_MG_5374

Μπορίς Βιαν

Φθινόπωρο στο Πεκίνο

Μετάφραση-Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης

Εκδόσεις Νεφέλη, 2014

Απόσπασμα

Ι

«Πόσες μπάλες κανονιών κάνουν σκόνη τη Λιόν;» συνέχισε ο αβάς, ρωτώντας βουστροφηδόν τον αρχαιολόγο που τρύπωνε στη σκηνή πίσω από την Κουίβρ. 

«Έντεκα!» απάντησε ο Αθαναγόρας.

«Ω, να πάρει! Πολλές είναι. Πείτε τρεις.»

«Τρεις» είπε κι ο Αθαναγόρας.

Ο αβάς έπιασε το ροζάριό του κι είπε τρεις προσευχές μονοκοπανιά. Μετά, το ξανάφησε χάμω. Η Κουίβρ κάθισε στο κρεβάτι του Άθα, που κοίταζε κατάπληκτος τον παπά.

«Τι κάνετε στη σκηνή μου;»

«Μόλις έφτασα» εξήγησε ο αβάς. «Παίζετε βρισίδια;» 

«Αχ, τι ωραία!» είπε η Κουίβρ, χτυπώντας παλαμάκια. «Θα παίξουμε βρισίδια!» 

«Εσένα δεν θα ’πρεπε να σου απευθύνω το λόγο» είπε ο αβάς, «γιατί είσαι άσεμνο πλάσμα, αλλά έχεις ένα στήθος κόλαση!» 

«Ευχαριστώ» είπε η Κουίβρ. «Το ξέρω.»

«Ψάχνω τον Κλοντ Λεόν» είπε ο αβάς. «Πρέπει να ’χει φτάσει εδώ και δεκαπέντε μέρες πάνω-κάτω. Εγώ είμαι ο περιφερειακός επιθεωρητής. Θα σας δείξω την κάρτα μου. Υπάρχουν κάμποσοι ερημίτες σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά αρκετά μακριά από δω. Ο Κλοντ Λεόν, αντιθέτως, πρέπει να ’ναι πολύ κοντά.»

«Δεν τον έχω δει» είπε ο Αθαναγόρας.

«Το ελπίζω» είπε ο αβάς. «Κατά τους κανονισμούς, ένας ερημίτης δεν επιτρέπεται ν’ απομακρύνεται από το ερημητήριό του, εκτός αν έχει ρητή άδεια με ειδικό έγγραφο του υπεύθυνου περιφερειακού επιθεωρητή.»

Υποκλίθηκε. 

«Εμένα δηλαδή» είπε. «Ένα, δύο, τρία, πήγα στην κυρία.»

«Τέσσερα, πέντε, έξι, ο κώλος σας να φέξει» συμπλήρωσε η Κουίβρ.

Θυμόταν το Κατηχητικό.

«Ευχαριστώ» είπε ο αβάς. «Έλεγα, λοιπόν, ότι ο Κλοντ Λεόν δεν πρέπει να ’ναι μακριά. Θέλετε να πάμε να τον δούμε μαζί;»

«Ας πάρουμε κάτι πριν φύγουμε» είπε ο Αθαναγόρας. «Κουίβρ, δεν έχεις φάει τίποτα. Δεν κάνει.»

«Δε θα ’λεγα όχι για ένα σάντουιτς» είπε η Κουίβρ. 

«Θα πιείτε ένα κουαντρό, αβά;»

«Δυστυχώς, όχι» είπε ο αβάς. «Μου το απαγορεύει η θρησκεία μου. Όμως, θα μου υπογράψω ένα συχωροχάρτι, αν δεν έχετε αντίρρηση.» 

«Παρακαλώ» είπε ο Αθαναγόρας. «Πάω να βρω τον Ντιπόν. Θέλετε χαρτί και στιλό;»

«Έχω έντυπα» είπε ο αβάς. «Μπλοκ με διπλότυπα. Έτσι, κρατάω αρχείο.»

Ο Αθαναγόρας βγήκε κι έστριψε αριστερά. Η κουζίνα του Ντιπόν ήταν στημένη κολλητά στη σκηνή του. Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει, κι άναψε τον αναπτήρα του. Στην τρεμόσβηστη λάμψη διέκρινε το κρεβάτι του Ντιπόν και, ξαπλωμένο πάνω του, τον Λαρντιέ που κοιμόταν. Δύο στεγνά αυλάκια χάραζαν τα μάγουλά του, και χοντρά αναφιλητά ανεβοκατέβαζαν το στήθος του, τρόπος του λέγειν… Ο Αθαναγόρας έσκυψε από πάνω του. 

