Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα έργα του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ δεν είναι για διασκέδαση, ούτε για εύκολη θέαση. Τα έργα του αγγίζουν, με ρυθμό ασθματικό, όπως η αναπνοή του η κουρασμένη από την πνευμονοπάθεια, ό,τι πιο νοσηρό κρύβεται καλά στις οικογενειακές, τις δημόσιες, τις κοινωνικές συμπεριφορές και σχέσεις.
«Ρίτερ, Ντένε, Φος» είναι το έργο που ξανάρχεται στις αθηναϊκές σκηνές, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης συγκεκριμένα, σε σκηνοθεσία της πολύ καλής ηθοποιού Μαρίας Πρωτόπαπα. Ενα έργο που παρουσίασε πρώτα ο Λευτέρης Βογιατζής το 1991 στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, έχοντας δίπλα του τη Λυδία Κονιόρδου και την Ολια Λαζαρίδου, και μερικά χρόνια αργότερα, το 2012, ο Δημήτρης Καταλειφός, με τη Ράνια Οικονομίδου και την Αννα Κοκκίνου στους ρόλους των δύο αδελφών. Τα ονόματα του έργου είναι δάνεια από τα ονόματα τριών σημαντικών Αυστριακών ηθοποιών, που πρωταγωνίστησαν στην πρώτη παράσταση του έργου: της Ιλζε Ρίτερ, της Κρίστεν Ντένε και του Γκερτ Φος, στοιχεία από τους χαρακτήρες των οποίων δανείζεται ο συγγραφέας, όπως και από την οικογένεια του φιλόσοφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Στην ιστορία της κειμενικής παρουσίας του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελλάδα θα ήταν άδικο να μην θυμηθούμε τον μεταφραστή Αλέξανδρο Ισαρη, που πρώτος μετέφρασε έργο του Αυστριακού συγγραφέα στα ελληνικά (το 1988) και αργότερα τον μεταφραστή Βασίλη Τομανά και την εκδότρια του «Εξάντα» Μάγδα Κοτζιά, που μας γνώρισαν αρκετά από τα έργα του.
Τρία αδέλφια λοιπόν επί σκηνής, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι. Τρεις ενήλικοι άνθρωποι, που ποτέ δεν μεγάλωσαν, που ποτέ δεν έφυγαν από την οικογενειακή σκέπη. Τα κορίτσια περιμένουν στο σπίτι τον αδελφό, που μόλις βγήκε από το ψυχιατρείο, κι ετοιμάζουν το οικογενειακό τραπέζι. Η μεγάλη, η Ντένε (Στεφανία Γουλιώτη) έχει μεγάλο άγχος, στα πρόθυρα της υστερίας. Και μεγάλο ψυχαναγκασμό έχει. Οι σκηνές που στρώνει το τραπέζι, μεριμνώντας και πασχίζοντας για την απόλυτη γεωμετρία στην τοποθέτηση του σερβίτσιου, είναι απολαυστικές. Η μικρή αδελφή, η Ρίτερ, (Λουκία Μιχαλοπούλου) την παρακολουθεί με αδιαφορία και ειρωνεία, διαβάζοντας εφημερίδες και καπνίζοντας. Κάποιες στιγμές, όταν δεν την βλέπει η αδελφή της, κάνει και τις ζαβολιές της και αλλάζει την με κόπο διαμορφωμένη τάξη των πραγμάτων πάνω στο τραπέζι. Μοιάζει να προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από κάτι πνιγηρό, το οποίο γνωρίζει πολύ καλά. Την ίδια στιγμή οι ζαβολιές της μοιάζουν να είναι και μέρος μιας γνωστής ρουτίνας. Το σκηνικό, μεταλλικό, ψυχρό, αποστειρωμένο λες, αλλά λειτουργικό και δηλωτικό, οπωσδήποτε, της απόλυτης απουσίας οποιασδήποτε ζεστασιάς και τρυφερότητας (σκηνικά Σάκης Μπιρμπίλης). Φόντο, στο πίσω μέρος της σκηνής, είναι ένας τεράστιος «τοίχος» με αριθμούς, από αυτούς που ήταν χαραγμένοι στα χέρια όσων βρέθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ναζιστικού καθεστώτος -το νοσηρό και φρικιαστικό περιβάλλον των ιστοριών του Μπέρνχαρντ πάντα παραπέμπει σ’ εκείνη τη νοσηρή και φρικιαστική περίοδο της ιστορίας του 20ού αιώνα και τον ρόλο που έπαιξε η χώρα του τότε.
