Είναι ο μετρ του ασήμαντου γεγονότος που μέσα απ’ τη γραφή ανάγεται σε μείζον, της οξύτατης παρατήρησης και της επιμελούς ψυχογράφησης των χαρακτήρων, της λεπτοδουλεμένης αφήγησης αλλά και ενός γλυκόπικρου -θα έλεγε κανείς- σαρκασμού που αδυνατεί, όμως, να εκτονωθεί ή, ακόμη περισσότερο, να εκτονώσει! Αν και η θεματολογία των διηγημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988) ποικίλει, όλα τους συγκλίνουν στο αφανές, στο έλασσον, στο φαινομενικά ευτελές και το καθημερινό που σταθερά υπονομεύει και καταβάλλει τους ήρωές του.
Πρόκειται για ιστορίες γεμάτες από μικρές και μεγάλες τραγωδίες, λάθη του παρελθόντος που ανά πάσα στιγμή μπορούν να βγουν στην επιφάνεια, με το τέλος συχνά να έρχεται έπειτα από αλλεπάλληλες ανατροπές και κορυφώσεις, κάποτε λυτρωτικό, άλλοτε πάλι αποκαρδιωτικό και καταστροφικό. Πάντως, η πιο σημαντική παράμετρος στα διηγήματά του είναι η αίσθηση του χρόνου: Σε αυτά, η τέταρτη διάσταση είναι σαν να διευρύνεται, να διαστέλλεται απρόσμενα για να «χωρέσει» αντιδράσεις, συμπεριφορές, δράματα, υπόγειες εκρήξεις και καταπιεσμένα συναισθήματα – όλα συμπιεσμένα στο χρονικό ορίζοντα λίγων ημερών, ενός εικοσιτετραώρου ή μιας μόνο στιγμής. Αλίμονο, όμως. Μία στιγμή που εμπεριέχει τα πάντα.
Η φωτογραφική αναπαράσταση του χώρου και η ανάλογη διαύγεια στην απόδοση των συναισθημάτων, πραγματοποιούνται με σημείο αναφοράς μια ασήμαντη όσο και ιδιαίτερη χρονική στιγμή. Αλλά γίνεται ξεχωριστή εκείνη η στιγμή, για έναν και μόνο λόγο: αποκαλύπτει στους ήρωες του Κάρβερ την πλάνη τους, την προσκόλληση σε μία φαινομενικά αναπόδραστη ρουτίνα: την παγίδευσή τους στον ιστό μιας ζωής στερημένης περιεχομένου.
Σε γενικές γραμμές, οι χαρακτήρες του κινούνται κάπου ανάμεσα στα όρια του πόνου και στις παρυφές της θλίψης, αν και δεν είναι μοιρολάτρες ή εμμονικοί της καταστροφής. Άλλωστε, γνωρίζουν καλά πώς έφτασαν ως εδώ, ενώ συχνά ξέρουν και τον τρόπο να δραπετεύσουν -έστω για λίγο- από την απόγνωση: Άνδρες κατεστραμμένοι, γυναίκες απελπισμένες, παιδιά που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή των αδιάφορων γονιών τους, άνδρες που ζουν μαζί με τους γονείς τους λόγω ανεργίας, γείτονες που κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον, ζευγάρια που νιώθουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους όταν αποκαλύπτονται ένοχα μυστικά. Οι ιστορίες του είναι στιγμιότυπα μιας ζωής δύσβατης, γεμάτης κακοτοπιές και μιλούν για άντρες και γυναίκες που ερωτεύτηκαν και μισήθηκαν, για τη βία που καιροφυλαχτεί σε συνθήκες ρουτίνας και ανέχειας, για την λαχτάρα της ανθρώπινης επαφής, για τις πληγές της απιστίας που αδυνατούν να επουλωθούν. Και για το αλκοολικό φιτίλι, το οποίο καίγεται αργά και βασανιστικά, μέσα σε μια καθημερινότητα που τρεκλίζει και παραπαίει.
Σε κάθε περίπτωση, ο Κάρβερ είναι ένας πραγματικά σπουδαίος τεχνίτης στην απόδοση των καθημερινών σχέσεων και συναναστροφών που διαθέτει σε περίσσεια μία εκπληκτική ικανότητα: να αναπαράγει πειστικά τις μεταπτώσεις ή τις παύσεις μιας συνομιλίας. Πάνω απ’ όλα, δίνει τεράστια προσοχή στις στιγμές της σιωπής και σε όλα εκείνα που συντελούνται έξω από τη αφηγηματική δράση, έξω από τους διαλόγους, τα οποία -ωστόσο- προϋποθέτουν και -ως ένα βαθμό- προδιαγράφουν τα όσα εκτυλίσσονται.
