικανοί μουσικοί; Αυτό που συμβαίνει είναι ότι πολλές νέες μπάντες βγήκαν επί προεδρίας Ομπάμα. Γενικά σε αυτή τη χώρα υπάρχουν μερικά ζητήματα που τα θεωρούμε δεδομένα. Και πιστεύω πως πολλοί νέοι μουσικοί δεν έχουν βρει τον τρόπο να το αντιμετωπίσουν αυτό, μοιάζουν σαν να είναι εξαντλημένοι. Αυτό κάνει τη μουσική τους κάπως επουσιώδη, θα γινόταν ευχάριστη σε πιο ήρεμους καιρούς. Αυτό συνεπάγεται να ασχολούμαι πολύ με καλλιτέχνες που αντιστέκονται στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι σαραντάρηδες. Ο καλύτερος πολιτικός δίσκος φέτος έως τώρα είναι το What A Time To Be Alive των Superchunk, μια μπάντα που στα 90s του Κλίντον φαντασιωνόταν την ανευθυνότητά της. Αλλά τώρα μεγάλωσε.
Στην εισαγωγή του βιβλίου λέτε πώς έχει για σας αυτοβιογραφική αίσθηση. Έχετε ωστόσο κυκλοφορήσει ήδη την αυτοβιογραφία σας, Going Into The City. Πόσο διαφορετικός είναι ο καθένας από αυτούς τους αυτοβιογραφικούς Christgau; Το Going Into The City καταπιάνεται με τα πικ της ζωής μου. Δεν ασχολείται πραγματικά με τη θνητότητα. Το Is It Still Good To Ya? έχει να κάνει με τη θνητότητα ακόμη και κοιτώντας πίσω σε παλαιότερους καλλιτέχνες.
«Δεν γράφω ποτέ το κείμενο αν δεν έχω ακούσει έναν δίσκο τουλάχιστον πέντε φορές»
Για νεότερους καλλιτέχνες σκέφτεστε να γράψετε αντίστοιχα μεγάλα κείμενα; Ναι, αλλά δεν έχει υπάρξει η δυνατότητα να γράψω σε βάθος για αυτούς. Γιατί γράφω για λεφτά. Μου αρέσουν ας πούμε πολύ οι Parquet Courts και οι Coathangers. Οι Parquet Courts ίσως είναι η καλύτερη μπάντα στην Αμερική τώρα. Και πιθανότατα δεν θα γράψω ποτέ κάτι εκτενέστερο γι’ αυτούς, εκτός κι αν βρεθεί κάποιος τρελός εκατομμυριούχος και με πληρώσει για να γράψω και να δημοσιευτεί. Γιατί πέρα από τα χρήματα, θέλω να διαβάζονται αυτά που γράφω.
Λέτε πως η δουλειά σας «δεν είναι ένας τρόπος για να αλλάξει ο κόσμος, αλλά για να ζεις μέσα στον κόσμο ξεφεύγοντας καμιά φορά από αυτόν». Όπως επίσης, ότι χωρίς κάποιους ανθρώπους στη ζωή σας η πορεία σας δεν θα ήταν αυτή που είναι… Αυτό που θεωρώ το σημαντικότερο στη ζωή μου είναι η σύζυγός μου. Και τώρα που το σκέφτομαι ίσως το καλύτερο πράγμα που έχω γράψει να είναι το κείμενο The Road Taken και αναφέρεται σε αυτό το συναίσθημα. Μερικές φορές σκέφτομαι πως λέω συχνά στους ανθρώπους «παντρευτείτε, είναι υπέροχο» και μετά σκέφτομαι ότι το λέω γιατί έτυχε να βρω αυτόν τον έναν άνθρωπο.
Πόσο συχνά η αληθινή ζωή τροφοδοτεί την καριέρα σας κι αντίστροφα; Η απάντηση για οποιονδήποτε κριτικό είναι «πάντα». Φυσικά και τα δύο αλληλοτροφοδοτούνται. Αυτό δεν ισχύει βέβαια για όλους τους κριτικούς. Πάντως συμβαίνει οργανικά για τους περισσότερους καλούς συγγραφείς.
Δανείζεστε στο τέλος του προλόγου από τον Van Morrison τη φράση “it’s too late to stop now”. Σε όλη αυτή την πορεία τι θα κρατάγατε και τι θα αφήνατε πίσω; Στην επαγγελματική μου ζωή νομίζω πως δεν θα μπορούσα να έχω ζητήσει κάτι καλύτερο. Κατά τ’ άλλα σίγουρα έχω υπάρξει σκληρός με ανθρώπους γιατί πάντα λέω αυτό που μου έρχεται στο μυαλό, αλλά έχω υπάρξει έντιμος. Είμαι πολύ τυχερός πάντως για αυτά που έχω κάνει και που είχα την ευκαιρία να τα κάνω, ποτέ δεν υποτίμησα τις καλές συγκυρίες. Δεν πιστεύω πως πλέον για ανθρώπους στην ηλικία σου είναι το ίδιο εύκολο. Τι άλλο μπορώ να πω, είμαι 76, μπορώ ακόμη να γράφω και ελπίζω όταν είμαι 86 να μπορώ ακόμη να γράφω καλά και η σύζυγός μου, η οποία τώρα είναι άρρωστη, να είναι μαζί μου. Γιατί δεν νομίζω πως αλλιώς θα μπορώ να απολαμβάνω τη ζωή το ίδιο.