Οι πολεμικές σχέσεις των μελών μιας οικογένειας κυριαρχούν και σ’ αυτή την παράσταση. Ετσι κι αλλιώς «η λέξη που χαρακτηρίζει τον Μπέρνχαρντ είναι η λέξη πολεμική. Οι κεντρικές μορφές των πεζογραφημάτων και των θεατρικών του έργων είναι άνθρωποι –συνήθως μεγαλομανείς διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή επιστήμονες– οι οποίοι σε συνθήκες απόλυτης μόνωσης εκτοξεύουν, υπό μορφή εμμονικού μονολόγου, τις απόψεις τους για τον κόσμο», όπως σημειώνει ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός. Η αντιδικία, η διαρκής ένταση, η αλληλοϋπονόμευση, οι προσβολές, η ακύρωση, κυριαρχούν. Και πριν και μετά την εμφάνιση του Φος (Αργύρης Ξάφης). Μέρος ενός διαρκούς παιχνιδιού όλες οι αντιδράσεις, μέρος μιας καθήλωσης κι ενός εγκλωβισμού. Μια πνιγηρή οικογενειακή ατμόσφαιρα είναι μπροστά μας, με μόνο όπλο τις λέξεις του καθενός, που κόβουν σαν καλοακονισμένα σπαθιά και διασταυρώνονται διαρκώς, με πάθος και δύναμη. Αυτόν τον ρυθμό έδωσε η Μαρία Πρωτόπαπα, αυτήν απέδωσαν έξοχα οι τρεις ηθοποιοί. Κι ίσως η πιο εντυπωσιακή στιγμή της βαθιάς ανάγνωσης του έργου ήταν εκείνη η «παρουσία» των γονιών με άδειες τις κορνίζες των πορτρέτων τους -ο καθένας μπορεί να βάλει εκεί όποια φωτογραφία θέλει-, μέχρι που αυτές οι κορνίζες απέκτησαν περιεχόμενο: μερικούς από τους αριθμούς των εγκλείστων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ηθοποιοί είναι οι δύο αδελφές, αλλά «επειδή ο αδελφός μας το μισούσε βγήκαμε στο θέατρο». Γιατί μαζί με το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον, πρωταγωνιστεί σ’ αυτή την παράσταση και η νοσηρή πλευρά της τέχνης (ή μάλλον των καλλιτεχνών). Με τον αδυσώπητο, μακροπερίοδο λογο του Μπέρνχαρντ. «Εποχή της αντιτέχνης, εποχή του ερασιτεχνισμού» ακούγεται κάποια στιγμή από τον καταγγελτικό, παράφρονα, οργισμένο και σοφό Φος. Και εποχή της άνοιας, αφού «ζούμε αδιάκοπα για να γλιτώσουμε από την πλήξη, και πεθαίνουμε από την πλήξη», όπως ακούγεται σε άλλο σημείο.
Σύνθετο και πολυεπίπεδο έργο, όπως όλα του Τόμας Μπέρνχαρντ. Με μια οικογενειακή ιστορία, σε πρώτο επίπεδο, όπως τα περισσότερα. Και με πολλά, πολλά στρώματα, με αδιάκοπα σχόλια. Δεν είναι εύκολος συγγραφέας ο Τόμας Μπέρνχαρντ, αλλά πλέον, έχοντας δει αρκετά από τα έργα του τα τελευταία χρόνια στις ελληνικές σκηνές θα μπορούσα να πω ότι γοητεύομαι από αυτή την περιπλοκότητα, από τις πολλές όψεις των χαρακτήρων και των κειμένων του, από την ελευθερία των πολλαπλών αναγνώσεων που σου επιτρέπει τελικά.
Η παράσταση της Μαρίας Πρωτόπαπα έχει ρυθμό και χιούμορ, έχει την πλήρη ανάδειξη του μπερνχαρτντικού σύμπαντος, έχει την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, τα φώτα και τα σκηνικά του Σάκη Μπιρμπίλη, τη μουσική του Λόλεκ -παρούσα και ταιριαστή- και έχει, αναμφίβολα, τρεις από τις καλύτερες ερμηνείες της φετινής σεζόν, που σχεδόν τώρα ξεκίνησε. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, μεστή, γήινη, ακροβατεί με αυτοπεποίθηση στις κωμικές αλλά και στις σατανικές της πλευρές, αποδίδει έξοχα τον σκανταλιάρικο κυνισμό που δυναμιτίζει τις καταστάσεις. Η Στεφανία Γουλιώτη είναι η μεγάλη, η υπερπροστατευτική, που κρύβει όμως καταπιεσμένες επιθυμίες, οι οποίες γίνονται χολή και απελπισία πολύ γρήγορα. Εκείνος ο υστερικός, ο χωρίς ανάσα λόγος της στην αρχή (από τον οποίο χάνονταν αρκετές λέξεις του κειμένου είναι αλήθεια -αλλά μήπως καταλαβαίνουμε πάντα τι λέει κάποιος που βρίσκεται σε υστερία;), είναι οπωσδήποτε δύσκολο επίτευγμα, που πάτησε απολαυστικά στην κωμική πλευρά της υστερικής συμπεριφοράς. Και ο Αργύρης Ξάφης, ένας αγνώριστος Αργύρης Ξάφης, είναι ο ψυχικά άρρωστος, αλλά και ο δυνάστης, όχι μόνο λόγω της ασθένειάς του αλλά και λόγω του εκρηκτικού, κακομαθημένου και βίαιου χαρακτήρα του· την ίδια στιγμή είναι βυθισμένος στη μοναξιά της αλήθειας που κανείς δεν θέλει ν’ ακούσει (μόνο σαν αφορισμούς και παραληρηματικό λόγο ενός αρρώστου τις δέχονται οι υπόλοιποι) και υπομένουν τις ακρότητες, σκύβουν το κεφάλι, σιωπούν. Μια παράσταση με ισχυρό δέλεαρ και δώρο τις τρεις καθηλωτικές ερμηνείες κατ’ αρχήν. Και όσα αγγίζει ο Μπέρνχαρντ, οπωσδήποτε.