Ύστερα από γλυκό κι άυλο νυχτέρι,
σ’ ένα πρωί μαγευτικό κι ωραίο,
να τρεμολάμπει ανάφλογο το αστέρι
του πόθου της ζωής μέσα μας, νέο.

Η ψυχή σαν χυμός να πλημμυρίζει
το στήθος μας κι οι πόροι μας ν’ ανοίγουν
προς ό,τι αναπνέει και ψιθυρίζει,
ενώ οι νύχτιοι πόθοι ορμούν να φύγουν.

Η νοσταλγία να κουρταλεί τα φρένα
και να καίει μια ανυπομονησία,
για κάποια τάχα που θα ‘ρθουνε ξένα
πρόσωπα με το τραίνο από επαρχία,

Όπου είχαν χρόνια ζήσει ξεχασμένα
για μας, γι’ αυτά, για όλους, σαν ασβόλη,
και μια μέρα κινούν συντροφεμένα,
να γίνουν πάλι νούμερα στην πόλη.

Να συνηθίσουμε ξανά το βήμα,
που φέρνει το κορμί των μες στη χώρα,
τη σιλουέτα, το ύφος, που με νήμα
μυστικόν αχνοπλέκεται κάθε ώρα.

Ανυπομονησία και για κοπέλες,
που αυγάσαν άλλοτε το λογισμό μας,
και την ενθύμησή μας με κορδέλες
εδέσανε για πάντα –στο χαμό μας…

Και το τραίνο να φτάνει και να μπαίνουν
κάποιες αχνές μορφές, αγρυπνισμένες,
κι άλλες, χλομές κι αγνώριστες, να βγαίνουν
και να ξεχνιούμαστε και μεις, ξένοι στις ξένες…

Και στο σπίτι μας πάλι να γυρνούμε,
χαηλωμένοι, μαύροι τρισθλιμμένοι,
τον ύπνο το χαμένο για να βρούμε
κι ας ήταν να σηκωθούμε πεθαμένοι!