Τέλη του 1992, ο Quentin Tarantino παίρνει το αεροπλάνο απ’ το Amsterdam, την πόλη-μούσα του τους τελευταίους μήνες, κι επιστρέφει στο Los Angels με μια ντουζίνα σχολικά τετράδια στις αποσκευές του, γεμάτα με ατέλειωτες σειρές από χαοτικά, σχεδόν πέραν αναγνώρισης ορνιθοσκαλίσματα, γεμάτα συντακτικά λάθη, γραμματικές ακροβασίες και αναγραμματισμούς στα όρια της δυσλεξίας. Μερικούς μήνες αργότερα, η σούπα από λέξεις που είχε μαγειρέψει κλεισμένος σ’ ένα στούντιο χωρίς φαξ και τηλέφωνα, αλλά με παράθυρο πάνω από ένα απ’ τα κανάλια του ποταμού Amstel, έχει μπει σε σειρά. Στο εξώφυλλο ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα η αυστηρή σημείωση MAY 1993 FINAL DRAFT και οι 159 σελίδες που ακολουθούσαν, περιείχαν το πόνημα που θα του έφερνε το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου δυο χρόνια μετά.
Στημένο για να γίνει το πρώτο project του ανθρώπου που θα άλλαζε το πρόσωπο του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά για πάντα, το Pulp Fiction είχε ξεκινήσει ως συλλογική προσπάθεια του Tarantino με τον Roger Avary, φίλο και συνεργάτη του στο θρυλικό Video Archives, το βιντεοκλάμπ του Manhattan Beach της California, όπου ο Tarantino είχε αποκτήσει τον κύριο όγκο της κινηματογραφικής του παιδείας. Τιτλοφορημένος στο μαγαζί ως ο βασιλιάς της άχρηστης πληροφορίας, ο Tarantino είχε σκοπό να ανακυκλώσει τα κλασικότερα των μπιμουβιάρικων συστατικών, για να φτιάξει ένα γκανγκστερικό τρίπτυχο. Ένα μικρό, φτηνό κι ευέλικτο, πουτανιάρικο αναμάσημα αστυνομικών κλισέ στο στυλ του Dashiel Hammet ή του Raymond Chandler και της pulp λογοτεχνίας που πρέσβευαν. Κάτι, εν πάση περιπτώσει, αρκετά πιασάρικο για να τον βοηθήσει να τρυπώσει στο χολιγουντιανό κύκλωμα.
Το κομμάτι του Tarantino θα αφορούσε την ιστορία ενός μικροκακοποιού, που αναλαμβάνει να βγάλει τη γυναίκα του αρχιμαφιόζου για ποτό. Ο Avary θα έγραφε για έναν ξοφλημένο μποξέρ, που αντί να πουλήσει τον τελευταίο του αγώνα, πουλάει τον νονό του εγκλήματος της πόλης αλλά μετά καταλήγει να τον σώζει. Ένας τρίτος γραφιάς θα αναλάμβανε την ιστορία δυο εκτελεστών, που πρέπει να ξεκάνουν ένα μικρό ψαράκι. Ο τρίτος γραφιάς δεν βρέθηκε ποτέ, κι έτσι ο Tarantino πήρε κι αυτήν την ιστορία πάνω του, όμως ο θρύλος λέει πως, καθώς την έγραφε στο σπίτι της μάνας του, δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του μια ομάδα αταίριαστων μανιακών εγκληματιών, που του έλεγαν για μια ληστεία διαμαντιών που πήγε απίστευτα στραβά. Το Pulp Fiction θα έπρεπε να περιμένει, μέχρι να δει ο Tarantino, με τη βοήθεια του Avary, τι θα κάνει μ’ αυτή την ομάδα μαυροντυμένων φονιάδων που γάβγιζαν μέσ’ στο κεφάλι του σα λυσσασμένα σκυλιά.
Το Γενάρη του ’92 το Reservoir Dogs κάνει ντεμπούτο στο φεστιβάλ του Sundance κι ο κόσμος παθαίνει αμόκ. Η υπερβίαιη ταινία που γύρισε για λιγότερο από $1.5 εκατομμύριο μπορεί εν τέλει μετά βίας να έβγαλε τα διπλά στα αμερικανικά ταμεία, όμως πήγε καλά στην Ευρώπη, έβαλε τον Tarantino κάτω απ’ τις προστατευτικές φτερούγες του Harvey Keitel, τον έκανε όνομα στο ανεξάρτητο κύκλωμα και βέβαια τον έφερε σε επαφή με την Tri-Star, η οποία του έταξε $900.000 χιλ για να στήσει το Pulp Fiction. Ο κακομούτσουνος ψιλόλιγνος 30άρης τότε σκηνοθέτης, δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να πάρει τα τετράδιά του, να ανακοινώσει στον Roger Avary ότι πάει να γράψει την ταινία τους, να μπει στο αεροπλάνο και να προσγειωθεί στην πρωτεύουσα της νόμιμης μαριχουάνας.