Ένα σημαντικό μέρος της γοητείας και της δύναμης που χαρακτηρίζει την πεζογραφία του βρίσκεται ακριβώς στη χρήση του καθημερινού λόγου: μεταφέρει στο χαρτί αυτούσιους τους τρόπους και τους ρυθμούς την ανθρώπινης συνομιλίας. Και ανακαλύπτει τη μουσική που κρύβεται ακόμη και στις αδυναμίες ή στα χάσματά της – μια μουσική του πραγματικού! Με μία θαυμαστή λιτότητα των εκφραστικών μέσων και ένα επίπεδο ύφος χωρίς εξάρσεις, δημιουργεί ιστορίες που δεν αποκαλύπτουν τίποτα ευθέως αλλά ανοίγουν δρόμους πολλαπλής ερμηνείας, με τον αφηγητή να δείχνει ότι παραμένει αδιάφορος απέναντι στα τεκταινόμενα. Και, πράγματι, η συναισθηματική αποστασιοποίηση του Ρέιμοντ Κάρβερ είναι παροιμιώδης: Μέσα από τον υπαινιγμό και την αμφισημία, ο συγγραφέας μιλάει χαμηλόφωνα για την ανθρώπινη κατάσταση αποφεύγοντας προσεκτικά την όποια υπερβολή.
Απ’ την άλλη, η επαναλαμβανόμενη ζωή των ηρώων κυλάει χωρίς εντάσεις ή θυμικά ξεσπάσματα, με τη μίζερη καθημερινότητά τους να γίνεται παθητικά αποδεκτή – δίχως το παραμικρό ίχνος αντίστασης. Ταυτόχρονα, το περίφημο δωρικό ύφος του συγγραφέα, απομακρύνει κάθε ενδεχόμενο μελοδραματισμού. Σε πείθει ότι έτσι έχουν τα πράγματα.σ
Τα διηγήματα που παρουσιάζονται σε αυτόν τον τόμο με τίτλο «Ελέφαντας» είναι τα τελευταία που έγραψε ο Κάρβερ. Κυκλοφόρησαν το 1988 στη Μεγάλη Βρετανία συγκεντρωμένα στη συλλογή “Elephant and other stories” και στην Αμερική ως μέρος της ανθολόγησης “Where I’m calling from”. Ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι με αυτά τα επτά διηγήματα εδραίωνε τη θέση του ανάμεσα στους μεγάλους αμερικανούς διηγηματογράφους, αν και πίστευε πως τα καλύτερα έργα του δεν τα είχε γράψει ακόμη.
Το τελευταίο διήγημα που έγραψε ήταν το «Θέλημα», ίσως το καλύτερο της συλλογής, λίγο πριν μάθει ότι έπασχε από καρκίνο. Όπως φαίνεται και από αυτή τη έκδοση, ο Κάρβερ αποδομεί όσο κανένας άλλος το ίδιο το αμερικάνικο όνειρο και γίνεται ένα αμείλικτος και μεθοδικός ανατόμος της αλλοτρίωσης, του καταναλωτισμού, της απομόνωσης, της αρρωστημένης μοναξιάς, της έλλειψης επικοινωνίας. Αλλά, την ίδια στιγμή, παραμένει ανθρώπινος – ακόμα και μέσα στην απόλυτη παρακμή του ηρώων του, αιχμαλωτίζοντας πάντοτε την ένταση της απόγνωσής τους με τις πιο αδρές γραμμές. Και, βέβαια, εκείνοι το μόνο που κάνουν -τελικά- είναι να ματαιοπονούν και να αναμένουν στωικά το αναπόδραστο τέλος. Η καταδίκη γίνεται, πλέον, μια μόνιμη συνθήκη και η ελπίδα, μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται – μαζί με την υπόνοια κάποιας ουσιαστικής διεξόδου. Στον κόσμο του Ρέιμοντ Κάρβερ ένα είναι απολύτως βέβαιο: είναι μικρές οι χαραμάδες της αισιοδοξίας…
Ρέιμοντ Κάρβερ
«Ελέφαντας»
Μετάφραση-επίμετρο: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 154
Βαγγέλης Μπέκας
«Ο γιος μας»
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 432
Στο μικρό ακριτικό χωριό όλα μοιάζουν ειρηνικά, ώσπου ο επτάχρονος γιος του Νίκου εξαφανίζεται κοντά στα σύνορα. Ο Νίκος τον αναζητεί απεγνωσμένα, η γυναίκα του συμπεριφέρεται περίεργα κι ο αδελφός του έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Όμως, όταν μαθεύεται πως στο γειτονικό μουσουλμανικό χωριό, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά των συνόρων, ένας τζιχαντιστής έχει μόλις επιστρέψει από τη Συρία, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα. Οι φήμες οργιάζουν: ατύχημα, φόνος, απαγωγή ή νέο παιδομάζωμα; Ο Νίκος ψάχνει κίνητρα και υπόπτους, ενώ μια παράξενη ομίχλη θολώνει τα μυαλά των ανθρώπων. Μια ομίχλη που θα αποκόψει τους ακρίτες από τον υπόλοιπο κόσμο και τον πολιτισμό, φέρνοντας στην επιφάνεια θαμμένα μυστικά. Ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα μυστηρίου και αγωνίας για την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, ένα βιβλίο με καταιγιστικό ρυθμό, σύνθετη πλοκή και απροσδόκητο τέλος.