«Πού είναι ο Ντιπόν;» ρώτησε.

Ο Λαρντιέ ξύπνησε κι έβαλε τα κλάματα. Μέσα στο μισοΰπνι του, είχε μισοακούσει τη μισοερώτηση του Άθα.

«Έφυγε» είπε. «Δεν ήταν εδώ.»

«Μάλιστα» είπε ο αρχαιολόγος. «Και δεν ξέρεις πού πήγε;» 

«Θα ’ναι μ’ αυτόν τον μπακαλιάρο τον Αμαδίς» κλαψούρισε ο Λαρντιέ, «που αυτή τη φορά θα μου το πληρώσει.»

«Έλα τώρα, Λαρντιέ» είπε αυστηρά ο Αθαναγόρας. «Στο κάτω κάτω, δεν είστε και παντρεμένοι με τον Ντιπόν…»

«Είμαστε» είπε ξερά ο Λαρντιέ.

Δεν έκλαιγε πια.

«Σπάσαμε μαζί μια στάμνα φτάνοντας εδώ» συνέχισε, «όπως στην Παναγία των Παρισίων, κι η στάμνα έγινε έντεκα κομμάτια. Θα ’μαστε παντρεμένοι γι’ άλλα έξι χρόνια.»

«Κατ’ αρχάς» είπε ο αρχαιολόγος, «κακώς διάβασες την Παναγία των Παρισίων, γιατί είναι περσινά ξινά σταφύλια, κι έπειτα, ο Θεός να τον κάνει γάμο. Εκτός αυτού, δεν ξέρω γιατί μ’ έπιασαν οι καλοσύνες μου και κάθομαι κι ακούω τις ιερεμιάδες σου. Να μου αντιγράψεις το πρώτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου, γράφοντας με το αριστερό χέρι και από δεξιά προς τ’ αριστερά. Τέλος, πες μου πού είναι το κουαντρό.» 

«Στον μπουφέ» είπε ο Λαρντιέ, που οι λυγμοί του είχαν καταλαγιάσει.

«Κοιμήσου τώρα» είπε ο Αθαναγόρας.

Πήγε στο κρεβάτι, κουκούλωσε τον Μαρτέν και του χάιδεψε τα μαλλιά.

«Μπορεί να πήγε για ψώνια κι ανησυχείς άδικα.»

Ο Λαρντιέ απάντησε μ’ ένα ρουθούνισμα. Έδειχνε κάπως πιο ήσυχος.

Ο αρχαιολόγος άνοιξε τον μπουφέ και βρήκε χωρίς δυσκολία το μπουκάλι του κουαντρό δίπλα σ’ ένα βάζο με ακρίδες σάλτσα ντομάτα. Πήρε τρία νόστιμα ποτηράκια, ευρήματα μιας εύκαρπης ανασκαφής πριν από μερικές εβδομάδες, για τα οποία πίστευε πως τα χρησιμοποιούσε η βασίλισσα Νεφουρπιτόν, κάτι χιλιάδες χρόνια πριν, ως δαχτυλήθρες για καταπραϋντικά οφθαλμόλουτρα. Τα διέταξε όλα αρμονικά πάνω σ’ ένα δίσκο. Ύστερα, έφτιαξε ένα μεγάλο σάντουιτς για την Κουίβρ, το ’βαλε μαζί με τ’ άλλα και γύρισε στη σκηνή του κουβαλώντας το δίσκο. 

Ο αβάς, καθισμένος στο κρεβάτι πλάι στην Κουίβρ, της είχε ξεκουμπώσει την μπλούζα και κοίταζε επισταμένως στο εσωτερικό.

«Αυτή η νεαρή είναι πολύ ενδιαφέρουσα» είπε στον Αθαναγόρα όταν τον είδε.

«Ναι, ε;» είπε ο αρχαιολόγος. «Ως προς τι ειδικότερα;» 

«Θεέ μου» είπε ο αβάς, «πώς να πει κανείς ως προς τι ειδικότερα; Ως προς το σύνολο, θα ’λεγα, αλλά και, ασφαλώς, ως προς τα διάφορα συστατικά του συνόλου.»

«Σας υπογράψατε συχωροχάρτι για την εξέταση;» ρώτησε ο Άθας.

«Έχω κάρτα διαρκείας» είπε ο αβάς. «Στη δουλειά μου, είναι απαραίτητη.»

Η Κουίβρ γελούσε ξετσίπωτα. Είχε αφήσει την μπλούζα της ξεκούμπωτη. Ο Αθαναγόρας δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι κι έδωσε το σάντουιτς στην Κουίβρ.