Στο μεταξύ το Reservoir Dogs συνεχίζει να γιγαντώνεται, οι αδερφοί Weinstein έχουν μυρίσει φλέβα χρυσού, έχουν αγοράσει την ταινία για να τη διανείμουν μέσω της Miramax, κι έχοντας ήδη αρχίσει να στήνουν αυτό που θα γινόταν ο ισοπεδωτικότερος μηχανισμός προώθησης ταινιών που έχει γνωρίσει η υφήλιος, καταφέρνουν να χώσουν τον Tarantino στις μεταμεσονύκτιες των Κανών. Το Μάη του ’92 η παρέα ανασυγκροτείται σε ευρωπαϊκό έδαφος. Μετά την προβολή στις Κάνες, ο Tarantino με τον Avary επιστρέφουν στο Amsterdam. Δουλεύουν το σενάριο του Pulp Fiction, κι όταν ο δεύτερος φεύγει για LA, ο Tarantino συνεχίζει να εμπλουτίζει τις ιδέες του συνεργάτη του, να προσθέτει διαλόγους και να κάνει το φινίρισμα των χαρακτήρων. Ή, μάλλον, το αγρίεμα.
Μερικούς μήνες αργότερα ο Tarantino επιστρέφει στην Αμερική και στέλνει τα χειρόγραφά του στην Linda Chen. Δακτυλογράφος και άτυπη σύμβουλος σεναρίων του Robert Towne, γραφιά του Chinatown, αφού η Chen ξεπέρασε το σοκ των «περίπου 9,000 γραμματικών λαθών ανά σελίδα» τα οποία διόρθωνε ενώ ο άλλος προσπαθούσε να βρει τρόπο να ξαναχώσει μέσα γιατί «του άρεσαν», κάλεσε τον Tarantino στο Beverly Hills να μείνει μαζί της, για να δουλέψουν το σενάριο από κοντά. Ο Tarantino, διαβόητος για τις φειδωλές σχέσεις του με την προσωπική υγιεινή, πήγε εκεί με μόνες προμήθειες τα ρούχα που φορούσε και πέρασε μερικές βδομάδες στον καναπέ. Η Chen δούλεψε μαζί του αμισθί, με την προϋπόθεση ο Tarantino να της προσέχει το κατοικίδιο κουνελάκι της, όταν η ίδια θα έλειπε σε γύρισμα. Όταν ήρθε η ώρα, ο εκείνος αρνήθηκε και το κουνέλι πέθανε. Η μνήμη του όμως θα ζει για πάντα: το όνομά του ήταν Honey Bunny.
Το σενάριο του Pulp Fiction δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα να πουληθεί. Όσο θόρυβο κι αν είχε κάνει το Reservoir Dogs στα ανεξάρτητα κυκλώματα, η πρώτη του ταινία παρέμενε πολύ βίαιη για να εξασφαλίσει στον Tarantino την ευελιξία του ασφαλούς παίκτη, και το καινούριο του ήταν ακόμη πιο άγριο. Ο Danny DeVito, ιδιοκτήτης της Jersey Films, τον οποίο ο Tarantino είχε συναντήσει μέσω τρίτου πριν ακόμη τα σκυλιά του αιματοκυλίσουν τις οθόνες, του είχε τάξει να συνεργαστούν στη δεύτερη ταινία του αβλεπί. Ήταν ο πρώτος που πήρε το λεξότουβλο του Pulp Fiction στα χέρια του και όταν έφαγε πόρτα απ’ όλα τα μεγάλα στούντιο, συμπεριλαμβανομένης και της TriStar, στράφηκε στους βασιλιάδες του ανεξάρτητου. Ο Harvey Weinstein το διάβασε στο αεροπλάνο, ταξιδεύοντας προς το εξοχικό του. Μέχρι να ανοίξει τις βαλίτσες του, είχε δώσει εντολή να το αγοράσουν.
Έχοντας περάσει την εταιρεία του στο κονγκλομεράτο της Disney, με το διαβόητο συμβόλαιο που ο θρύλος ήθελε να αναφέρει τη λέξη «αυτονομία» σε κάθε του σελίδα, ο Harvey χρησιμοποίησε το Pulp Fiction ως το πρώτο του τεστ για τη σχέση του με τον τότε επί κεφαλής παραγωγών του Οίκου του Ποντικιού, Jeffrey Katzenberg. Παρ’ ότι δεν του ήταν απαραίτητη, ο Weinstein πήρε την ευλογία του Katzenberg και το σενάριο άρχισε να φτάνει σε ηθοποιούς, με την προειδοποίηση ότι «αν το δείξετε πουθενά αλλού, δυο τύποι απ’ το Jersey (βλ. Jersey Films) θα έρθουν και θα σας σπάσουν τα πόδια».