Κλαιρ Μάκιντος
«Μετά το τέλος»
Μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 536
Ο Μαξ και η Πιπ, ένα ζευγάρι που πληροί τις προδιαγραφές για μια ευτυχισμένη ζωή. Νέοι, ερωτευμένοι, επαγγελματικά αποκατεστημένοι και συνειδητά δεσμευμένοι. Την ευτυχία τους έρχεται να συμπληρώσει η γέννηση ενός μωρού. Μια ευτυχία, όμως, που διακόπτεται αναπάντεχα, καθώς ο γιος τους ο Ντίλαν αρρωσταίνει με μυελοβλάστωμα. Ακολουθούν εξετάσεις, επεμβάσεις, χημειοθεραπείες. Αλλά, ο Ντίλαν δεν ανακάμπτει. Οι γιατροί προτείνουν να σταματήσουν την επιθετική θεραπεία, αφού δεν θα έχει αποτέλεσμα. Η απόφαση είναι στο χέρι τον γονιών του. Ποια απόφαση, όμως, μπορεί να θεωρηθεί καλύτερη ή πιο σωστή; Να παρατείνουν τη ζωή ενός ανθρώπου που μόνο ταλαιπωρείται και δεν απολαμβάνει τίποτα, ή να επισπεύσουν την αναχώρησή του, η οποία θα είναι ανακουφιστική για εκείνον; Μια ιστορία που διακλαδίζεται σε δύο εκδοχές. Μια ιστορία για τις αποφάσεις ζωής και το βάρος της ευθύνης. Η Κλαιρ Μάκιντος εργάστηκε για δώδεκα χρόνια ως αστυνομικός στη Βρετανία και όταν αποχώρησε επιδόθηκε στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Τα μυθιστορήματά της συνδυάζουν σασπένς, βαθιά ψυχογράφηση των ηρώων και ανατρεπτική πλοκή.
Sebastian Fitzek, Michael Tsokos
«Μαθήματα νεκροψίας»
Μετάφραση: Ευδοξία Μπινοπούλου
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 440
Ο ιατροδικαστής Πάουλ Χέρτσφελντ, ειδικός στα βίαια εγκλήματα, ανακαλύπτει στο κρανίο ενός φρικτά κακοποιημένου πτώματος ένα χαρτάκι με τον τηλεφωνικό αριθμό της κόρης του. Η Χάνα, η δεκαεπτάχρονη κόρη του ιατροδικαστή, έχει πέσει θύμα απαγωγής. Ένα ανελέητο κυνήγι πτωμάτων ξεκινά, καθώς ο πατέρας της ακολουθεί τα στοιχεία που έχει ετοιμάσει για αυτόν ο ψυχοπαθής απαγωγέας της. Το επόμενο πτώμα με στοιχεία βρίσκεται στο μακρινό νησί Χέλγκολαντ.
Το νησί έχει αποκλειστεί εξαιτίας μιας σφοδρής κακοκαιρίας κι έχει εκκενωθεί από τους περισσότερους κατοίκους του. Ανάμεσα στους ελάχιστους ανθρώπους που παραμένουν εκεί είναι μια σχεδιάστρια κόμικς, η Λίντα, η οποία και ανακάλυψε το πτώμα στην ακτή. Μέσα στην απελπισία του και χωρίς να έχει πρόσβαση στα στοιχεία, ο Χέρτσφελντ έχει μόνο μία επιλογή: να πείσει τη Λίντα να κάνει εκείνη τη νεκροψία ακολουθώντας τις οδηγίες του τηλεφωνικά. H Λίντα δεν έχει αγγίξει ποτέ νυστέρι και δεν έχει ιδέα πώς γίνεται μια νεκροψία. Όμως σύντομα θα αντιληφθεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Γιατί η ζωή ενός νεαρού κοριτσιού δεν είναι η μόνη που βρίσκεται σε κίνδυνο…