Σχεδόν όλες οι γυναίκες στη φυλακή είχαν σημαδευτεί από έναν άντρα. Κάποιες είχαν κακοποιηθεί χρόνια από πατεράδες, αδερφούς και συντρόφους. Διάλεξαν τη φυλακή από το φέρετρο, ή μπήκαν σε ψεύτικους παραδείσους για να δραπετεύσουν από το επίγειο έρεβος. Άλλες καψουρεύτηκαν, ξεμυαλίστηκαν κι ακολούθησαν σαν υπνωτισμένες έναν έρωτα σε μια πορεία πλοήγησης προς τον χαμό. Μπήκαν μαζί του σε ναρκωτικά, ληστείες, κυκλώματα. Βγήκαν, όμως, ολομόναχες και δεμένες πισθάγκωνα. Λίγες δεν ήταν έτσι, λίγες είχαν κάποιον να τις περιμένει, κάποιον να λαχταρούν να δουν στο επισκεπτήριο, μια μορφή να σχηματίζουν όταν έκλειναν τα μάτια και να αγαλλιάζουν. Εμένα μάλλον δεν με περιμένει κανείς. Η μάνα μου δεν ήρθε ποτέ να με δει στη φυλακή. Όχι, δεν της κακιώνω, χρόνια τώρα την παρακολουθώ να αδειάζει από θέληση κι αξιοπρέπεια, να μπαίνει σε μια κωματώδη κατάσταση με παραλυμένους νευρώνες που απλά περιφέρεται και υπομένει χωρίς σκοπό. Στην κοινωνιολογία, όπως μου εξήγησε η δασκάλα που είχαμε στη φυλακή, αυτό το λένε απονοηματοδότηση. Μια ζωή εξαντλημένη που της έχει αφαιρεθεί όλο το περιεχόμενο, αλλά δεν λογίζεται ως πεθαμένη. Μπαίνεις σε σαρκοφάγο πριν σε θάψουν. Και δεν σε κλαίει κανείς, γιατί σε μετράνε για ζωντανή.
Μου λείπει η μάνα μου. Έβλεπα τις άλλες μανάδες που έρχονταν στο επισκεπτήριο. Ήταν κατάκοπες, τα καλοκαίρια μούσκεμα στον ιδρώτα από τα λεωφορεία και τα ΚΤΕΛ, συνήθως λίγο καμπουριαστές – το σώμα τους έπαιρνε συμβολικά το σχήμα του βάρους που κουβαλούσαν, τα ρούχα τους ήταν κάτι ξεπερασμένα εμπριμέ ή μονότονα σκουρόχρωμα. Όλα παλιά και φτηνά. Στη φυλακή πηγαίνουν οι φτωχές – ξέρεις. Κι οι μανάδες τους φτωχές είναι. Γερασμένες πριν την ώρα τους, με αυτοάνοσα ή διαβήτη, να δουλεύουν όπου βρίσκουν ή να κοιτάζουν να τα βγάλουν πέρα με μια αναπηρική σύνταξη. Καταλάβαινες ότι είχαν πασχίσει πολύ να έρθουν μέχρι εδώ για να φέρουν εσώρουχα και τηλεκάρτες. Αλλά να, αυτή την ακατέργαστη λατρεία που έπαιρνε η όψη τους όταν ξεμύτιζε η σιλουέτα της κόρης τους από μακριά τη ζήλευα. Την είχα μεγάλη ανάγκη, αλλά είχα συμβιβαστεί με την απουσία της. Η μάνα μου μου λείπει χρόνια. Τα χέρια της είχαν πετρώσει, δεν άνοιγαν για αγκαλιά. Δεν μπόρεσε ούτε να με προστατέψει, ούτε έστω να με παρηγορήσει. Μόνο μ’ άφησε να φύγω. Είμαι σίγουρη ότι μέσα της ψιθύρισε τα τελευταία λόγια αγάπης που της είχαν απομείνει. Να σωθώ. Μαμά, δεν σώθηκα. Σου ζητάω συγγνώμη γι’ αυτό. Δεν είχα μάθει να το κάνω. Άσε που αυτός ο κόσμος δεν ανοίγει πολλές οδούς σωτηρίας. Σε γκρεμό βγάζει.
Από τότε δεν την ξαναείδα. Τα Χριστούγεννα μου ’στειλε μια κάρτα και λεφτά. Ποιος ξέρει πόσους τρόπους είχε σκαρφιστεί για να τα κρύψει. Αυτός, πάλι, είχε πάρει σβάρνα τα κανάλια. Υποδυόταν τον θεοσεβούμενο και μετανοημένο πατέρα που ζητά έλεος για την κόρη του. Τουλάχιστον ήταν πρωί και πήγαινε ξεμέθυστος. Ούτε να θυμώσω με την κατάντια και την υποκρισία του δεν είχα όρεξη. Τη μοναξιά μου υπερτόνιζε, το πόσο απελπιστικά μόνη είμαι σ’ ένα σύμπαν πελώριο, σ’ ένα κελί μικροσκοπικό κι εγώ ακόμα πιο μικροσκοπική, μια βρόμικη κοριτσίστικη τελεία σ’ έναν ετοιμόρροπο άθλιο τοίχο, ανάμεσα σε σπαρακτικούς στίχους, αποτυπώματα στάχτης και ανορθόγραφες μουντζούρες. Μπορούσε οποιοσδήποτε να με σβήσει, να με καλύψει, να με εξαφανίσει σαν να μην υπήρξα ποτέ. Κι εγώ έσκιζα το δέρμα μου για να είμαι σίγουρη ότι υπάρχω. Η Σοφία ήταν το μοναδικό κάτοπτρο που είχα προς την πραγματικότητα των ανθρώπων που ζουν κάτω από τον ουρανό, το μοναδικό επισκεπτήριο που είχα, τα μοναδικά γράμματα με τ’ όνομά μου, αλλιώς μπορεί να μην το ξαναθυμόμουν ποτέ. Θα έμενε μια αδιάφορη συγκόλληση γραμμάτων σε μια ληξιαρχική πράξη γέννησης που κανείς δεν θα αναζητούσε. Μου είπε ότι ήταν νοσηλεύτρια, ότι διάβασε την ιστορία μου και συγκινήθηκε, ότι ήθελε να με βοηθήσει. Μου έφερε αυτό το λευκό πουκάμισο πριν τη δίκη για να εμφανιστώ μπροστά σας καθαρή και φωτεινή. Ελπίζω να σας αρέσει.
Μαρία Λούκα
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟΛΟΓΕΙΤΑΙ
Σελ.: 80
1η έκδοση: Μάρτιος 2021
Εκδόσεις: Τόπος