Στις 12 Μαΐου του 1994, δυο χρόνια μετά την εκρηκτική του αποκάλυψη στις μεταμεσονύκτιες προβολές του φεστιβάλ με το Reservoir Dogs, ο Quentin Tarantino επιστρέφει στις Κάνες για τα παγκόσμια αποκαλυπτήρια της δεύτερης ταινίας του. Το κόκκινο χαλί στρωμένο, οι προβολείς αναμμένοι, ο σκηνοθέτης με το cast του περπατάνε προς τα σκαλιά, ο κόσμος ουρλιάζει. «Bruce! Bruce! Bruce!». Πίσω απ’ τον Bruce Willis, ο John Travolta. «John! John! John!». Μαζί τους, ο Samuel L. Jackson. «Μα ποιος είναι ο μαύρος;». Δεν ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε, θα ήταν όμως η τελευταία. Το Γενάρη του ’95, ο Samuel Jackson θα έβαζε στα credits του την πρώτη και μόνη του ως ώρας οσκαρική υποψηφιότητα, κι η περίπτωσή του θα γινόταν μία μόνο απ’ τις ενδεικτικές του χαρίσματος του Tarantino να εντοπίζει και να αναδεικνύει ερμηνευτικό δυναμικό που ούτε κι οι ίδιοι οι ερμηνευτές του ήξεραν ότι κατείχαν.
Το να πάρει όμως το ρόλο, δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζε. Παρ’ ότι ο Tarantino είχε γράψει το ρόλο με εκείνον στο μυαλό, ο Jackson χρειάστηκε να ισοπεδώσει τον Paul Calderon σε μονομαχία back to back οντισιόν, για να τον εξασφαλίσει οριστικά. Κι αν ο Calderon κατάφερε τουλάχιστον να πάρει έναν μικρότερο, περιφερειακό χαρακτήρα στην ταινία, πιο άτυχος ήταν ο Matt Dillon, τον οποίο ο Tarantino ήθελε τόσο για τον ρόλο του μποξέρ, ώστε να του παραδώσει το σενάριο ιδιοχείρως. Ο Dillon το διάβασε και ζήτησε χρόνο να σκεφτεί. Χρόνος που ήταν αρκετός για να μάθει για το project ο φανατικός του Reservoir Dogs, Bruce Willis. Ο Willis, βέβαια, ήθελε το ρόλο του Vincent Vega. Ρόλο όμως, τον οποίο ο Tarantino είχε αποφασίσει να δώσει στον John Travolta, τον τυχερότερο της παρέας ολόκληρης.
Η συμμετοχή του Travolta ήταν μια μάχη για τον σκηνοθέτη. Ο Harvey Weinstein ήταν αμετακίνητος: «οποιονδήποτε εκτός απ’ τον Travolta», του είχε πει. Έχοντας σκάψει ο ίδιος το λαγούμι του προς τη μαύρη τρύπα που είχε βρεθεί με μια σειρά από εμπορικές μπούρδες που είχαν κορυφωθεί με τα Κοίτα Ποιος Μιλάει, ο Travolta αντιμετωπιζόταν σχεδόν ως τοξικός απ’ τις δημιουργικές δυνάμεις της ανεξάρτητης σκηνής. «Μπορώ να σου φέρω τον Daniel Day Lewis, μπορώ να σου φέρω τον Sean Penn, μπορώ να σού φέρω τον William Hurt, οποιονδήποτε!». Όμως ο Tarantino ήταν εξίσου ακλόνητος. Αν δεν περνούσε το δικό του, ήταν έτοιμος να πάρει την ταινία του και να την πάει αλλού. Διαπραγματευόμενος με τον Harvey στο τηλέφωνο, ο συνεργάτης του στην παραγωγή Mike Simpson άρχισε να μετράει αντίστροφα απ’ το 15. Όταν έφτασε στο 8, άκουσε τον Bob να λέει στον αδερφό «Harvey, πρέπει να το δεχτούμε». «Δε γαμιέται, εντάξει», είπε ο εκείνος.
O Travolta δικαίωσε τον Tarantino, βάζοντας στην ταινία την πιο ανεξίτηλή της υπογραφή. Ετοιμάζοντας το χορευτικό του Vincent Vega με την Mia Wallace, την σύζυγο του αρχιμαφιόζου που θα ερμήνευε η Uma Thurman, ο Tarantino πρότεινε στον Travolta το twist. «Ο μικρός Johnny Travolta είχε κερδίσει διαγωνισμό twist όταν ήταν οκτώ χρονών, οπότε ξέρω κάθε του μικρή στροφή», άρχισε να λέει περιπαικτικά ο Travolta στον σκηνοθέτη του. «Μπορείς όμως να προσθέσεις κι άλλους αλλόκοτους χορούς μέσα, που κάναν πάταγο στις μέρες μου ». Ο Tarantino τον ρώτησε τι εννοεί, ο Travolta άρχισε να του εξηγεί. Έδειξε τα βήματα στη Thurman, και γύρισαν τη σκηνή με μια χειροκίνητα κάμερα στην πίστα και τον Tarantino να τους φωνάζει: «Το Ωτο-Στοπ! Το Γουατούσι! Τον Μπάτμαν! Τώρα ξανά το Ωτο-Στοπ!».