«Τι μικρά που ’ν’ αυτά τα ποτήρια!» ανέκραξε ο αβάς. «Άμα το ’ξερα, δε θα χαλούσα ένα φύλλο από το μπλοκ μου… Tanquam adeo fluctuat nec mergitur.»

«Et cum spiritu tuo» απάντησε η Κουίβρ.

«Πιάσ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το» έκλεισαν εν χορώ ο Αθαναγόρας κι ο αβάς.

«Μα την πίστη μου» αναφώνησε, καπάκι, ο αβάς, «χαίρεται κανείς να συναντάει ανθρώπους τόσο θρήσκους όσο εσείς.»

«Το επάγγελμά μας» εξήγησε ο Αθαναγόρας, «απαιτεί να τα ξέρουμε αυτά τα πράγματα. Κι ας μην είμαστε και τόσο πιστοί.»

«Με καθησυχάζετε» είπε ο Πτιζάν. «Είχα αρχίσει να αισθάνομαι ένοχος φευγαλέου αμαρτήματος. Πάει, όμως, πέρασε. Ας δούμε τώρα πώς είναι αυτό το κουαντροπικό ηδύποτο.»

Ο Αθαναγόρας ξετάπωσε το μπουκάλι και γέμισε τα ποτήρια. Ο αβάς σηκώθηκε και πήρε το ένα. Κοίταξε, μύρισε και κατάπιε. 

«Χμμμ!» έκανε. 

Έτεινε ξανά το άδειο ποτήρι του.

«Πώς σας φάνηκε;» ρώτησε ο Αθαναγόρας γεμίζοντάς το. 

Ο αβάς ήπιε το δεύτερο ποτήρι και σκέφτηκε πριν απαντήσει:

«Eλεεινό. Μυρίζει πετρέλαιο».

«Α, πρέπει να ’κανα λάθος στο μπουκάλι» είπε ο αρχαιολόγος. «Ήταν αμφότερα όμοια.»

«Μην απολογείστε» είπε ο αβάς· «όσο να ’ναι, πίνεται.»

«Είναι καλό πετρέλαιο» διαβεβαίωσε ο αρχαιολόγος. 

«Μου επιτρέπετε να πάω να ξεράσω έξω;» είπε ο Πτιζάν.

«Σας παρακαλώ… Πάω να φέρω το άλλο μπουκάλι.»

«Κάντε γρήγορα» είπε ο αβάς. «Το πιο φοβερό είναι ότι, με τον εμετό, θα ξαναπεράσει από το στόμα μου. Τόσο το χειρότερο· θα κλείσω τα μάτια.»

Βγήκε βολίδα. Η Κουίβρ γελούσε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα χέρια πλεγμένα κάτω απ’ το κεφάλι. Τα μαύρα μάτια της και τα κάτασπρα δόντια της σπιθοβολούσαν πότε πότε. Ο Αθαναγόρας εξακολουθούσε να διστάζει, αλλά, ακούγοντας το ρετάρισμα του Πτιζάν, η παλίμψηστη φάτσα του ξεζάρωσε για τα καλά.

«Συμπαθητικός είναι» είπε.

«Ηλίθιος είναι» είπε η Κουίβρ. «Τι του ’ρθε να πάει να γίνει παπάς; Όμως έχει γούστο, και τα χέρια του πιάνουν.»

«Τόσο το καλύτερο για σένα» είπε ο αρχαιολόγος. «Πάω να φέρω το κουαντρό. Εσύ, πάντως, κρατήσου ώσπου να δεις τον Ανζέλ.»

«Εννοείται» είπε η Κουίβρ.

Ο αβάς επανεμφανίστηκε.

«Μπορώ να μπω;» ρώτησε.

«Ασφαλώς» είπε ο Αθαναγόρας, που πρώτα παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει, και ύστερα βγήκε κι αυτός, κρατώντας το μπουκάλι με το πετρέλαιο.

Ο αβάς μπήκε και κάθισε σε μια πάνινη καρέκλα.

«Δεν κάθομαι δίπλα σου» εξήγησε, «γιατί μυρίζω εμετό. Γέμισα τα παπούτσια μου με την αγκράφα. Ντρέπομαι. Πόσων χρονών είσαι;»

«Είκοσι» απάντησε η Κουίβρ.

«Πολλά είναι» είπε ο αβάς. «Πες τριών.»

«Τριών.»

Στο πι και φι, ο Πτιζάν έβγαλε το ροζάριο και κατέβασε τρεις προσευχές με την ταχύτητα εκκοκιστήρα μπιζελιών. Ο Αθαναγόρας επανεμφανίστηκε τη στιγμή που τελείωνε.

«Α!» ανέκραξε ο αβάς. «Ελπίζω αυτό να μην είναι κουαντρομαχτικό.»

