Σάββατο 10 Ιουνίου. Ώρα 17:39. Πλατεία Νερού. Οι πρώτες live νότες ακούγονται θαμπά από μακριά ενώ μπαίνω στον χώρο για μία φεστιβαλική ημέρα (και νύχτα) αφιερωμένη στα «καθ’ ημάς», δηλαδή την άτυπη «ελληνική ημέρα του Release» και φέτος όπως και πέρυσι, αυτή την φορά με Holy Monitor και The Big Nose Attack στις επάλξεις προθέρμανσης για το «βαρύ πυροβολικό» των Last Drive, Διάφανων Κρίνων και Γιάννη Αγγελάκα.
Με τον ήλιο να καίει αισθητά, αλλά κάπως να εξισορροπείται από το δροσερό αεράκι, οι Holy Monitor ανεβαίνουν στην σκηνή, με τον κόσμο να είναι ακόμη λίγος και με τον περισσότερο από αυτόν να κάθεται οκλαδόν υπό την σκιά της κονσόλας περίπου στην μέση του χώρου. Με το πρώτο ομώνυμο LP τους και τις νεο-ψυχεδελικές τους κιθάρες άνοιξαν την βραδιά παίζοντας περίπου για μισή ώρα για να δώσουν την σκυτάλη στo bluesy garage rock των Big Nose Attack. Και αυτοί έμειναν επί σκηνής για περίπου μισή ώρα ανεβάζοντας λίγο την ένταση.
Με νωπές τις μνήμες από την πρόσφατη σαρωτική εμφάνιση των Last Drive στο Gagarin 205, πλησιάζω τη σκηνή σιγά σιγά στο μισάωρο που μεσολαβεί από τους Big Nose Attack μέχρι τους πρώτους «μεγάλους» του line up, αποφασισμένη να τρυπώσω κι αυτή την φορά στο mosh pit. Ο κόσμος έχει αυξηθεί αισθητά και αυξάνεται καθ’ όλη την διάρκεια του set των Drive, οι οποίοι μας καλησπερίζουν με το “Final Kick” για να συνεχίσουν για μία ώρα με τέρμα τα γκάζια και παίζοντας και τρία καινούργια κομμάτια (“Snake Charmer”, “Always The Sun” και “White Chuckles”, το οποίο ο Aλέξης Καλοφωλιάς αφιερώνει ένεκα της ημέρας «σε όσους αντιστάθηκαν στον φασισμό με τα λόγια τις πράξεις και το σώμα τους») από τον επερχόμενο δίσκο τους που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο.
Η εμφάνισή τους συνεχίστηκε με όλα εκείνα τα κομμάτια που ήθελαν να ακούσουν οι fans (με εξαίρεση το “Devil May Care” που έλειψε) και με αποκορύφωμα το κλείσιμο με “Bad Roads” και “Gone Gone Gone” back to back. Δεν κατάφερα όμως ποτέ να μπω στο mosh pit γιατί πολύ απλά δεν υπήρξε, καθώς ο κόσμος ήταν αρκετά χλιαρός για τα vibes που έρχονταν από την σκηνή. Ίσως να έφταιξε ο ήλιος…
Μετά από 25 λεπτά, στις 21:00 ακριβώς, ανεβαίνουν στην σκηνή τα «αναγεννημένα» Διάφανα Κρίνα, στην πρώτη τους μεγάλη open air εμφάνιση χωρίς τον Θάνο Ανεστόπουλο. Ο Παναγιώτης Μπερλής πέρα από τα πλήκτρα, κρατά και το τιμόνι των φωνητικών, σε ένα τίμιο επίπεδο αλλά, οπωσδήποτε λείπει η υποβλητική θλιμμένη γοητεία του Ανεστόπουλου.
Εκτός από τα κλασικά κομμάτια του καταλόγου τους ακούστηκαν και τρία καινούργια τραγούδια: «Δεν Θα Πω Που Πηγαίνω», «Μανιφέστο» και «Ένας Σωρός Λευκά Φτερά», με το τελευταίο να κλείνει και την 90λεπτη εμφάνισή τους που ο κόσμος φαίνεται εν μέρει να αγκάλιασε με θετικό πρόσημο και εν μέρει να παρακολούθησε με σχετική συγκατάβαση.