Ο Travolta χάρισε στο Pulp Fiction την εικονικότερή του σκηνή, και πενηνταδύο μέρες μετά το πρώτο action, ο Tarantino είχε τελειώσει τα γυρίσματα. Χωρίς να έχει ιδέα για το τι κράταγε στα χέρια του, παρέδωσε το τελικό του μοντάζ στη Miramax, λέγοντας τους ότι «εντάξει, νομίζω θα πάμε πολύ καλά στα μαύρα κοινά» ελπίζοντας σε ένα νούμερο εισπράξεων κοντά στα $35 εκατομμύρια, «που είναι πολύ καλό, μιας και η ταινία κόστισε μόλις $8 εκατομμύρια». Ο Harvey όμως ήξερε τι έβλεπε, κι ο μηχανισμός των Weinstein πήρε μπροστά. Το σπρώξιμο της ταινίας στις Κάνες ήταν λυσσαλέο. Έκανε μία μόνο δημοσιογραφική προβολή, έβαλε να ρίξουν τις πιο ενθουσιώδεις απ’ τις πρώτες κριτικές κάτω απ’ τις πόρτες των δωματίων της κριτικής επιτροπής πριν καν δουν την ταινία, η επάνοδος του Travolta στην πρώτη γραμμή πήρε διαστάσεις μυθικές, και λίγες μέρες μετά, ο Tarantino ανέβαινε στη σκηνή του μεγαλύτερου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου, για να παραλάβει τον Χρυσό Φοίνικα απ’ τον Clint Eastwood.
Κι ύστερα σιωπή. Η ταινία εξαφανίστηκε μέχρι το Σεπτέμβρη, που έκανε την αμερικάνικη πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, ένα μήνα πριν βγει στη διανομή. Εκεί, η ταινία ξεσήκωσε θύελλα σε όλη την υπόλοιπη αμερικανική κριτική, κι όταν έκανε το ευρύ της άνοιγμα σε όσες περισσότερες αίθουσες μπορούσε να εξασφαλίσει, το Pulp Fiction έφτασε άμεσα στην κορυφή των ταμείων, καθ’ οδόν προς το ρεκόρ της εμπορικότερης ταινίες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανεξάρτητη σκηνή. Όταν ήρθε η ώρα οι ψηφοφόροι της Ακαδημίας να βγάλουν τις υποψηφιότητές τους, το project που είχε ξεκινήσει ως μια προσπάθεια ενός σπασίκλα των βιντεοκλάμπ να χωθεί στο Hollywood, βρέθηκε να διεκδικεί όχι μόνο τον τίτλο της Καλύτερης Ταινίας της χρονιάς, αλλά και άλλες έξι υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων την πρώτη του Tarantino για σκηνοθεσία, και τη δεύτερη του Travolta για Α’ Ανδρικό, 17 ολόκληρα χρόνια μετά την ερμηνεία του ως Tony Manero στο Saturday Night Fever/Πυρετός το Σαββατόβραδο.
Στις 27 Μάρτη του 1995, νωρίς στην τελετή, ο Anthony Hopkins κάλεσε τον Quentin Tarantino και τον συνσεναριογράφο του Roger Avary να παραλάβουν το πρώτο τους Όσκαρ: αυτό του Πρωτότυπου Σεναρίου. Ο Avary ευχαρίστησε τη γυναίκα του κι ο Tarantino υπολόγισε πως «αυτό είναι μάλλον το μόνο βραβείο που θα κερδίσω εδώ απόψε». Η βραδιά ανήκε στον Forrest Gump. Ο Tarantino όμως, είχε κερδίσει ολόκληρα τα ‘90s.
Ο κινηματογράφος ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema (Ιουλιανού 42-46, Πλατεία Βικτωρίας) θα προβάλλει καθημερινά στις 21:30 από 26 Φεβρουαρίου εως 4 Μαρτίου και για 7 μόνο προβολές το αριστούργημα του Ταραντίνο.
Κρατήσεις εισιτηρίων (€ 7.00, Παιδ.-φοιτ./ άνω των 65 & Εκπαιδευτικοί/Ατέλεια €5.00, για ανέργους €3.00, οικογενειακό πακέτο τριών ατόμων €10.00) στο τηλ. 210-8220008.