«Ε, αυτό δεν είναι και πολύ πετυχημένο» γνωμάτευσε η Κουίβρ.

«Να με συγχωρείς» είπε ο αβάς, «αλλά δε γίνεται να ’ναι κανείς πνευματώδης σε συνεχή ροή, πόσο μάλλον αν στο μεταξύ έχει ξεράσει τον κώλο του.»

«Σ’ αυτό έχετε δίκιο» είπε η Κουίβρ.

«Απολύτως» είπε ο Αθαναγόρας.

«Ας πιούμε, λοιπόν!» είπε ο αβάς. «Και πάω μετά να βρω τον Κλοντ Λεόν.»

«Να σας συνοδεύσουμε;» πρότεινε ο αρχαιολόγος.

«Μα…» είπε ο αβάς. «Δεν το ’χετε σκοπό να κοιμηθείτε απόψε;»

«Κοιμόμαστε σπανίως» εξήγησε ο Αθαναγόρας. «Ξέρετε τι χαμένος χρόνος είναι ο ύπνος;»

«Εμένα θα μου πείτε;» είπε ο αβάς. «Δεν ξέρω γιατί σας έκανα αυτή την ερώτηση, αφού ούτε εγώ κοιμάμαι ποτέ. Ίσως πληγώθηκα λιγάκι, γιατί πίστευα πως ήμουν ο μόνος.»

Έμεινε λίγο σκεπτικός.

«Πραγματικά πληγώθηκα. Αλλά, τελοσπάντων, ο πόνος είναι υποφερτός. Βάλτε μου να πιω.»

«Ορίστε» είπε ο Αθαναγόρας.

«Α!» είπε ο αβάς, εξετάζοντας το ποτήρι του στο φως, «αυτό, μάλιστα.»

Δοκίμασε.

«Αυτό, τουλάχιστον, είναι απ’ το καλό. Αλλά μετά το πετρέλαιο, νομίζω ότι έχει γεύση κατρουλιού γαϊδάρου.»

Ήπιε το υπόλοιπο και ρουθούνισε.

«Αηδία είναι» αποφάνθηκε. «Για να μάθω άλλη φορά να μη μου υπογράφω συχωροχάρτια για ψύλλου πήδημα.» 

«Δεν είναι καλό;» ρώτησε ο Αθαναγόρας, απορημένος.

«Μωρέ καλό είναι» είπε ο Πτιζάν, «αλλά ζήτημα να πιάνει σαράντα τρεις βαθμούς. Εγώ, όταν λέω ποτό, εννοώ ένα αρκεβούζιο ενενήντα πέντε βαθμών ή το καθαρό οινόπνευμα. Όταν ήμουν στο ναό του Αγίου Φιλίππου της Ρουλ, μόνο τέτοιο χρησιμοποιούσα για άναμα στη Θεία Λειτουργία. Οι Λειτουργίες μου έκαναν θραύση – σας το υπογράφω.»

«Γιατί δεν μείνατε εκεί;» ρώτησε η Κουίβρ.

«Γιατί με απέπεμψαν» είπε ο αβάς. «Μ’ έκαναν Επιθεωρητή. Αν αυτό δεν είναι καθαίρεση, να μη με λένε Πτιζάν.»

«Ναι, αλλά έτσι κάνετε ταξίδια» είπε ο Αθαναγόρας. 

«Σωστά» είπε ο αβάς. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Πάμε να βρούμε τον Κλοντ Λεόν.»

«Πάμε» είπε ο Αθαναγόρας.

Η Κουίβρ σηκώθηκε. Ο αρχαιολόγος άπλωσε το χέρι προς τη φλόγα της λάμπας, τη χαμήλωσε τόσο ώστε να φέγγει σαν καντίλι, και μετά βγήκαν κι οι τρεις από τη σκοτεινή σκηνή.

 

vian

info: Την Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου, στις 19:00, στο Γαλλικό Ινστιτούτο (Σίνα 31) οργανώνεται ένα αφιέρωμα στον Μπορίς Βιάν με συναυλία τζαζ με τη Φένια Παπαδόδημα και το Ρομάν Γκομέζ . Θα μιλήσουν για το έργο και την εποχή του  η Ρίτα Κολαίτη (μεταφράστρια)
και ο Νίκος Μπακουνάκης (δημοσιογράφος, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου). Αποσπάσματα από τα βιβλία του θα διαβάσουν ο Αντώνης Γκρίτσης (ηθοποιός) και ο Αχιλλέας Κυριακίδης  (συγγραφέας, μεταφραστής)

Είσοδος ελέυθερη        

http://youtu.be/5qXkV1e6yZY

1 2