Ώρα 17:50: Έχει χαλάσει το σύστημα της Viva, δεν μπορούν να περαστούν τα barcodes των εισιτηρίων και οι πόρτες δεν έχουν ανοίξει ακόμη. Οι Lip Forensics παίζουν σε άδεια πλατεία νομίζοντας ότι δεν έχει έρθει να τους δει άνθρωπος και παρ’ όλα αυτά τα δίνουν όλα. Οι φίλοι της μπάντας (δηλαδή εμείς) νομίζοντας ότι κάνουν ακόμη sound check, τους στέλνουμε μηνύματα στο κινητό, τύπου «Ρε τελειώνετε, έχουμε λιώσει απ’ έξω», χορεύοντας δίπλα στα βρώμικα. Καμπάνα ο ήχος. Κάπου εκεί συνειδητοποιούμε ότι όλα τα κομμάτια παίζονται ολόκληρα χωρίς διακοπές (άρα δεν μιλάμε για sound check). Ευτυχώς ένας εκ των διοργανωτών ζητάει να μπει ο κόσμος μέσα έστω και χωρίς να περαστούν τα barcodes (άγιος άνθρωπος). Προλαβαίνουμε το τελευταίο κομμάτι και το «Ευχαριστούμε πολύ» του ξεροψημένου Ζήση. Εύχομαι στο επόμενο, headliners.
Ώρα 18:30: Μεγάλη εφεύρεση τα πουφ σε συναυλίες για γριές σαν και μένα. Κάθισα και δεν ξανασηκώθηκα μέχρι να βγει ο Richard Ashcroft. Με γυρνούσαν οι φίλοι δεξιά-αριστερά σαν αρνί στη σούβλα για να μην αρπάξω από τη μία πλευρά μόνο.
Ώρα 18:40: Έχω χαθεί στις μελωδίες των Sworr τους οποίους δεν είχα ακούσει πριν (το ομολογώ). Το πουφ με έχει αγκαλιάσει και μαζί και η επιβλητική φωνή του Robin K. Μη με ενοχλείτε, χάνομαι στις down tempo, trip-hop ατμοσφαιρικές μελωδίες τους. Το αγέρι φυσάει, έχω μείνει να κοιτάζω τον ουρανό σαν να βλέπω ταινία.
Ώρα 19:40: Η Έλενα Χαρμπίλα aka Kid Moxie συνεχίζει στο ίδιο τέμπο. Ατμοσφαιρικοί ηλεκτρονικοί ήχοι, κομμάτια από soundtracks (που έχει συνθέσει η ίδια), ωραίες και αναπάντεχες διασκευές (το “Big in Japan”, ομολογώ ότι δεν το είχα φανταστεί έτσι και τραγουδούσα με πάθος). Κάπου εκεί αντιλαμβάνομαι ότι δεν πρόκειται να σηκωθώ από το πουφ αφού νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μία παραλία με όλη την παρέα μου δίπλα (ξάπλα) και ζούμε το καλύτερο απογευματινό χαλαρωτικό πάρτυ. Αν είδατε κάτι τύπους καταγής να ανεμίζουν τα χέρια τους δεξιά-αριστερά με το ρυθμό, εμείς ήμασταν.
Ώρα 21:10: Έχει βγει ο Rag ‘n’ Bone Man. Εγώ αυτόν τον τύπο δεν τον χωνεύω. Από κάτι δηλώσεις του, που τις πήρε πίσω στη συνέχεια και μετά χάθηκαν, όπως συμβαίνει συνήθως, στην ιντερνετική σύγχυση. Πέρα από αυτό όμως, αφού δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ, βαριέμαι και τη μουσική του. Πάει να πιάσει λίγο γκόσπελ, πάει να πιάσει λίγο μπλουζ, κάπου του φεύγουν, γίνεται χλιαρό το πράγμα, δεν με κρατάει. Δεν το νιώθω. Τρώω όμως κάτι σάντουιτς και πατάτες και περνά η ώρα ευχάριστα. Έχω και το πουφ μου, έχουμε πλέον γίνει ένα.
Ώρα 23:00: Βγαίνει ο THE Man himself. Και ξεκινάει με μια ωραία γροθίτσα. Πάρτε ένα “Sonnet” για αρχή για να έρθετε στα ίσα σας. Έρχομαι. Παρατώ πουφ, παρατώ τα πάντα και τρέχω κοντά στη σκηνή. Ο Richard Ashcroft μας πετάει με τη μία πίσω στα ’90s και μας αφήνει εκεί να σπαρταράμε για τα χρόνια που έφυγαν και δεν θα ξανάρθουν. Τρομερή η μπάντα του, ωραίες εκτελέσεις των κομματιών με διαφορετικά ενορχηστρωτικά στοιχεία και κιθαριστικά σόλο, δυναμικά ξεσπάσματα χωρίς ίχνος υπερβολής και ένα σετ λιστ πραγματικά μαγικό. Δεν νομίζω ότι έφυγε κανείς παραπονεμένος, αφού εκτός από αγαπημένα δικά του όπως το “Song for the Lovers” και το “Break the Night with Colour” (τη στιγμή που ξεπρόβαλε ένα τεράστιο φεγγάρι πίσω από τα δέντρα) τους τίμησε τους The Verve από την αρχή μέχρι το τέλος. “The Drugs Don’t Work”, “Lucky Man” κι ένα καταπληκτικό κλείσιμο της βραδιάς με το “Bitter Sweet Symphony”. Ααααχ, έρμαμουνιάτα. #pantasfestivalreview