Δέκα λεπτά νωρίτερα από το προκαθορισμένο, δηλαδή στις 22:50, στην σκηνή ανεβαίνει ο Γιάννης Αγγελάκας για να «βάλει φωτιά» στην Πλατεία Νερού με τους 100°C. Κάποιος που έχει δει τον Αγγελάκα ξανά και ξανά ζωντανά (καλή ώρα) ξέρει ότι δεν είναι ένα live που περιμένεις να δεις ή να ακούσεις κάτι που θα σε εκπλήξει, αλλά ακριβώς αυτό το θετικά αναμενόμενο είναι που επιδιώκεις κάθε φορά. Αρχικά το live κύλησε σε χαλαρά (αλλά όχι άνευρα) επίπεδα. Η πρώτη σπίθα που προμήνυε ό,τι κλιμακωτά θα επακολουθούσε, ήρθε με το «Ακίνδυνο Τραγουδάκι» από Τρύπες και πέρα από το να ηλεκτρίσει τα άκρα μου, μου υπενθύμισε το προσωπικό συναυλιακό απωθημένο που προέρχεται επίσης από το Μέσα Στη Νύχτα των Άλλων, το “Artistz” (και οπωσδήποτε δεν είναι το μόνο).
Μπορεί μετά το πρώτο μισάωρο του live, οπότε και ακολούθησε ένα σερί κομματιών από τον τελευταίο δίσκο του Αγγελάκα και των 100°C, Ήσυχα Τραγούδια για Ανέμελα Λιβάδια να έκανε λίγο «κοιλιά» σε σχέση με το υπόλοιπο σετ, ωστόσο δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκαν κομμάτια όπως «Το Τρένο», «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» (τα παίρνει άραγε; Αιώνιο ερώτημα), «Σιγά Μην Κλάψω» αλλά και το πιο πρόσφατο semi-classic πλέον «Σαράβαλο». Τα παλιότερα κομμάτια υπό…βρασμό 100°C έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να γεννούν σε κάθε εισαγωγή την απορία «Τώρα είναι ή δεν είναι;», προσθέτοντας από την μία την φρέσκια ματιά κι από την άλλη την σχετική απομάκρυνση από το «γνώριμο και αγαπημένο». Οι 100°C μπορεί να μην έχουν τα «ντέρτια» των Αγγελάκας 3, αλλά είναι το «πιο ροκ σχήμα του μετά τις Τρύπες».
Η αλήθεια είναι ότι μόνο περιγραφική σημασία έχουν όλα αυτά γιατί ο Αγγελάκας θα είναι για πάντα ο Αγγελάκας. Είναι η χαρακτηριστική ποιητική του οικονομία που κάνει τις λέξεις από την μία να τσακίζουν κόκκαλα (και κυρίως ψυχές) με την βαρύτητά τους και από την άλλη να «είναι ελαφριές» και απαλλαγμένες από περιττές φανφάρες και να κινούνται με την ίδια ευκολία μεταξύ της κοινωνικής καταγγελίας και της παγίδας των πόθων μας. Είναι «ύμνοι» όπως η «Ταξιδιάρα Ψυχή» που ακούστηκε συνοδεία καπνογόνων στην αρχή του encore (για το οποίο πήγαινα στοίχημα ότι, όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος, ο Αγγελάκας θα άφηνε τον κόσμο να το τραγουδήσει στο μεγαλύτερο μέρος του, πράγμα που έγινε) και που ενώνει την γενιά που έζησε τις Τρύπες σε πραγματικό χρόνο με την γενιά που γεννιόταν όταν μεσουρανούσαν και δειλά δειλά και με την γενιά που γεννιόταν όταν διαλύονταν. Είναι εκείνη η ανατριχίλα (κάθε φορά) στον στίχο «Ακούω την αγάπη και δεν ακούω τις σκέψεις μου» που «τα είπε όλα» χωρίς να πει πολλά. Αλλά, κυρίως, όσον αφορά τη συγκεκριμένη βραδιά, ήταν εκείνη η στιγμή στην αποχαιρετιστήρια «Γιορτή» που έκλεισα τα μάτια τραγουδώντας και σχεδόν βούρκωσα. Και μετά ο Αγγελάκας μας χαιρέτησε λέγοντας «Καλή αντάμωση» και «καλό καλοκαίρι». Γεια σου Γιάννη παλικάρι.